Αφιέρωμα στους Led Zeppelin
10/09/2003 @ 04:45
Το σωτήριο έτος 1968 δημιουργείται κάπου στην Αγγλία ένα από τα σημαντικότερα γκρουπ στην ιστορία της ροκ. Ο James Patrick Page, μέλος των ιστορικών Yardbirds μετά την διάλυσή τους (των οποίων μέλη υπήρξαν τρεις από τους μεγαλύτερους κιθαρίστες στην ιστορία της ροκ o Page, o Jeff Beck και o Eric Clapton, αν και πότε δε συναντήθηκαν και οι 3 ταυτόχρονα σε αυτό το γκρουπ), φορμάρει με την βοήθεια του μάνατζερ Peter Grant τους New Yardbirds που στην συνέχεια πήραν το όνομα Led Zeppelin. O θρύλος λέει ότι στην αναζήτηση drummer o Page ζήτησε από τον Keith Moon (drummer των Who) να ενσωματωθεί στο group και ο Moon απόρριψε την πρόταση λέγοντας ότι το γκρουπ που προσπαθεί να φτιάξει ο Page ήταν τόσο βαρύ (heavy) που θα βυθιζόταν σαν μολυβένιο zeppelin (lead zeppelin). Άλλοι λένε ότι ο Page επηρεάστηκε από την συχνά χρησιμοποιούμενη, από τον Keith Moon, φράση “going down like a lead zeppelin” όταν αναφερόταν σε καταστροφικές συναυλίες. Αυτό έμελλε να ‘ναι και το και το καινούριο όνομα της μπάντας, αφου σύντομα αφαιρέθηκε το a από την λέξη lead για λόγους προφοράς. Κατά άλλους ο John Εntwistle (μπασίστας των Who) ήταν αυτός που «βάφτισε» το γκρουπ.
Πρώτα, αναζητώντας ένα έμπειρο πληκτρά στους κύκλους των session μουσικών του Λονδίνου, ο Page βρήκε τον John Paul Jones. Στη συνέχεια, αναζητώντας τραγουδιστή, βρήκε αρχικά τον Terry Reid, ο οποίος ήταν απασχολημένος αλλά πρότεινε στον Page τον Robert Plant. Ο Plant τραγουδούσε σε διάφορες τοπικές pub με διάφορα σχήματα, ένα από τα οποία ήταν και οι The band of joy, στις τάξεις των οποίων βρισκόταν ο drummer John Bonham. O Plant έπεισε τον Bonham να ενωθεί με τους υπόλοιπους Zepps και η σύνθεση του γκρουπ ολοκληρώθηκε. Όλοι τους αποδείχθηκαν στην συνέχεια εξαιρετικοί μουσικοί.
Ωστόσο το άλλο σημαντικό στοιχείο για το γκρουπ ήταν η παρουσία του μάνατζερ Peter Grant, η δραστηριότητα του οποίου ήταν τόσο σημαντική ώστε να θεωρείται το πέμπτο μέλος της μπάντας (τόσο μεγάλη ήταν η επιρροή του). Ο Grant υπερασπιζόταν πανέξυπνα και αποτελεσματικά τα συμφέροντα του γκρουπ και προσέφερε τα μέγιστα στην ένδοξη πορεία του. Μάλιστα καθιέρωσε μια νέα εποχή στις σχέσεις δισκογραφικών εταιριών και γκρουπ, που μέχρι τότε ήταν σαφώς εις βάρος των γκρουπ. Οι δισκογραφικές εταιρίες εκμεταλλευόταν και αδικούσαν τα γκρουπ με τα οποία είχαν συμβόλαια. Μετά τους Zeps και τον Grant, η κατάσταση άλλαξε σημαντικά.
Η πρώτη τους δισκογραφική δουλειά, το περίφημο “Led Zeppelin I”, ήταν ένα πραγματικό αριστούργημα. Ο ήχος τους θύμιζε βαριά blues με έμφαση στα riff, ενώ σημαντικό ρόλο έπαιζαν και ο ήχος των keyboards του Jones καθώς και η υπέροχη φωνή του Plant. Λέγεται ότι το πρώτο αυτό album ηχογραφήθηκε μέσα σε 30 ώρες συνεχόμενης δουλειάς στο studio. Επρόκειτο για ένα από τα πιο εντυπωσιακά μουσικά debut όλων των εποχών. O Page ανέλαβε την παραγωγή. Οι κορυφαίες στιγμές του album είναι το magnum Opus “Dazed And Confused” (γραμμένο από τους Yardbirds, κατά άλλους από τον Jake Holmes), το γρήγορο “Communication Breakdown” (και τα δυο με βαρύ blues ήχο) αλλά και κομμάτια με εντελώς διαφορετικό ήχο όπως το θρυλικό “Babe, I’m Gonna Leave You”, βασισμένο στην εκδοχή της Joan Baez γι αυτό το παλιό παραδοσιακό φολκ τραγούδι, που βέβαια στα χέρια των Zeppelin έγινε ένα πανέμορφο, αξιοσημείωτο μίγμα ακουστικών και ηλεκτρικών στοιχείων. Έχοντας ένα τόσο καλό πρώτο άλμπουμ στο ενεργητικό τους, ο Peter Grant ταξίδεψε στη New York και έκλεισε πενταετές συμβόλαιο με την εταιρεία Atlantic, συμβόλαιο που άφηνε σε αυτόν την δυνατότητα για πλήρη έλεγχο της μπάντας και εξασφάλιζε ότι κανείς δεν θα παρενέβαινε στην παραγωγή του Page.
Αξιοσημείωτη ήταν και παρουσία τους στα live show. Το πρώτο τους live έγινε στις 15 Οκτωβρίου του 1968, στο Surrey University. Έπαιζαν συχνά για περισσότερο από 4 ώρες και η απόδοση τους πάντα κυμαινόταν σε πολύ υψηλά επίπεδα, προϊόν της χημείας που είχαν αναπτύξει μεταξύ τους. Οι zeps επιδίδονταν σε μακρά solo και αυτοσχεδιασμούς (βλέπε “Dazed and Confused” που κρατούσε για περίπου μισή ώρα, με τους εντυπωσιακούς αυτοσχεδιασμούς του Page στην κιθάρα του με ένα δοξάρι βιολιού). Αξέχαστα έμειναν και τα ογκώδη drum solo του Bonham στο “Moby Dick”. Σίγουρα οι Zeppelin ήταν μια εντυπωσιακή, χαρισματική live μπάντα.
Οι zepps περιόδευαν ασταμάτητα για 2,5 ολόκληρα χρόνια σε Ευρώπη και Αμερική (support στους Vannila Fudge και MC5). Στη διάρκεια της περιοδείας τους (1969) ηχογράφησαν το δεύτερο τους album, το περίφημο “Led Zeppelin II” (22 Οκτωβρίου 1969). Στην παραγωγή συνεισέφερε και ο μηχανικός Eddie Kramer. To album έφτασε στο No1 των Chart στην Αγγλία και U.S. και έμεινε εκεί για 148 και 98 βδομάδες αντίστοιχα. Το single “Whole Lotta Love” έφτασε στο Νο 4 των αμερικάνικων ποπ charts. Ο ήχος τους είναι περισσότερο rock n’ roll και λιγότερο bluesy (“Whole Lotta Love”, “Heartbreaker”). Ωστόσο παρουσιάζουν και αρκετά ακουστικά στοιχεία (“Thank You”, “Ramble On”). Η κιθάρα του Page εντυπωσιάζει με την ακρίβεια της και τον όγκο της, ενώ ο Plant δείχνει και το ταλέντο του στην φυσαρμόνικα (“Bring It On Home”) και ο Bonham δίνει ένα αξέχαστο drum solo (“Moby Dick”). O δίσκος στέκεται άνετα ως συνέχεια του θρυλικού ντεμπούτο των Zeppelin και από αρκετούς θεωρείται ακόμη καλύτερος.
Ξετυλίγοντας την ιστορία φτάνουμε στις 5 Οκτωβρίου 1970, οπότε κυκλοφορεί και το τρίτο άλμπουμ των πλέον κραταιών Zeppelin με τίτλο, τι άλλο: “Led Zeppelin III”. Στο άλμπουμ αυτό παρατηρείται μια εξέλιξη στο στυλ των Zepps, με την εισαγωγή ακουστικών μπλουζ στοιχείων και βρετανικού folk συναισθήματος. Μέσα από τις folk επιρροές τους οι Zepps βρίσκουν τον ζωτικό χώρο που χρειάζονται για να πειραματιστούν και να διοχετεύσουν τις δημιουργικές τους τάσεις. Τα “Friends” (με την υπνωτική κέλτικη γοητεία που ασκεί), “That’s The Way” και “Tangerine” είναι χαρακτηριστικά δείγματα αυτής της στροφής των Zepp. Ωστόσο υπάρχουν και βαθιά ηλεκτρισμένες blues στιγμές όπως το σπαραξικάρδιο “Since I’ve Been Loving You”. Τα άλλοτε παθιασμένα, άλλοτε γλυκερά φωνητικά του Plant αν μη τι άλλο γοητεύουν τον ακροατή. Αυτός και ο Page ξεχωρίζουν ίσως, αλλά κανείς δεν μπορεί να παραγνωρίσει την σημαντικότατη συμβολή του Bonham στον ήχο τους όσο και του Jones στη δημιουργική διαδικασία των Zeppelin. Το άλμπουμ πάλι φτάνει στο Νο1 των Charts στην Αμερική και Αγγλία, ενώ το single “The Immigrant Song” φτάνει στο Νο16 στα αμερικάνικα ποπ Charts. Οι Zepps πλέον βρίσκονται στο απόγειο της δόξας τους. Ψηφίζονται Νο1 group (βάσει του δημοψηφίσματος του περιοδικού Melody Maker) έπειτα από χρόνια κυριαρχίας των Beattles. Ήταν δυνατό να φτάσουν ψηλότερα; Και όμως ήταν…
8 Νοεμβρίου 1971! Το τέταρτο album των Led Zeppelin ήταν γεγονός! Και ίσως ήταν το άλμπουμ που έφτασε πιο ψηλά από κάθε άλλη προσπάθεια των Zeppelin. To όνομα του: “Led Zeppelin IV” ή “Four Symbols” (από τα 4 μεσαιωνικά ρουνικά σύμβολα που αντιπροσώπευαν τα 4 μέλη του group) ή “Zoso” ή “The Runes Album”. Νο1 στην Αγγλία, Νο2 στην Αμερική και πλέον οι Zeppelin έφτασαν στην κορυφή της δημοσιότητας τους, όντας οι κορυφαίοι. Το album αυτό έχει πουλήσει περισσότερο από κάθε άλλο άλμπουμ τους χωρίς να υστερεί καθόλου ποιοτικά, το αντίθετο μάλιστα. Πρόκειται για ένα αψεγάδιαστο μίγμα χίπικου μυστικισμού, κέλτικής μυθολογίας και φοβερής μουσικής έμπνευσης. Το τραγούδι “Stairway To Heaven” είναι ίσως το πιο γνωστό τους τραγούδι. Στην δεκαετία του ‘70 δεν υπήρχε πάρτυ που να μην στοιχειωνόταν από τις υπέροχες νότες του συγκεκριμένου τραγουδιού. Ξεκινώντας με ακουστικές κιθάρες, απαλά γλυκερά φωνητικά και το πανέμορφο φλάουτο από τους συνθετητές (synthesizers) του Jones, εξελίσσεται σε ένα ηλεκτρικό αριστούργημα με παραμορφωμένες κιθάρες, την φωνή του Plant να στριγγλίζει , όντας πιο επιθετική από ποτέ, και τα drums σε ένα πραγματικό καταιγισμό. Ωστόσο όλα τα κομμάτια του άλμπουμ είναι πραγματικά διαμάντια. Από τα καταιγιστικά “Rock n’ Roll”, “Black Dog” (…gonna make you sweat, gonna make you groove...), μέχρι το folklor “Battle Of Evermore” (με υπέροχο ντουέττο του Plant με την Αγγλίδα Sandy Denny και τα αιθέρια φωνητικά της και τον Jones στο μαντολίνο) όλες οι συνθέσεις στέκονται σε ασύγκριτα υψηλό επίπεδο, καθιερώνοντας το συγκεκριμένο άλμπουμ ως ένα από τα κορυφαία στην ιστορία της μουσικής.
Οι Zepps παρέδωσαν ένα αριστούργημα όμοιο του οποίου δύσκολα μπορεί να υπάρξει. Ακόμη και η δημιουργία άλλων άλμπουμ που έστω να πλησιάζουν το συγκεκριμένο φάνταζε δύσκολη! Ωστόσο οι Zeppelin στην συνέχεια δημιούργησαν τουλάχιστον δυο άλμπουμς σε πολύ υψηλό επίπεδο τα: “Houses of the Holy” (1973) (με καλύτερες στιγμές τo σκοτεινό “No Quarter” με τα παρανοϊκά φωνητικά του Plant, “The Song Remains The Same” και το γαλήνιο “Rain Song”) και “Physical Graffiti” (1975) (με τραγούδια ύμνους, όπως το ανατολίτικο “Kashmir” ή το “Hard Rock Rover”). Επίσης οι live δυνατότητες τους καταγράφονται στο live άλμπουμ “The Song Remains The Same” (κυκλοφόρησε το 1976) από live που έδωσαν οι Led Zeppelin στο Madison Square Garden (όπου συναντάμε μια εκπληκτική 14λεπτη εκτέλεση του “Whole Lotta Love” και μια 25λεπτη εκτέλεση του “Dazed And Confused”). Το συγκεκριμένο άλμπουμ αποτυπώνει την ατμόσφαιρα των live των Ζeppelin και πείθει με τον καλύτερο τρόπο για τις αυτοσχεδιαστικές δυνατότητές τους καθώς και για την σπάνια χημεία που είχαν καλλιεργήσει αυτοί οι 4 μουσικοί μεταξύ τους. Αυτά τα 3 άλμπουμ ενίσχυσαν ακόμη περισσότερο τον μύθο των Zeppelin αν και ίσως υστερούν κατά τι από τις προηγούμενες προσπάθειές τους. Να σημειώσουμε ότι το 1974 οι Zeppelin ίδρυσαν την δικιά τους εταιρεία με όνομα Swan Song στην οποία υπέγραψαν μερικά σημαντικά γκρουπ όπως οι Bad Company.
Κάπως έτσι τελείωσε το πρώτο μισό της δεκαετίας του ‘70 για τους Zepp. Ωστόσο το δεύτερο μισό της δεκαετίας κύλησε αρκετά επεισοδιακά και με πολλά δυσάρεστα γεγονότα. Στα τέλη του 1975 ο Plant και η γυναίκα του βρέθηκαν θύματα αυτοκινητιστικού δυστυχήματος. Ο Plant με δυσκολία κατάφερε να επιζήσει και τελικά να ανακάμψει. Το 1977 θανατηφόρος ιός προκαλεί το θάνατο του γιου του Plant με αποτέλεσμα την ακύρωση περιοδείας στις Ηνωμένες Πολιτείες. Το τελειωτικό χτύπημα για το group ήταν ο θάνατος του εκπληκτικού drummer Bonham έπειτα από υπερβολική κατάποση αλκοολ, που προκάλεσε τον θάνατο του από πνιγμό κατά την διάρκεια του ύπνου του. Ο Bonham, βασικότατο μέλος των Zeppelin, με το ογκώδες σταθερό παίξιμό του, εμπλουτισμένο με funk jazz επιρροές συνέβαλε τα μέγιστα στην διαμόρφωση του τόσο χαρακτηριστικού ήχου των Zeppelin. Ο θάνατός του σήμανε και το τέλος των Zeppelin, αφού οι υπόλοιποι ανακοίνωσαν την διάλυση του group λόγω του χαμού του αγαπημένου τους φίλου. Πολλοί ισχυρίζονται ότι το ενδιαφέρον του Page για την μαγεία, τον μυστικισμό και o θαυμασμός του για τον μάγο Aleister Crowley (είχε αγοράσει και ένα κάστρο που έμενε παλιά o Crowley) προκάλεσε τον θάνατο τόσο του γιου του Plant όσο και του Bonham. Όλα αυτά βέβαια είναι περισσότερο δεισιδαιμονίες, αλλά ενίσχυσαν ακόμη περισσότερο την μυστηριακή, αλλόκοτη φύση του συγκροτήματος.
Ωστόσο σε αυτό το μισό της δεκαετίας πρόλαβαν να εκδώσουν 3 ακόμη άλμπουμ που αν και υστερούσαν αρκέτα από τα προηγούμενα αριστουργήματά τους στεκόταν σε ικανοποιητικά επίπεδα. Τα άλμπουμ αυτά ήταν το “Presence” του 1976 με το επικό “Achille’s Last Stand” και επίσης το bluesy “Tea For One” (θυμίζει πολύ το “Since I ‘ve Been Loving You”), το “In Through The Out Door” (1979) από το οποίο ξεχώρισαν τα “In The Evening”, “Hot Dog” και “All My Love” καθώς και το “Coda” (του 1982) με ηχογραφήσεις, live και στούντιο, της περιόδου 1970-1978. Από τότε καμιά καινούρια studio κυκλοφορία δεν έγινε (με το όνομα Led Zeppelin). Οι 3 εναπομείναντες Zeppelin συνεργάστηκαν αρκετές φορές, με αποκορύφωμα την κορυφαία συνεργασία Plant-Page που το 1994 κυκλοφόρησαν ένα album με τίτλο “No Quarter” (με την συνεργασία folk μουσικών από την Αίγυπτο και το Μαρόκο καθώς και της συμφωνικής ορχήστρας του Λονδίνου). Εκτός από κλασσικά κομμάτια στο άλμπουμ βρίσκονται και 3 νέα κομμάτια πού έγραψαν οι Page-Plant. Ακολούθησε Unplugged περιοδεία για λογαριασμό του μουσικού καναλιού MTV. Η προσπάθεια στέφθηκε με μεγάλη επιτυχία, το αποτέλεσμα συγκλονιστικό, αλλά αντίστοιχη συνέχεια δεν υπήρξε… Η τελευταία δισκογραφική δουλειά των Page και Plant έγινε το 1997 (σε συνεργασία με τους μουσικούς Charlie Jones και Michael Lee ) με το “Walking In To Clarksdale” (που κυκλοφόρησε στις αρχές του 98) με όχι ανάλογη επιτυχία.
Οι Zeppelin σεβάστηκαν την ιστορία τους, αυτό είναι το μόνο σίγουρο. Αποχώρισαν όταν έπρεπε, όταν ήταν ακόμη στην κορυφή. Το γκρουπ κατάφερε να ξεχωρίσει, να ξεπεράσει τα όρια που επιβάλλουν φυσικοί κανόνες και νόμοι και έγινε θρύλος που θα σαγηνεύει και θα μαγεύει για πάντα. Αναμφίβολα οι Zeppelin ήταν καταραμένοι και ευλογημένοι ταυτόχρονα. Ίσως τελικά το μαγικό ραβδάκι του Crowley άγγιξε τους Zeppelin και τους έδωσε υπόσταση υπερφυσική ωστόσο το τίμημα της πορείας τους ήταν τόσο βαρύ...
...there’s a feeling I get
when i look to the west
and my spirit is crying for leaving...
Πρώτα, αναζητώντας ένα έμπειρο πληκτρά στους κύκλους των session μουσικών του Λονδίνου, ο Page βρήκε τον John Paul Jones. Στη συνέχεια, αναζητώντας τραγουδιστή, βρήκε αρχικά τον Terry Reid, ο οποίος ήταν απασχολημένος αλλά πρότεινε στον Page τον Robert Plant. Ο Plant τραγουδούσε σε διάφορες τοπικές pub με διάφορα σχήματα, ένα από τα οποία ήταν και οι The band of joy, στις τάξεις των οποίων βρισκόταν ο drummer John Bonham. O Plant έπεισε τον Bonham να ενωθεί με τους υπόλοιπους Zepps και η σύνθεση του γκρουπ ολοκληρώθηκε. Όλοι τους αποδείχθηκαν στην συνέχεια εξαιρετικοί μουσικοί.
Ωστόσο το άλλο σημαντικό στοιχείο για το γκρουπ ήταν η παρουσία του μάνατζερ Peter Grant, η δραστηριότητα του οποίου ήταν τόσο σημαντική ώστε να θεωρείται το πέμπτο μέλος της μπάντας (τόσο μεγάλη ήταν η επιρροή του). Ο Grant υπερασπιζόταν πανέξυπνα και αποτελεσματικά τα συμφέροντα του γκρουπ και προσέφερε τα μέγιστα στην ένδοξη πορεία του. Μάλιστα καθιέρωσε μια νέα εποχή στις σχέσεις δισκογραφικών εταιριών και γκρουπ, που μέχρι τότε ήταν σαφώς εις βάρος των γκρουπ. Οι δισκογραφικές εταιρίες εκμεταλλευόταν και αδικούσαν τα γκρουπ με τα οποία είχαν συμβόλαια. Μετά τους Zeps και τον Grant, η κατάσταση άλλαξε σημαντικά.
Η πρώτη τους δισκογραφική δουλειά, το περίφημο “Led Zeppelin I”, ήταν ένα πραγματικό αριστούργημα. Ο ήχος τους θύμιζε βαριά blues με έμφαση στα riff, ενώ σημαντικό ρόλο έπαιζαν και ο ήχος των keyboards του Jones καθώς και η υπέροχη φωνή του Plant. Λέγεται ότι το πρώτο αυτό album ηχογραφήθηκε μέσα σε 30 ώρες συνεχόμενης δουλειάς στο studio. Επρόκειτο για ένα από τα πιο εντυπωσιακά μουσικά debut όλων των εποχών. O Page ανέλαβε την παραγωγή. Οι κορυφαίες στιγμές του album είναι το magnum Opus “Dazed And Confused” (γραμμένο από τους Yardbirds, κατά άλλους από τον Jake Holmes), το γρήγορο “Communication Breakdown” (και τα δυο με βαρύ blues ήχο) αλλά και κομμάτια με εντελώς διαφορετικό ήχο όπως το θρυλικό “Babe, I’m Gonna Leave You”, βασισμένο στην εκδοχή της Joan Baez γι αυτό το παλιό παραδοσιακό φολκ τραγούδι, που βέβαια στα χέρια των Zeppelin έγινε ένα πανέμορφο, αξιοσημείωτο μίγμα ακουστικών και ηλεκτρικών στοιχείων. Έχοντας ένα τόσο καλό πρώτο άλμπουμ στο ενεργητικό τους, ο Peter Grant ταξίδεψε στη New York και έκλεισε πενταετές συμβόλαιο με την εταιρεία Atlantic, συμβόλαιο που άφηνε σε αυτόν την δυνατότητα για πλήρη έλεγχο της μπάντας και εξασφάλιζε ότι κανείς δεν θα παρενέβαινε στην παραγωγή του Page.
Αξιοσημείωτη ήταν και παρουσία τους στα live show. Το πρώτο τους live έγινε στις 15 Οκτωβρίου του 1968, στο Surrey University. Έπαιζαν συχνά για περισσότερο από 4 ώρες και η απόδοση τους πάντα κυμαινόταν σε πολύ υψηλά επίπεδα, προϊόν της χημείας που είχαν αναπτύξει μεταξύ τους. Οι zeps επιδίδονταν σε μακρά solo και αυτοσχεδιασμούς (βλέπε “Dazed and Confused” που κρατούσε για περίπου μισή ώρα, με τους εντυπωσιακούς αυτοσχεδιασμούς του Page στην κιθάρα του με ένα δοξάρι βιολιού). Αξέχαστα έμειναν και τα ογκώδη drum solo του Bonham στο “Moby Dick”. Σίγουρα οι Zeppelin ήταν μια εντυπωσιακή, χαρισματική live μπάντα.
Οι zepps περιόδευαν ασταμάτητα για 2,5 ολόκληρα χρόνια σε Ευρώπη και Αμερική (support στους Vannila Fudge και MC5). Στη διάρκεια της περιοδείας τους (1969) ηχογράφησαν το δεύτερο τους album, το περίφημο “Led Zeppelin II” (22 Οκτωβρίου 1969). Στην παραγωγή συνεισέφερε και ο μηχανικός Eddie Kramer. To album έφτασε στο No1 των Chart στην Αγγλία και U.S. και έμεινε εκεί για 148 και 98 βδομάδες αντίστοιχα. Το single “Whole Lotta Love” έφτασε στο Νο 4 των αμερικάνικων ποπ charts. Ο ήχος τους είναι περισσότερο rock n’ roll και λιγότερο bluesy (“Whole Lotta Love”, “Heartbreaker”). Ωστόσο παρουσιάζουν και αρκετά ακουστικά στοιχεία (“Thank You”, “Ramble On”). Η κιθάρα του Page εντυπωσιάζει με την ακρίβεια της και τον όγκο της, ενώ ο Plant δείχνει και το ταλέντο του στην φυσαρμόνικα (“Bring It On Home”) και ο Bonham δίνει ένα αξέχαστο drum solo (“Moby Dick”). O δίσκος στέκεται άνετα ως συνέχεια του θρυλικού ντεμπούτο των Zeppelin και από αρκετούς θεωρείται ακόμη καλύτερος.
Ξετυλίγοντας την ιστορία φτάνουμε στις 5 Οκτωβρίου 1970, οπότε κυκλοφορεί και το τρίτο άλμπουμ των πλέον κραταιών Zeppelin με τίτλο, τι άλλο: “Led Zeppelin III”. Στο άλμπουμ αυτό παρατηρείται μια εξέλιξη στο στυλ των Zepps, με την εισαγωγή ακουστικών μπλουζ στοιχείων και βρετανικού folk συναισθήματος. Μέσα από τις folk επιρροές τους οι Zepps βρίσκουν τον ζωτικό χώρο που χρειάζονται για να πειραματιστούν και να διοχετεύσουν τις δημιουργικές τους τάσεις. Τα “Friends” (με την υπνωτική κέλτικη γοητεία που ασκεί), “That’s The Way” και “Tangerine” είναι χαρακτηριστικά δείγματα αυτής της στροφής των Zepp. Ωστόσο υπάρχουν και βαθιά ηλεκτρισμένες blues στιγμές όπως το σπαραξικάρδιο “Since I’ve Been Loving You”. Τα άλλοτε παθιασμένα, άλλοτε γλυκερά φωνητικά του Plant αν μη τι άλλο γοητεύουν τον ακροατή. Αυτός και ο Page ξεχωρίζουν ίσως, αλλά κανείς δεν μπορεί να παραγνωρίσει την σημαντικότατη συμβολή του Bonham στον ήχο τους όσο και του Jones στη δημιουργική διαδικασία των Zeppelin. Το άλμπουμ πάλι φτάνει στο Νο1 των Charts στην Αμερική και Αγγλία, ενώ το single “The Immigrant Song” φτάνει στο Νο16 στα αμερικάνικα ποπ Charts. Οι Zepps πλέον βρίσκονται στο απόγειο της δόξας τους. Ψηφίζονται Νο1 group (βάσει του δημοψηφίσματος του περιοδικού Melody Maker) έπειτα από χρόνια κυριαρχίας των Beattles. Ήταν δυνατό να φτάσουν ψηλότερα; Και όμως ήταν…
8 Νοεμβρίου 1971! Το τέταρτο album των Led Zeppelin ήταν γεγονός! Και ίσως ήταν το άλμπουμ που έφτασε πιο ψηλά από κάθε άλλη προσπάθεια των Zeppelin. To όνομα του: “Led Zeppelin IV” ή “Four Symbols” (από τα 4 μεσαιωνικά ρουνικά σύμβολα που αντιπροσώπευαν τα 4 μέλη του group) ή “Zoso” ή “The Runes Album”. Νο1 στην Αγγλία, Νο2 στην Αμερική και πλέον οι Zeppelin έφτασαν στην κορυφή της δημοσιότητας τους, όντας οι κορυφαίοι. Το album αυτό έχει πουλήσει περισσότερο από κάθε άλλο άλμπουμ τους χωρίς να υστερεί καθόλου ποιοτικά, το αντίθετο μάλιστα. Πρόκειται για ένα αψεγάδιαστο μίγμα χίπικου μυστικισμού, κέλτικής μυθολογίας και φοβερής μουσικής έμπνευσης. Το τραγούδι “Stairway To Heaven” είναι ίσως το πιο γνωστό τους τραγούδι. Στην δεκαετία του ‘70 δεν υπήρχε πάρτυ που να μην στοιχειωνόταν από τις υπέροχες νότες του συγκεκριμένου τραγουδιού. Ξεκινώντας με ακουστικές κιθάρες, απαλά γλυκερά φωνητικά και το πανέμορφο φλάουτο από τους συνθετητές (synthesizers) του Jones, εξελίσσεται σε ένα ηλεκτρικό αριστούργημα με παραμορφωμένες κιθάρες, την φωνή του Plant να στριγγλίζει , όντας πιο επιθετική από ποτέ, και τα drums σε ένα πραγματικό καταιγισμό. Ωστόσο όλα τα κομμάτια του άλμπουμ είναι πραγματικά διαμάντια. Από τα καταιγιστικά “Rock n’ Roll”, “Black Dog” (…gonna make you sweat, gonna make you groove...), μέχρι το folklor “Battle Of Evermore” (με υπέροχο ντουέττο του Plant με την Αγγλίδα Sandy Denny και τα αιθέρια φωνητικά της και τον Jones στο μαντολίνο) όλες οι συνθέσεις στέκονται σε ασύγκριτα υψηλό επίπεδο, καθιερώνοντας το συγκεκριμένο άλμπουμ ως ένα από τα κορυφαία στην ιστορία της μουσικής.
Οι Zepps παρέδωσαν ένα αριστούργημα όμοιο του οποίου δύσκολα μπορεί να υπάρξει. Ακόμη και η δημιουργία άλλων άλμπουμ που έστω να πλησιάζουν το συγκεκριμένο φάνταζε δύσκολη! Ωστόσο οι Zeppelin στην συνέχεια δημιούργησαν τουλάχιστον δυο άλμπουμς σε πολύ υψηλό επίπεδο τα: “Houses of the Holy” (1973) (με καλύτερες στιγμές τo σκοτεινό “No Quarter” με τα παρανοϊκά φωνητικά του Plant, “The Song Remains The Same” και το γαλήνιο “Rain Song”) και “Physical Graffiti” (1975) (με τραγούδια ύμνους, όπως το ανατολίτικο “Kashmir” ή το “Hard Rock Rover”). Επίσης οι live δυνατότητες τους καταγράφονται στο live άλμπουμ “The Song Remains The Same” (κυκλοφόρησε το 1976) από live που έδωσαν οι Led Zeppelin στο Madison Square Garden (όπου συναντάμε μια εκπληκτική 14λεπτη εκτέλεση του “Whole Lotta Love” και μια 25λεπτη εκτέλεση του “Dazed And Confused”). Το συγκεκριμένο άλμπουμ αποτυπώνει την ατμόσφαιρα των live των Ζeppelin και πείθει με τον καλύτερο τρόπο για τις αυτοσχεδιαστικές δυνατότητές τους καθώς και για την σπάνια χημεία που είχαν καλλιεργήσει αυτοί οι 4 μουσικοί μεταξύ τους. Αυτά τα 3 άλμπουμ ενίσχυσαν ακόμη περισσότερο τον μύθο των Zeppelin αν και ίσως υστερούν κατά τι από τις προηγούμενες προσπάθειές τους. Να σημειώσουμε ότι το 1974 οι Zeppelin ίδρυσαν την δικιά τους εταιρεία με όνομα Swan Song στην οποία υπέγραψαν μερικά σημαντικά γκρουπ όπως οι Bad Company.
Κάπως έτσι τελείωσε το πρώτο μισό της δεκαετίας του ‘70 για τους Zepp. Ωστόσο το δεύτερο μισό της δεκαετίας κύλησε αρκετά επεισοδιακά και με πολλά δυσάρεστα γεγονότα. Στα τέλη του 1975 ο Plant και η γυναίκα του βρέθηκαν θύματα αυτοκινητιστικού δυστυχήματος. Ο Plant με δυσκολία κατάφερε να επιζήσει και τελικά να ανακάμψει. Το 1977 θανατηφόρος ιός προκαλεί το θάνατο του γιου του Plant με αποτέλεσμα την ακύρωση περιοδείας στις Ηνωμένες Πολιτείες. Το τελειωτικό χτύπημα για το group ήταν ο θάνατος του εκπληκτικού drummer Bonham έπειτα από υπερβολική κατάποση αλκοολ, που προκάλεσε τον θάνατο του από πνιγμό κατά την διάρκεια του ύπνου του. Ο Bonham, βασικότατο μέλος των Zeppelin, με το ογκώδες σταθερό παίξιμό του, εμπλουτισμένο με funk jazz επιρροές συνέβαλε τα μέγιστα στην διαμόρφωση του τόσο χαρακτηριστικού ήχου των Zeppelin. Ο θάνατός του σήμανε και το τέλος των Zeppelin, αφού οι υπόλοιποι ανακοίνωσαν την διάλυση του group λόγω του χαμού του αγαπημένου τους φίλου. Πολλοί ισχυρίζονται ότι το ενδιαφέρον του Page για την μαγεία, τον μυστικισμό και o θαυμασμός του για τον μάγο Aleister Crowley (είχε αγοράσει και ένα κάστρο που έμενε παλιά o Crowley) προκάλεσε τον θάνατο τόσο του γιου του Plant όσο και του Bonham. Όλα αυτά βέβαια είναι περισσότερο δεισιδαιμονίες, αλλά ενίσχυσαν ακόμη περισσότερο την μυστηριακή, αλλόκοτη φύση του συγκροτήματος.
Ωστόσο σε αυτό το μισό της δεκαετίας πρόλαβαν να εκδώσουν 3 ακόμη άλμπουμ που αν και υστερούσαν αρκέτα από τα προηγούμενα αριστουργήματά τους στεκόταν σε ικανοποιητικά επίπεδα. Τα άλμπουμ αυτά ήταν το “Presence” του 1976 με το επικό “Achille’s Last Stand” και επίσης το bluesy “Tea For One” (θυμίζει πολύ το “Since I ‘ve Been Loving You”), το “In Through The Out Door” (1979) από το οποίο ξεχώρισαν τα “In The Evening”, “Hot Dog” και “All My Love” καθώς και το “Coda” (του 1982) με ηχογραφήσεις, live και στούντιο, της περιόδου 1970-1978. Από τότε καμιά καινούρια studio κυκλοφορία δεν έγινε (με το όνομα Led Zeppelin). Οι 3 εναπομείναντες Zeppelin συνεργάστηκαν αρκετές φορές, με αποκορύφωμα την κορυφαία συνεργασία Plant-Page που το 1994 κυκλοφόρησαν ένα album με τίτλο “No Quarter” (με την συνεργασία folk μουσικών από την Αίγυπτο και το Μαρόκο καθώς και της συμφωνικής ορχήστρας του Λονδίνου). Εκτός από κλασσικά κομμάτια στο άλμπουμ βρίσκονται και 3 νέα κομμάτια πού έγραψαν οι Page-Plant. Ακολούθησε Unplugged περιοδεία για λογαριασμό του μουσικού καναλιού MTV. Η προσπάθεια στέφθηκε με μεγάλη επιτυχία, το αποτέλεσμα συγκλονιστικό, αλλά αντίστοιχη συνέχεια δεν υπήρξε… Η τελευταία δισκογραφική δουλειά των Page και Plant έγινε το 1997 (σε συνεργασία με τους μουσικούς Charlie Jones και Michael Lee ) με το “Walking In To Clarksdale” (που κυκλοφόρησε στις αρχές του 98) με όχι ανάλογη επιτυχία.
Οι Zeppelin σεβάστηκαν την ιστορία τους, αυτό είναι το μόνο σίγουρο. Αποχώρισαν όταν έπρεπε, όταν ήταν ακόμη στην κορυφή. Το γκρουπ κατάφερε να ξεχωρίσει, να ξεπεράσει τα όρια που επιβάλλουν φυσικοί κανόνες και νόμοι και έγινε θρύλος που θα σαγηνεύει και θα μαγεύει για πάντα. Αναμφίβολα οι Zeppelin ήταν καταραμένοι και ευλογημένοι ταυτόχρονα. Ίσως τελικά το μαγικό ραβδάκι του Crowley άγγιξε τους Zeppelin και τους έδωσε υπόσταση υπερφυσική ωστόσο το τίμημα της πορείας τους ήταν τόσο βαρύ...
...there’s a feeling I get
when i look to the west
and my spirit is crying for leaving...
Γιώργος Κάκαρης