Θανάσης Παπακωνσταντίνου
Ο Ελάχιστος Εαυτός
Όποια ανάλυση και να διαβάσεις για την τυπική ιδιοσυγκρασία του Έλληνα, θα καταλήξεις στο ίδιο συμπέρασμα: ράτσα ανατολίτικη με τα μάτια της στην Ευρώπη, ο Έλληνας δε μπορεί να καταλήξει αν θέλει να θεωρείται Μεσογειακός, Ευρωπαίος ή Ανατολίτης και, παγιδευμένος ανάμεσα στις τρεις του ταυτότητες, αποκτάει «ψυχολογικά». Παρόμοια διλήμματα φαίνεται πως αντιμετωπίζει και ο Θανάσης: τραγουδοποιός που ξεκίνησε βουτηγμένος μέσα στην ελληνική παράδοση ("Στην Ανδρομέδα Και Στη Γη"), χόρεψε με την ελληνική rock παράδοση, όταν εκείνη άρχισε να σπάει τα στεγανά του ιδιώματός της ("Βραχνός Προφήτης"), προσέγγισε την «αλλαγή» της Ευρώπης ("Η Βροχή Από Κάτω"), θυμήθηκε και τραγούδησε την ξενιτιά ("Διάφανος"), γύρισε στη μεταπολίτευση ("Σαμάνος") και φέτος... Φέτος, μη μπορώντας να καταλήξει σε ταυτότητα, ε, κάνει ψυχανάλυση...
Ο ελάχιστος εαυτός. Ο νοσταλγός της αρχής, ο γητευτής της ύπαρξης. Ο μόνος. Μετά τον (αδικημένο αλλά και αδικούντα) "Σαμάνο", όπου ο Σαββόπουλος ζόρισε την εκφραστικότητα του Θανάση, και παραμετά τον τελευταίο πραγματικά τεράστιο δίσκο του, τον "Διάφανο", δεν είναι τυχαίο πως τα πράγματα στοχεύουν και πάλι την τρυφερότητα του εσώτερου Θανάση. Στον "Ελάχιστο Εαυτό" η σκοτεινιά είναι παχιά και πρόδηλη, καθώς η παραγωγή του Φώτη Σιώτα είναι πιο κλινική και πιο ψυχρή από τις παλαιότερες, ενώ η φωνή του Ορφέα Περίδη προσθέτει στα κομμάτια που τραγουδά κάτι από το σπαραξικάρδιο της αβεβαιότητας της χαμένης ταυτότητας του Έλληνα. Ο εαυτός ίσως είναι ελάχιστος, επειδή ο Θανάσης λοξοδρομεί, απομακρύνεται από τις αγαπημένες του ελληνικές ρίζες και περιηγείται και πάλι στα ανάκτορα των ευρωπαϊκών αναφορών του, μειώνοντας τα μπουζούκια και τους αμανέδες που αγαπήσαμε στο παρελθόν και δίνοντας βάση στις πιο ambient στιγμές, την κιθάρα και τα πνευστά. Δε θέλει να κάτσει εδώ, φαίνεται να τον κούρασε αυτή η τόσο περιοριστική ελληνική πραγματικότητα και αφήνεται, βάζει πλώρη για έξω, προς αναζήτηση της ελπίδας. Και στο ταξίδι κάθεται στην κουπαστή και κοιτάει την Ελλάδα, καθώς αυτή χάνεται στο βάθος, μέσα στην ομίχλη ενός μέλλοντος ανύπαρκτου.
Στιχουργικά, εξακολουθεί να παραμένει μεγάλος, τεράστιος. Γράφει και τραγουδά μεστά, απλά, σώζοντας λέξεις και φράσεις της ελληνικής παράδοσης, που ναι, πρέπει να ανοίξεις λεξικό, καθώς ο γούγλης δεν τις γνωρίζει, έλειπε στο μάθημα. Πρέπει να ρωτήσεις τις γιαγιάδες του χωριού, τα μαστόρια της οικοδομής, τις σταχομαζώχτρες. Ο στιχουργός Θανάσης εξακολουθεί να ηγείται της γενιάς του, αλλά και της νεότερης γενιάς, γιατί ενώ είναι στο πηγάδι της ύπαρξής του, δε γρατζουνάει τους τοίχους αυτοοικτιρόμενος, αλλά κοιτάει έξω, στο φως. Και ελπίζει, κλαίγοντας, πως όλα καλύτερα θα γίνουν, σε ένα μέλλον άστοχο αλλά και πιθανό. Φοβάται, χωρίς να δειλιάζει και ανησυχεί, χωρίς να παραιτείται. Είναι μελαγχολικός χωρίς να είναι κλαψ^$#@νης και γράφει στίχους που ένα βράδυ που θα έχεις πιει θα τους σιγοτραγουδήσεις στο δρόμο για το σπίτι. Γράφει λαϊκούς ρεμπέτικους στίχους, στίχους παραμυθά και ονειροκρίτη (άλλη μια φορά ο άυλος κόσμος αποτελεί την κύρια θεματική του), την εποχή του internet. Πώς τα καταφέρνει ούτε ξέρω. Αλλά το ξανακάνει.
Το "San Michele" είναι ένα έπος από τα παλιά, την ίδια ώρα που η (παρεξηγημένη ήδη, αλλά αγαπημένη μου) "Ανταρκτική" είναι από τα πιο rock κομμάτια που έχει γράψει. Το "Σαν Παιδί" θα ήταν εύκολα «άγρυπνο» και το "Του Έρωτα Και Του Θανάτου" θαρρείς πως γράφτηκε σε γαμοτράπεζο στην Ήπειρο. Το "Σιμούν" θα το τραγουδάτε μέχρι να κλείσει η φωνή σας στην επόμενη συναυλία και η "Ομίχλη" είναι για νυχτερινή οδήγηση. Το "Ερώτηση Κρίσεως" θα γίνει αγαπημένο της ευρύτερης αριστεράς και θα έπρεπε να είχε μπει στο τέλος, μιας και χαλάει τη ροή του δίσκου, όταν στα "Τραγούδια Που Έγραψα" ο Θανάσης εξομολογείται πως «δε θέλει να ανάβουν αναπτήρες» με τα τραγούδια του, αλλά «να ανοίγουνε κρατήρες» - κομμάτι προσωπικό, απολογητικό, που εκτιμώ πως και αυτό θα αγαπηθεί επίσης πολύ...
Στον "Ελάχιστο Εαυτό" ο Θανάσης παραδίδει άλλο ένα μεγαλειώδες κεφάλαιο στη διαμόρφωση της προσωπικής του δισκογραφίας αλλά και της σύγχρονης ελληνικής rock παράδοσης, με ελληνική ψυχή και ρεμπέτικη αλητεία. Μπορεί τώρα στα δύσκολα του ΔΝΤ να λιγοψύχησε και να έβαλε πάλι την ευρωπαϊκή του μάσκα, αφήνοντας το μπουζουκάκι του πίσω στην κακομοίρα πατρίδα, αλλά και σε αυτό το πεδίο δείχνει πως τα καταφέρνει περίφημα, δίνοντας ένα «ελάχιστο» μέγιστο εαυτό. Όσοι τον αγαπάτε, τον έχετε ήδη. Οι υπόλοιποι δώστε μια ευκαιρία στον κορυφαίο Έλληνα σύγχρονο δημιουργό να σας ψυχαναλύσει, καθώς...
«Και τα παρτάλια οι σκέψεις μας, πειρατική σημαία. Όλα στραβά γινήκανε και όλα είναι ωραία...»