Don't say Yeah, say YES: Αφιέρωμα στους YES

Από τον Κωστή Αγραφιώτη, 26/11/2008 @ 02:46
Πηγαίνοντας πίσω στα μέσα (προς τέλη) της δεκαετίας του ‘60, παρατηρεί κανείς πως δύο-τρία συγκροτήματα τόλμησαν να πάνε τις –μέχρι τότε- συνηθισμένες συνθετικές δομές των rock τραγουδιών, την τεχνική και τους στίχους, αρκετά βήματα παραπέρα. Η παγκόσμια, η κλασσική και η jazz μουσική, «μπολιάστηκαν» στη rock, τα σύνορα της οποίας διευρύνθηκαν όσο ποτέ άλλοτε. Η συγκεκριμένη μουσική «επανάσταση» βαπτίσθηκε Progressive Rock και βρήκε έναν από τους πρώτους και κύριους εκφραστές της, στο «πρόσωπο» των Βρετανών Yes.

Φέτος, οι Yes συμπληρώνουν 40 χρόνια παρουσίας στη μουσική και με την αφορμή της συγκεκριμένης επετείου, το Rocking.gr αφιερώνει τις επόμενες γραμμές στα σημαντικότερα γεγονότα της ιστορίας τους...



60’s

Λονδίνο, μέσα 1968: Ο τραγουδιστής Jon Anderson και ο μπασίστας Chris Squire, βετεράνοι ήδη της 60’s “beat era”, γνωρίζονται σε μπαρ του Soho. Αφού διαπιστώσουν τις κοινές επιρροές τους στη μουσική, ο Squire καλεί τον Anderson να τραγουδήσει στην μπάντα του, τους Mabel Greer’s Toyshop. Παρά τον ερχομό του Anderson στο γκρουπ, οι αλλαγές στη σύνθεσή του συνεχίζονται: Τη θέση του drummer καταλαμβάνει ο Bill Bruford (ο οποίος για «ένα φεγγάρι» έπαιξε με τους Savoy Brown), ενώ του κιθαρίστα ο Peter Banks. Λίγο καιρό αργότερα η μπάντα προσλαμβάνει τον πληκτρά / οργανίστα Tony Kaye.



O Banks προτείνει το όνομα YES, το οποίο μπορεί να διαβαστεί πιο εύκολα από το “Mabel Greer’s Toyshop” στις αφίσες. Η μπάντα παίζει support στην τελευταία συναυλία των Cream, το 1968 στο Royal Albert Hall, όπου η Atlantic τους παρακολουθεί και εντυπωσιάζεται τόσο πολύ από τον τρόπο με τον οποίο οι Yes διασκευάζουν κομμάτια άλλων καλλιτεχνών, ώστε να τους προσφέρει συμβόλαιο. Το ομώνυμο ντεμπούτο κυκλοφορεί στις 25 Ιουλίου του 1969, περιλαμβάνει 8 κομμάτια, ανάμεσα στα οποία και 2 διασκευές (στο “I See You” των Byrds και το “Every Little Thing” των Beatles) και θεωρείται ένα από τα πρώτα progressive rock albums. Οι ξεχωριστές φωνητικές μελωδίες των Anderson και Squire εκπλήσσουν ευχάριστα κοινό και κριτικούς, αλλά ο δίσκος μένει στη σκιά του πρώτου άλμπουμ των Led Zeppelin, που είχε κυκλοφορήσει λίγο καιρό νωρίτερα.

70’s

Για το διάδοχο του “YES”, ο Anderson με τον Squire αποφασίζουν να χρησιμοποιήσουν τη βοήθεια ορχήστρας στις ηχογραφήσεις. Οι ενορχηστρώσεις που γίνονται όμως, αντικαθιστούν τα περισσότερα κιθαριστικά μέρη του Peter Banks, όπως αυτά είχαν γραφτεί κατά τη σύνθεση των κομματιών, με μέρη για τα έγχορδα της ορχήστρας. Ο Banks δε σταματάει να δηλώνει τη δυσαρέσκειά του για το μειωμένο του ρόλο, και ο Anderson του δείχνει την πόρτα της εξόδου, λίγο πριν την κυκλοφορία του δίσκου. Τον Ιούνιο του 1970, και αφού ο αντικαταστάτης του Banks είχε βρεθεί στο πρόσωπο του Steve Howe, κυκλοφορεί το “Time And A Word”, o δεύτερος δηλαδή δίσκος των Yes. Το άλμπουμ καταφέρνει και φτάνει στο νούμερο 45 των βρετανικών charts, όμως το κάπως «άνισο» περιεχόμενό του, δεν αγγίζει τον κόσμο τόσο, όσο το ντεμπούτο.



Παρεμπιπτόντως, ο Peter Banks, μετά την απόλυσή του από τους YES, σχημάτισε τους Flash, ενώ τα αμέσως επόμενα χρόνια συνεργάστηκε με σπουδαίους μουσικούς, όπως ο Jan Akkerman (των Focus), ο John Wetton, ο Phil Collins και ο Steve Hackett.

Με τον 24χρονο τότε Steve Howe στις τάξεις τους, οι Yes δημιούργησαν την τρίτη τους -και καλύτερη μέχρι τότε- δουλειά, “The Yes Album”. Με τη βοήθεια και του παραγωγού Eddy (ή Eddie) Offord, οι Yes αρχίζουν να διαμορφώνουν στο εν λόγω άλμπουμ τον χαρακτηριστικό τους ήχο: Μεγάλα σε διάρκεια κομμάτια, ασυνήθεις ρυθμοί, αλλαγές, πολυπλοκότητα, «βιρτουόζικο» παίξιμο.

Το “The Yes Album” (ημερομηνία κυκλοφορίας: 19 Φεβρουαρίου 1971), που περιλαμβάνει τα κλασσικά πλέον “Yours Is No Disgrace”, “Starship Trooper” και “I’ve Seen All Good People”, έφτασε μέχρι το #4 στην Αγγλία, και το #40 στην Αμερική. Η διεθνής αναγνώριση και η επιτυχία αρχίζει σιγά-σιγά και χτυπάει την πόρτα της μπάντας.

Στο εξώφυλλο του “The Yes Album”, o Kaye εικονίζεται με γύψο στο πόδι, και αυτό γιατί λίγο πριν τραβηχτεί η συγκεκριμένη φωτογραφία ενεπλάκη σε αυτοκινητικό δυστύχημα. Η ατυχία πάντως για τον Banks δεν σταμάτησε εκεί. Οι φήμες θέλουν τον ίδιο και τον Howe να μην έχουν και τις καλύτερες σχέσεις στην περιοδεία που ακολούθησε την κυκλοφορία του τελευταίου δίσκου. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την απροθυμία του να χρησιμοποιήσει synthesizers και mellotron στις ηχογραφήσεις του επόμενου άλμπουμ, οδήγησαν τον Kaye και το υπόλοιπο συγκρότημα στο να χωρίσουν τους δρόμους τους… μέχρι αυτοί να ξανασυναντηθούν, αρκετά αργότερα, όπως θα δούμε παρακάτω.

Βρισκόμαστε στα μέσα του 1971 λοιπόν, και ο ήδη γνωστός session μουσικός, Rick Wakeman, επιλέγεται για να καλύψει τη θέση του Tony Kaye. Ο ήχος του, το παίξιμό του, η συνθετική του συνεισφορά και το δέσιμό του με την υπόλοιπη μπάντα -και κυρίως με τον Howe, θα κάνουν τον Wakeman να θεωρείται μέχρι και σήμερα ο «κλασσικός πληκτράς» των Yes.

Το πρώτο κομμάτι που ηχογραφήθηκε με τον Wakeman, ήταν μία δεκάλεπτη διασκευή στο “America” των Simon & Garfunkel. Το κομμάτι δεν υπάρχει σε κανένα στούντιο άλμπουμ των Yes, αλλά βρίσκεται στη συλλογή “Yesterdays”, που κυκλοφόρησε το 1975.

Οι δύο επόμενοι δίσκοι, τα “Fragile” (Νοέμβριος του 1971) και “Close To The Edge” (Σεπτέμβριος του 1972) σηματοδοτούν την κορυφαία συνθετική εποχή των Yes, αλλά και την έναρξη της συνεργασίας τους με τον ζωγράφο Roger Dean, τα έργα του οποίου θα αποτελέσουν εξώφυλλα για τα περισσότερα άλμπουμ του συγκροτήματος στο μέλλον. Και οι δύο δίσκοι είναι αριστουργηματικοί, και θεωρούνται -όχι άδικα- από τα κορυφαία άλμπουμ, όχι μόνο του progressive rock, αλλά της μουσικής γενικότερα. Από το “Fragile” ξεχωρίζει το single “Roundabout”, με την κλασσική εισαγωγή στην ακουστική κιθάρα, και το εξαιρετικό σόλο στα πλήκτρα, ενώ για το 18λεπτο κομμάτι “Close To The Edge” από τον ομώνυμο δίσκο, θα μπορούσε να πει κανείς πως είναι το «απόλυτο» τραγούδι των Yes.

Λίγο πριν την κυκλοφορία του “Close To The Edge”, o Bill Bruford ανακοινώνει την απόφασή του να αποχωρήσει από την μπάντα, ώστε να γίνει μέλος των King Crimson. Οι λόγοι της κίνησής του λέγεται πως είχαν να κάνουν με την αντίθεσή του στο ότι τα ηνία της μπάντας είχαν περάσει ουσιαστικά στους Anderson και Howe, με την άποψη των υπόλοιπων μελών να μην έχει πλέον μεγάλη βαρύτητα. Οι Yes για να καλύψουν το κενό, δίνουν τη θέση στον Alan White. Ο White, προερχόμενος από την Plastic Ono Band (τα χαρακτηριστικά drums στο «αιώνιο» “Instant Karma!” είναι δικά του, όπως και αυτά στο “Imagine” του Lennon), είχε σαφώς πιο rock παίξιμο, σε σχέση με το πιο “jazzy” στυλ του Bruford. Παρόλα αυτά, η προσαρμογή του ήταν άμεση, κάτι που έχει αποτυπωθεί και στο υπερ-κλασσικό 3πλο (σε Βινύλιο) live album, “Yessongs”. Το “Yessongs” (1973) ηχογραφήθηκε κυρίως στην περιοδεία για την προώθηση του “Close To The Edge”, έχει ψηφιστεί ουκ ολίγες φορές ανάμεσα στα κορυφαία «ζωντανά ηχογραφημένα» άλμπουμ, ενώ τα έργα του Roger Dean που κοσμούν το εσωτερικό του βινυλίου είναι απλά… απίστευτα!

Το έκτο άλμπουμ των Yes κυκλοφόρησε το Δεκέμβριο του 1973, ήταν διπλό και έφερε τον τίτλο “Tales From Topographic Oceans”. Οι απόψεις για το δίσκο είναι αρκετά αντικρουόμενες, ακόμα και σήμερα. Κλασσική περίπτωση “love it or hate it” άλμπουμ: Πολλοί το αγάπησαν, εξίσου πολλοί το απέρριψαν, κυρίως λόγω της αδικαιολόγητα μεγάλης διάρκειάς του. Αναμφίβολα πάντως, το 20λεπτο “Revealing Science Of God”, αποτελεί μία από τις κορυφαίες στιγμές τους.

Το γεγονός πως οι συνθέσεις του “Tales From Topographic Oceans” ανήκουν αποκλειστικά στους Anderson / Howe δημιούργησε προστριβές ανάμεσα στο δίδυμο και τον Wakeman. Ο Wakeman δήλωσε καθαρά την δυσαρέσκειά του για το τελικό αποτέλεσμα του δίσκου, και κάπως έτσι ήρθε και η δικιά του σειρά να αφήσει την μπάντα, το 1974.

Ένας «δικός μας» σπουδαίος μουσικός, ο Βαγγέλης Παπαθανασίου (ευρύτερα γνωστός ως Vangelis) φάνηκε πως ήταν ο καταλληλότερος άνθρωπος για την αντικατάσταση του Wakeman. Ο Vangelis έκανε πρόβες για δύο βδομάδες με τους Yes, όμως τελικά αποφάσισε να μη γίνει μόνιμο μέλος. Παρόλα αυτά, η φιλία που ανέπτυξε με τον Jon Anderson, οδήγησε τους δύο στο να συνεργαστούν περιστασιακά και μάλιστα με μεγάλη επιτυχία, από το 1979 μέχρι το 1991, ως Jon & Vangelis.

Μετά το αποτυχημένο «φλερτ» με τον Παπαθανασίου, οι Yes στράφηκαν στον Ελβετό Patrick Moraz και πέτυχαν διάνα. Αν και ο Moraz ενσωματώθηκε στο συγκρότημα τη στιγμή που οι «παλιοί» είχαν ήδη ξεκινήσει την προπαραγωγή για τη νέα δουλειά τους, κατάφερε να αφήσει το στίγμα του σε αυτή. Με τον Moraz στις τάξεις τους λοιπόν, οι Yes κυκλοφόρησαν το άλμπουμ “Relayer”, στις 13 Δεκεμβρίου του 1974. Το “Relayer” ήταν στο σύνολό του αρκετά διαφορετικό από τα προηγούμενα άλμπουμ, παρουσιάζοντας τον ήχο των Yes εμπλουτισμένο με αρκετά jazz στοιχεία, ακόμα πιο «τρελούς» ρυθμούς και την κιθάρα να αναλαμβάνει καθαρά πρωταγωνιστικό ρόλο. Το “Relayer” μπορεί να χαρακτηριστεί ως ο πιο περίεργος και διαφορετικός δίσκος των Yes μέχρι τότε, φέρνοντάς τους αρκετά κοντά στη λογική των King Crimson. Όπως και ο προκάτοχός του, απέκτησε μεν αρκετούς εχθρούς, αλλά στις μέρες μας έχει επικρατήσει η αντίληψη πως αποτελεί την πιο «αδικημένη» και υποτιμημένη στούντιο δουλειά των Yes.

Μετά το πέρας της περιοδείας για το “Relayer”, το 1976, οι Yes έκαναν το πρώτο τους διάλειμμα, έτσι ώστε να ξεκουραστούν από τις ολοένα αυξανόμενες απαιτήσεις της μπάντας. Τους επόμενους μήνες όλα τα τότε μέλη ηχογράφησαν και κυκλοφόρησαν σόλο δίσκους: Ο Jon Anderson το “Olias Of Sunhillow”, ο Squire το “Fish Out Of Water”, ο Howe το “Beginnings” (στο οποίο μάλιστα συμμετέχει και ο Bill Bruford στα drums), o White το “Ramshackled” και ο Moraz το “Story Of I”. Από τα 5 αυτά σόλο άλμπουμ, τα δύο που ξεχώρισαν ήταν αυτά των Squire (κυρίως) και Anderson.

Παρά τη σχετική επιτυχία του “Relayer”, όταν οι Yes μαζεύτηκαν ξανά, αποφάσισαν πως χρειαζόντουσαν μία επιστροφή στον ήχο του “Fragile” και τις –σχετικά- απλούστερες μουσικές φόρμες στις οποίες αρέσκονταν παλιότερα. Η αλλαγή αυτή οδήγησε εν τέλει στην ξαφνική αποπομπή του Moraz και την επιστροφή του Rick Wakeman! Με τον Wakeman και πάλι πίσω από τα πλήκτρα, και την περίφημη Hipgnosis να αναλαμβάνει πλέον τα εξώφυλλα, ηχογράφησαν το εξαιρετικό “Going For The One” (με highlight το εντυπωσιακό 15λεπτο “Awaken”), το οποίο κυκλοφόρησε στις 22 Ιουλίου του 1977, και το «άνοστο» και «άνευρο» “Tormato”, το οποίο παραδόξως κατάφερε να φτάσει μέχρι και το Top-10 σε ουκ ολίγες χώρες.

Τον Οκτώβριο του 1979 οι Yes, με τη βοήθεια του παραγωγού Roy Thomas Baker (Queen, The Cars), ξεκίνησαν τα sessions για μία ακόμα δουλειά. Στο μέσο όμως της όλης διαδικασίας, οι διαφωνίες γύρω από την κατεύθυνση της μουσικής, καθώς και γύρω από κάποια οικονομικά ζητήματα, έκαναν τον Anderson να αποχωρήσει! Λίγες μέρες αργότερα, ο Wakeman, πιστεύοντας πως θα ήταν άσκοπο να συνέχιζαν χωρίς τον Anderson, άφησε για δεύτερη φορά τους Yes. Οι Howe, Squire και White δεν έδειχναν πρόθυμοι να τα παρατήσουν έτσι απλά όμως...

80’s

Στις αρχές του 1980, ανακοίνωσαν τους αντικαταστάτες των Anderson / Wakeman, οι οποίοι δεν ήταν άλλοι από το δίδυμο των Buggles, Geoffrey Downes (πλήκτρα) και Trevor Horn (φωνητικά). Το γεγονός ότι οι Buggles είχαν γίνει ήδη γνωστοί με το pop hit “Video Killed The Radio Star”, οδήγησε πολλούς οπαδούς σε απόγνωση! Οι φόβοι για στροφή των Yes στην pop διαψεύστηκαν πανηγυρικά όμως, καθώς ο δίσκος που ακολούθησε, εν ονόματι “Drama” (1980), αποτελεί μία από τις καλύτερες, αλλά και συνάμα πιο “heavy” δημιουργίες τους! Η περιοδεία που ακολούθησε πάντως, συνοδεύτηκε από έντονη κριτική προς το πρόσωπο του Horn, ο οποίος δεν έδειχνε ικανός να ερμηνεύσει ικανοποιητικά τα κομμάτια του Anderson. Μέσα στο κλίμα αυτό, ο Horn αποφάσισε να στραφεί αποκλειστικά στην παραγωγή δίσκων, κάτι που αποδείχτηκε σοφό, μιας και ο ίδιος θεωρείται πλέον ένας από τους κορυφαίους και πιο επιδραστικούς pop παραγωγούς του περασμένου αιώνα.

Μετά και την παραπάνω απόφαση του Horn, φάνηκε πως οι White και Squire άρχισαν να χάνουν το ενδιαφέρον τους γύρω από τους Yes, με αποτέλεσμα η μπάντα, μετά από 12 χρόνια παρουσίας να διαλυθεί. Όπως είπαμε, ο Horn ασχολήθηκε με τις παραγωγές, ενώ οι White και Squire σχημάτισαν με τον Jimmy Page τους βραχύβιους XYZ (ex Yes and Zeppelin). Οι XYZ στράφηκαν στον Robert Plant για τη θέση του τραγουδιστή, και παρότι αυτός παρευρέθη σε μία πρόβα του νέου σχήματος, αποφάσισε τελικά να μη συνεχίσει μαζί τους. Σύντομα, οι XYZ διαλύθηκαν επίσης, αφού πρώτα είχαν προλάβει να ηχογραφήσουν απλά κάποια demos. Δύο από αυτά (“Mind Drive” και “Can You Imagine”) κατέληξαν αρκετά αργότερα στους δίσκους “Keys To Ascension 2” (μισό live / μισό studio album) και “Magnification” των Yes.

Η τύχη των Howe και Downes από την άλλη ήταν αρκετά διαφορετική. Μαζί με τους John Wetton και Carl Palmer σχημάτισαν τους Asia, με τους οποίους έβγαλαν δύο πολυπλατινένιους δίσκους. (Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τους Asia, διαβάστε εδώ: http://www.rocking.gr/article2825.php)

Μετά την αποτυχία του εγχειρήματος των XYZ, οι Squire και White στράφηκαν στον ταλαντούχο Νοτιοαφρικανό κιθαρίστα Trevor Rabin. Μαζί του σχημάτισαν το γκρουπ Cinema, στο οποίο λίγο αργότερα ενσωματώθηκε και ο αυθεντικός πληκτράς των Yes, Tony Kaye. Αρχικά, τα φωνητικά επρόκειτο να είναι μοιρασμένα ανάμεσα στον Squire και τον Rabin, αλλά η μοίρα τα έφερε αλλιώς… Στις αρχές του 1983 ο Squire συνάντησε στο Los Angeles τον Anderson, στον οποίο και έπαιξε μερικά από τα demos που είχε ηχογραφήσει με τους Cinema. Ο Anderson ενθουσιάστηκε με το υλικό και απάντησε θετικά στην πρόταση του Squire για να ηχογραφήσει τα φωνητικά. Τόσο απλά και ξαφνικά λοιπόν, οι Yes επαναδραστηριοποιήθηκαν, με τη σύνθεση να έχει ως εξής: Anderson, Squire, White, Kaye, Rabin.

Το άλμπουμ που ακολούθησε στα τέλη του 1983, με τίτλο “90125” (αναφορά στον αριθμό του άλμπουμ στον κατάλογο της Atlantic), επέφερε ριζοσπαστικές αλλαγές στο γνώριμο progressive ήχο τον Yes, χάρη κυρίως στις οδηγίες του Trevor Horn, ο οποίος προσελήφθη ως παραγωγός, αλλά και του γενικότερου κλίματος της εποχής. Το “90125” όντας πιο συμβατικό, εύπεπτο και radio-friendly σε σχέση με τους προκατόχους του, με τη βοήθεια του τεράστιου hit (και κλασσικού 80’s κομματιού) “Owner Of A Lonely Heart”, κατάφερε να πουλήσει 6 εκατομμύρια κόπιες… πολύ παραπάνω από κάθε άλλο δίσκο των Yes!

Το “90125” όχι μόνο έδωσε νέα ζωή στο συγκρότημα, αλλά έκανε τα μέλη του – κυρίως στην Αμερική – superstars! Το κομμάτι “Cinema” επίσης κατάφερε να αποσπάσει βραβείο Grammy ως “Best Rock Instrumental”.

Από την περιοδεία που ακολούθησε κυκλοφόρησε το –σχετικά δυσεύρετο σήμερα- “9012Live: The Solos” το οποίο περιέχει σόλο του κάθε μέλους και ένα jamάρισμα των Squire / White. Και ναι… αυτή είναι η πιο ανούσια κυκλοφορία στην ιστορία της Rock!

Το 1985, μετά από την τεράστια και υπερεπιτυχημένη τουρνέ του “90125”, οι Yes άρχισαν να ηχογραφούν το άλμπουμ “Big Generator”. Παρά την προσπάθεια του Rabin να γράψει κομμάτια που θα ήταν πιο κοντά στους «κλασσικούς» Yes, ο Anderson δεν ήταν ευχαριστημένος με ό,τι άκουγε. Οι έντονες διαφωνίες ανάμεσα στους δύο αποπροσανατόλισαν την μπάντα, και η κυκλοφορία “Big Generator” άρχισε να παίρνει απανωτές αναβολές. Εν τέλει, αυτό βγήκε στα δισκοπωλεία στις 28 Σεπτεμβρίου του 1987, σχεδόν δύο χρόνια από τη στιγμή που ξεκίνησε να ηχογραφείται. Εμπορικά δεν τα πήγε καθόλου άσχημα, πουλώντας 2 εκατομμύρια αντίτυπα και βγάζοντας δύο αρκετά επιτυχημένα singles, τα “Love Will Find A Way” και “Rhythm Of Love”. Συνολικά πάντως, είναι πιθανότατα καλύτερο από το “90125”, περιλαμβάνοντας μεν αρκετές “pop” στιγμές, αλλά «κοιτώντας» παράλληλα και αρκετά προς το παρελθόν.

Το 1988, ο Anderson, δηλώνοντας απογοητευμένος από την εμπορική στροφή των Yes, αποχώρησε για δεύτερη φορά από αυτούς. Οι «παλιοί» οπαδοί πάντως δεν τα έβαψαν μαύρα, μιας και λίγο αργότερα έγινε γνωστό πως ο Anderson, παρέα με τους Wakeman, Howe και Bruford, είχε στα σκαριά ένα νέο σχήμα. Μιας και τα δικαιώματα του ονόματος Yes παρέμειναν στα χέρια των Squire, Rabin, White και Kaye, το νεοσύστατο κουαρτέτο, αποφάσισε να ονομαστεί απλά “Anderson, Bruford, Wakeman, Howe”, η σε συντομογραφία: ABWH. Αξίζει να σημειωθεί πως το όνομα “No” προτάθηκε ως λύση, αλλά τελικά απορρίφθηκε. Το ομώνυμο ντεμπούτο (και μοναδικό άλμπουμ όπως αποδείχτηκε αργότερα) των ABWH κυκλοφόρησε το 1989 και θα μπορούσε κανείς κάλλιστα να θεωρήσει πως αποτελεί άλλη μία δουλειά των Yes της 70’s περιόδου.

90’s

Με το ξεκίνημα της νέας δεκαετίας, υπήρξε μία τροπή πέρα από κάθε προσδοκία. Ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά: Δύο χρόνια μετά το “Big Generator”, oι εναπομείναντες Yes (Squire, Rabin, Kaye, White) ξεκινούν τη συνεργασία με διάφορους τραγουδιστές (ανάμεσα στους οποίος ο Roger Hodgson των Supertramp και ο Billy Sherwood των World Trade) με σκοπό την ηχογράφηση ενός ακόμα δίσκου. Την ίδια ώρα, οι ABWH βρίσκονταν στην Ευρώπη, υπό την επίβλεψη του παραγωγού Jonathan Elias, ηχογραφώντας το διάδοχο του ντεμπούτο τους. Σε μία επίσκεψη του Anderson στο Los Angeles, ο τραγουδιστής κάλεσε τον Trevor Rabin, ο οποίος δεν έχασε την ευκαιρία να του παρουσιάσει το υλικό που ετοίμαζε για το νέο Yes δίσκο, αλλά και να του προσφέρει κάποιες ιδέες για τους ABWH, μιας και είχε ακούσει πως η Arista (δισκογραφική των τελευταίων), αναζητούσε εξωτερικούς συνθέτες για αυτούς! Το υλικό άρεσε στον Anderson και η Arista άρχισε να καλοβλέπει μια πιθανή επανένωση των παλιών μελών των Yes. Με την πίεση της Arista να γίνεται ολοένα και μεγαλύτερη, ο Squire και ο Anderson σκέφτηκαν να ενώσουν τα δύο σχήματα, φτιάχνοντας ένα δίσκο από κοινού! Κάπως έτσι λοιπόν, στα μέσα του 1991, προέκυψε το άλμπουμ “Union”, το οποίο περιλαμβάνει μουσική τόσο από τους Brudford, Wakeman, Howe, όσο και από τους Rabin, Squire, Kaye, White, με τον Anderson να αναλαμβάνει όλα τα φωνητικά. Για την ύπαρξη ομοιομορφίας στο τελικό αποτέλεσμα, ο Jonathan Elias (ο οποίος ανέλαβε την τελική παραγωγή) προσέλαβε session μουσικούς και τους έβαλε να ηχογραφήσουν εκ νέου πολλά από τα μέρη του Steve Howe και του Rick Wakeman! Το “Union” δεν είναι κακός δίσκος, αλλά οι καλύτερές του στιγμές (βλ. “Saving My Heart”, “I Would Have Waited Forever”) αποτελούν φυσική συνέχεια των “90125” και “Big Generator”, και όχι των κλασσικών Yes που οι οπαδοί πίστευαν ότι θα άκουγαν στο άλμπουμ.

Παρά την αμφισβήτηση που δέχθηκε το “Union”, ακόμα και από τα ίδια τα μέλη των 8μελων πλέον Yes (Anderson, Brudford, Squire, Kaye, Wakeman, Rabin, White, Howe), η περιοδεία που ακολούθησε την κυκλοφορία του, το 1991 και το 1992, αποδείχθηκε μία από τις καλύτερες που έκαναν ποτέ οι Yes. Και πώς να μην ήταν άλλωστε, όταν στη σκηνή εμφανίζονταν κάθε φορά, μέσα σε τρεις ώρες, σχεδόν όλα τα μέλη της μέχρι τότε ιστορίας του συγκροτήματος;

Το 1992, ο Bill Bruford με τον Steve Howe ηχογράφησαν με παραγωγό τον Alan Parsons το “Symphonic Music Of Yes”, το οποίο περιελάμβανε εκτελέσεις κλασσικών κομματιών των Yes από ορχήστρα.



Παράλληλα, η ανεξάρτητη δισκογραφική Victory Music ζήτησε από τον Rabin να δημιουργήσει ένα νέο Yes album με τη σύνθεση του “90125” (Anderson, Rabin, Squire, White, Kaye). Ο Rabin δέχθηκε, αλλά ζήτησε από τον Wakeman να παίξει πλήκτρα. Ο Wakeman δεν αρνήθηκε μεν την πρόταση, αλλά από την άλλη, δεν ήθελε να αφήσει το management του, και έτσι, αναγκαστικά, δεν μπόρεσε να παίξει στο άλμπουμ. Πάντως 6 χρόνια αργότερα, ο Rabin εμφανίστηκε στο “Return To The Centre Of The Earth” του Wakeman. Αυτή ήταν ουσιαστικά η πρώτη φορά που οι δυο τους συνεργάστηκαν σε στούντιο άλμπουμ. Και οι δύο συμμετείχαν βέβαια στο “Union”, αλλά δεν είχαν ηχογραφήσει μαζί.

Παρεμπιπτόντως, στο “Return To The Centre Of The Earth”, συμμετείχαν εκτός άλλων και οι: Ozzy, Justin Hayward (Moody Blues) και Bonnie Tyler!

Χωρίς τον Wakeman λοιπόν, αλλά με τον Kaye στα πλήκτρα (και συνεπώς την σύνθεση του “90125” ακριβώς), οι Yes κυκλοφόρησαν το 1994 το “Talk”. Το “Talk” αποτελεί ουσιαστικά προσωπική υπόθεση του Rabin, ο οποίος έγραψε σχεδόν όλα τα κομμάτια, έπαιξε κιθάρα, ηχογράφησε κάποια μέρη του μπάσου και έκανε και την παραγωγή! Το “Talk” αποτελεί ίσως την πιο “heavy” και κιθαριστική δουλειά των Yes, παρουσιάζοντας το συγκρότημα όπως ο Rabin το οραματιζόταν για την νέα χιλιετία, που τότε δεν αργούσε και πολύ. Το κομμάτι “Walls” περιλαμβάνει στα credits και τον Roger Hodgson, μιας και είχε γραφτεί μέσα στο σύντομο χρονικό διάστημα στο οποίο ο πρώην τραγουδιστής των Supertramp συνεργαζόταν με τους Yes.

Ο Billy Sherwood, που επίσης -όπως προείπαμε- δοκιμάστηκε για τη θέση του τραγουδιστή το 1989, έγινε στην περιοδεία του “Talk” το 6ο μέλος της μπάντας, συνεισφέροντας σε κιθάρες και φωνητικά. Στο τέλος του 1995, τόσο ο Rabin, όσο και οι Kaye και Sherwood έφυγαν για διαφορετικούς λόγους από το γκρουπ. Ο πρώτος αποφάσισε να ασχοληθεί με τη σύνθεση μουσικής για ταινίες, ο δεύτερος αποσύρθηκε (αν και μετά συμμετείχε περιστασιακά σε κάποια projects), ενώ ο τρίτος έλαβε μέρος στο reunion των World Trade.

Το Μάρτιο του 1996, η κλασσική σύνθεση των Anderson, Squire, White, Howe και Wakeman έδωσε τρεις συναυλίες στην Καλιφόρνια. Οι συναυλίες αυτές κυκλοφόρησαν σε δύο διπλά cd, τα “Keys To Ascension” και “Keys To Ascension 2”. Και τα δύο album, πέραν των live ηχογραφήσεων, περιείχαν και κάποια νέα κομμάτια, τα οποία ηχογραφήθηκαν από την ίδια σύνθεση στις αρχές του 1996. Η μπάντα ήθελε τα νέα αυτά κομμάτια να κυκλοφορήσουν ως κανονικός δίσκος (που θα έφερε τον τίτλο “Know”), όμως κάτι τέτοιο δεν έγινε (παρά μόνο 5 χρόνια αργότερα, με τίτλο “Keystudio”) και ο Wakeman απογοητευμένος από τη συγκεκριμένη εξέλιξη «κούνησε μαντίλι» για άλλη μία φορά. Τη θέση του Wakeman πήρε ο… Billy Sherwood, λίγους μόλις μήνες αφού είχε αφήσει το συγκρότημα, και χωρίς να είναι κανονικός πληκτράς. Το καλοκαίρι του 1997, η νέα σύνθεση ηχογράφησε το “Open Your Eyes”, το οποίο κυκλοφόρησε στις 24 Νοεμβρίου και είναι με διαφορά η χειρότερη δουλειά των Yes. Σύμφωνα με την μπάντα, το κακό αποτέλεσμα οφείλεται στη βιαστική δημιουργία του άλμπουμ. Στο “Open Your Eyes” συμμετέχει στα πλήκτρα ο Ρώσος Igor Khoroshev, ο οποίος έγινε κανονικό μέλος για τις ανάγκες του επόμενου άλμπουμ, με τον Sherwood να παραμένει ως δεύτερος κιθαρίστας. Ως 6άδα για πρώτη φορά σε στούντιο, οι Yes, με τον σπουδαίο Bruce Fairbairn (Bon Jovi, Aerosmith, INXS, KISS, AC/DC, Scorpions) να κάθεται στην καρέκλα του παραγωγού, ξεκίνησαν το Φεβρουάριο τις ηχογραφήσεις του άλμπουμ “Ladder”. Εντελώς ξαφνικά όμως, λίγες μέρες πριν αυτές ολοκληρωθούν, ο Fairbairn «έφυγε» από τη ζωή. Το “Ladder” κυκλοφόρησε στις 20 Σεπτεμβρίου του 1999, είναι αφιερωμένο στη μνήμη του Fairbairn και αποτελεί την καλύτερη στιγμή των Yes στα 90’s, θυμίζοντας σε αρκετά σημεία τις ένδοξες μέρες τους.

Ένα χρόνο αργότερα, το Σεπτέμβριο του 2000, κυκλοφόρησε το live album “House Of Yes: Live From House Of Blues”, το οποίο ηχογραφήθηκε στην περιοδεία του “Ladder”.

00’s

Με το πέρασμα του αιώνα, οι Sherwood και Khoroshev αποτέλεσαν αμφότεροι παρελθόν από τους Yes, με τον δεύτερο μάλιστα να κατηγορείται και για σεξουαλική παρενόχληση στα παρασκήνια συναυλίας της μπάντας!

Οι ελπίδες για επιστροφή του Wakeman αποδείχθηκαν φρούδες, και οι Yes για τον επόμενο δίσκο τους στράφηκαν για πρώτη φορά μετά από 30 χρόνια (από το “Time And A Word”) σε συμφωνική ορχήστρα. Οι Yes, με την ορχήστρα στη θέση των πλήκτρων, ηχογράφησαν το θεσπέσιο “Magnification” (ίσως ό,τι καλύτερο έβγαλαν από το τέλος της δεκαετίας του ’70 και μετά), το οποίο κυκλοφόρησε στην Αγγλία, την 11η Σεπτεμβρίου του 2001...



Η ορχήστρα ακολούθησε τους Yes και στην περιοδεία τους, μία εκ των συναυλιών για την οποία αποτυπώθηκε στο DVD “Yes Symphonic Live”.

Στις 20 Απριλίου του 2002, ο Wakeman ανακοίνωσε πως η 5η θητεία του στους Yes ήταν πραγματικότητα! Ακολούθησαν εκτεταμένες περιοδείες σε Ευρώπη και Αμερική, μέχρι και το 2004, όταν και γιορτάστηκε η 35η επέτειος του συγκροτήματος.

Στις 11 Νοεμβρίου του 2004, σε εκδήλωση που έγινε προς τιμήν του Trevor Horn, στην Wembley Arena του Λονδίνου, οι Trevor Rabin, Steve Howe, Chris Squire, Alan White και Geoff Downes, εμφανίστηκαν μαζί επί σκηνής, παίζοντας τα “Cinema” και “Owner Of A Lonely Heart”. Αν και όλη η σύνθεση του “Drama” ήταν παρούσα (Horn, Downes, White, Squire, Howe), κανένα κομμάτι από το δίσκο δεν παίχτηκε.



Από το 2004 μέχρι και το 2008, η μπάντα βρέθηκε στον πάγο. Στο διάστημα αυτό, ο Alan White κυκλοφόρησε το άλμπουμ “White”, στο οποίο συμμετέχει και ο Geoff Downes, και σχημάτισε τους CIRCA:, μαζί με τον Billy Sherwood και τον Tony Kaye. Ο Squire συμμετείχε στο reunion των The Syn (με τους οποίος έπαιζε πριν σχηματιστούν οι Yes), ενώ ο Howe ξανάσμιξε με τους Downes, Palmer και Wetton στο reunion της original σύνθεσης των Asia. Από την άλλη, ο Anderson περιόδευσε παρέα με τον Wakeman παίζοντας κομμάτια των Yes ακουστικά, ενώ συνέθεσε και κάποια κομμάτια με τον Trevor Rabin, χωρίς όμως αυτά να έχουν κυκλοφορήσει ακόμα.

Για να τιμήσουν την 40η επέτειό τους, την άνοιξη του 2008, οι Yes ανακοίνωσαν περιοδεία στην Αμερική με τίτλο “Close To The Edge And Back”. Σε αυτή επρόκειτο να συμμετάσχουν οι Anderson, Squire, Howe, White και o Oliver Wakeman (γιος του Rick), και σύμφωνα με δηλώσεις του πρώτου σκόπευαν να παίξουν και κάποια νέα κομμάτια. Όμως η περιοδεία ακυρώθηκε, μιας και ο Anderson αντιμετώπισε κάποιο πρόβλημα υγείας, και οι γιατροί του συνέστησαν να ξεκουραστεί μέχρι το 2009. Έστω και χωρίς αυτόν, οι υπόλοιποι αποφάσισαν να πραγματοποιήσουν την περιοδεία, αλλά το Νοέμβριο, με τον Καναδό Benoit David (τραγουδιστής σε tribute μπάντα των Yes) πίσω από το μικρόφωνο. Παρά τη μικρή αναταραχή που προκλήθηκε αρχικά ανάμεσα στον Anderson και τους υπολοίπους, από ό,τι φαίνεται, ο Anderson θα επιστρέψει κανονικά στην μπάντα, όταν θα είναι έτοιμος, δηλαδή μέσα στο 2009.

Προτεινόμενη δισκογραφία: Fragile, Close To The Edge, Going For The One, Relayer, Drama, 90125, Magnification

Κωστής Αγραφιώτης
  • SHARE
  • TWEET