Pink Floyd

The Division Bell

EMI / Columbia (1994)
Από τον Κώστα Σακκαλή, 11/08/2014
Οι Pink Floyd χωρίς τον Roger Waters δείχνουν πώς μπορούν να παραμείνουν ένα από τα πιο βαριά ονόματα στην Ιστορία του rock
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;
Από όλους τους δίσκους των Pink Floyd αυτός που τελευταία βρίσκεται περισσότερο στην επικαιρότητα είναι το "Division Bell". Όχι χωρίς αιτία. Από τη μία η συμπλήρωση των 20 ετών από την κυκλοφορία του και από την άλλη η είδηση του αναμενόμενου νέου (και τελευταίου) δίσκου των Pink Floyd που θα αποτελείται από αχρησιμοποίητα jams αυτής ακριβώς της εποχής, έχει φέρει ξανά στο προσκήνιο την πιο πρόσφατη μέχρι τώρα δουλειά του συγκροτήματος. Πέρα όμως από την επικαιρότητα, κοιτώντας με ψύχραιμη ματιά πίσω, μπορούμε αλήθεια να εντοπίσουμε την πραγματική αξία του "Division Bell";

Για να το κάνουμε αυτό, σίγουρα θα πρέπει να ρίξουμε μια ματιά και στα ενδότερα του συγκροτήματος, του οποίου οι εσωτερικές ισορροπίες πάντοτε έπαιζαν μεγάλο ρόλο στο αποτέλεσμα. Το 1994 βρίσκει τους Pink Floyd ως τριάδα με απόντα φυσικά τον Roger Waters, αλλά με σημαντική επιστροφή αυτή του Rick Wright ως πλήρους μέλους. Σημαντικότερα, όμως, τους βρίσκει απαλλαγμένους από προστριβές τόσο μεταξύ τους όσο και στη πολύχρονη διαμάχη τους με τον Waters σχετικά με την ιδιοκτησία και την χρήση του ονόματος. Και μόνο αυτά τα δύο γεγονότα διαμορφώνουν τις ιδανικότερες συνθήκες που είχαν για ηχογραφήσεις από την εποχή πριν το "The Wall". Φυσικά υπάρχει μία μεγάλη αλλαγή. Απόντος του Waters και με τον Wright να επανακάμπτει μεν, αλλά μετά από μεγάλο διάστημα μακριά από τους υπόλοιπους, αδιαμφισβήτητος ηγέτης του συγκροτήματος είναι ο Gilmour. Κι αν αυτό το έδειξε σχετικά σε επαγγελματικό επίπεδο, φάνηκε αμέσως σε ηχητικό. Ο ήχος είναι κάτι που επίσης διαμορφώνεται υπό καλές συνθήκες. Η αποφράδα για τους «παλιοροκάδες» δεκαετία του '80 είχε περάσει ανεπιστρεπτί, τα synthesizers και τα ηλεκτρονικά εφέ της κιθάρας ήταν πλέον εκτός μόδας και η απαξίωση για καθετί «κλασικό» είχε κοπάσει. Ακόμα και στην προσωπική ζωή τους είχαν βρει ηρεμία προσθέτοντας και αυτό στις  διαμορφούμενες «ιδανικές συνθήκες». Τα πάντα προϊδέαζαν για μία μεγάλη επιστροφή.

Εν μέρει αυτό συνέβη. Παρότι το "Division Bell" έχει περισσότερες ομοιότητες με το "A Momentary Lapse Of Reason" είναι σαφές ότι κοιτάει προς τα πίσω, προς τις πλατινένιες στιγμές τις ιστορίας των Pink Floyd και δίσκους όπως το "Dark Side Of The Moon", το "Wish You Were Here" και το "Animals". Σε αυτό συνεισφέρει σημαντικά ο τρόπος ηχογράφησης και σύνθεσης όπου η τριάδα μπαίνει μαζί στο στούντιο για να αυτοσχεδιάσει και μαζί με τον Guy Pratt διαμορφώνουν πολλές από τις ιδέες που ήδη υπήρχαν. Σε συνθετικό επίπεδο ο Gilmour φυσικά κυριαρχεί αλλά σημαντική είναι η συνεισφορά και του Wright παίρνοντας μάλιστα τόσο συνθετικά credits όσα είχε να πάρει από την εποχή του "Obscured By Clouds". Η βοήθεια της Polly Samson, συζύγου του Gilmour είναι επίσης σημαντική στο πεδίο που ο Waters ήταν πραγματικά ασυναγώνιστος σε σχέση με τους υπόλοιπους, τον στίχο, αλλά σε αντίθεση με την προηγούμενη δουλειά τους η βοήθεια από τρίτους περιορίζεται στο ελάχιστο (όχι και στο μηδέν όμως).

Η έναρξη του δίσκου γίνεται στα γνώριμα πρότυπα του ενός ορχηστρικού, κατάτι ψυχεδελικού, εν πολλοίς ατμοσφαιρικού αλλά εν τέλει απλώς εισαγωγικού τραγουδιού που έχει την ονομασία "Cluster One". Είναι ένα από αυτά τα τραγούδια που η αξία τους παραδόξως εξαρτάται από την ποιότητα του υπόλοιπου δίσκου ή έστω του τραγουδιού που ακολουθεί. Έτσι, είναι η είσοδος του "What Do You Want From Me" που ανεβάζει και το "Cluster One". Με μία κλασική και οικία όσο και πολύ επιθυμητή κιθάρα από τον Gilmour, το τραγούδι στηρίζεται πάνω στο ρυθμό που στρώνουν τα drums του Mason και το hammond του Wright, σε ένα bluesy στυλ που με τη συνοδεία των γυναικείων φωνητικών λαμβάνει και κάποιες επικές διαστάσεις. Είναι ήδη ένα τραγούδι που το "Momentary Lapse Of Reason" θα ζήλευε, ήδη ικανό να σηκώσει τις τρίχες των οπαδών των Pink Floyd, παρόλα αυτά η πρώτη πραγματικά μεγάλη στιγμή του δίσκου (όσο και υποτιμημένη στη διάρκεια των χρόνων) έρχεται στη συνέχεια με το "Poles Apart". Με μία ακουστική βάση, απρόσμενες αλλαγές στη φωνητική μελωδία, ένα ορχηστρικό (με την έννοια της ορχήστρας εγχόρδων) μέσο μέρος και κυρίως ένα πανέμορφο, απολύτως Gilmourικό solo από αυτά που είναι σήμα κατατεθέν του. Προστιθέμενη αξία οι απλοί αλλά εύστοχοι στίχοι που απευθύνονται από τη μία στον Syd Barrett και από την άλλη στον Roger Waters και το πώς κατέληξαν να είναι... poles apart.

Η κιθάρα του Gilmour κυριαρχεί απολύτως και στο επόμενο instrumental "Marooned" που χάρισε μεν στους Pink Floyd ένα Grammy αλλά στην πραγματικότητα είναι κάτι που ο συγκεκριμένος κιθαρίστας έχει για πρωινό με ό,τι καλό και κακό μπορεί να σημαίνει αυτό. Ομοίως και στο "A Great Day For Freedom", ένα παρομοίως κιθαριστικό τραγούδι με στίχους γεμάτους πίκρα για τις πολιτικές αλλαγές στο Ανατολικό μπλοκ που δεν ήρθαν, οι Pink Floyd δεν κάνουν τίποτα παραπάνω αλλά και τίποτα λιγότερο από αυτό που ξέρουν να κάνουν καλά. Αντίθετα, το "Wearing The Inside Out" παρότι δεν έχει έντονη παρουσία πλήκτρων είναι πολύ ενδεικτικό της συνθετικής αντίληψης του Wright στο οποίο εξάλλου τραγουδάει και δίνει την ευκαιρία στον Gilmour για ένα ακόμα περίφημο solo στο φινάλε του.

Η δεύτερη πλευρά του βινυλίου είναι κλιμακούμενα πιο ενδιαφέρουσα από την πρώτη και (πλην του "Poles Apart") εδώ βρίσκονται και οι πιο σημαντικές στιγμές του "The Division Bell" ξεκινώντας με το πιο «μη χαρακτηριστικό» τραγούδι του δίσκου. Το "Take It Back" με μία περίεργα ανεβαστική διάθεση και ένα funky ρυθμό στην «πειραγμένη» κιθάρα του δείχνει πολύ πετυχημένα μία εναλλακτική κατεύθυνση που θα μπορούσαν να είχαν ακολουθήσει οι νεότεροι Floyd. Το "Coming Back To Life" μας επαναφέρει σε ένα κατά Pink Floyd ακουστικό blues μέχρις ότου τα φωνητικά του Gilmour, ίσως στην καλύτερη ερμηνεία του στον δίσκο, μας οδηγήσουν σε ένα πιο ρυθμικό μέρος το οποίο θα ήταν ασύγκριτα καλύτερο αν η παραγωγή δεν είχε αλλοιώσει τόσο τον ήχο των drums θυμίζοντάς μας ότι η δεκαετία του '80 δεν ήταν και τόσο μακριά. Στο "Keep Talking" κυριαρχούν τα σε στυλ ερώτησης-απάντησης φωνητικά του Gilmour με τις backing singers, ενώ ακούγεται και ο γνωστός φυσικός Stephen Hawking που προστίθεται στο wah wah της κιθάρας και διαμορφώνει το κλίμα σε πιο διαστημικές περιοχές. Λίγο πριν το τέλος, το "Lost For Words" παρουσιάζει τον Gilmour σχεδόν σαν singer-songwriter.

Φυσικά, όπως πλέον είναι γνωστό, το καλύτερο μας το φύλαγαν για το τέλος. Το τραγούδι που μπορεί να κοιτάξει στα μάτια το παρελθόν των Pink Floyd κλείνει τον δίσκο και πρόκειται φυσικά για το "High Hopes". Από το εύρημα των εισαγωγικών καμπάνων στους ποιητικούς στίχους και από τη σχετικά μινιμαλιστική ενορχήστρωση μέχρι την προσεγμένη χρήση ορχήστρας για επιπλέον λυρισμό και φυσικά το once in a lifetime (για άλλους) several in a lifetime (για τον Gilmour) solo, το "High Hopes" φωνάζει ΕΜΠΝΕΥΣΗ σε κάθε του δευτερόλεπτο. Από τα σπλάχνα του προέκυψε και ο τίτλος του δίσκου, ενώ ως τελευταίο τραγούδι του "Division Bell" δεν θα ήταν απλώς ένα ταιριαστό ποιοτικά φινάλε στην ιστορία των Pink Floyd αλλά πολύ συμβολικά θα έκλεινε και με τους στίχους «forever and ever» ως τα τελευταία λόγια που ακούσαμε από αυτούς. Όλα αυτά πριν ανακοινωθεί το "Endless River" νωρίτερα μέσα στη χρονιά.

Μπορεί να ακούγεται απλό σα συμπέρασμα και προφανές αλλά στην ουσία του δεν είναι: Η αξία του "Division Bell" είναι ότι είναι οι Pink Floyd χωρίς τον Roger Waters. Τι σημαίνει αυτό; Λαμβάνοντας φυσικά υπόψη και την εποχή που ηχογραφήθηκε, ουσιαστικά υπάρχει μία αντιστοιχία στο πώς η φυγή του Waters ανάγκασε τους υπόλοιπους και κυρίως τον Gilmour που de facto έλαβε ηγετική θέση, να αντιδράσουν λίγο ως πολύ όπως παλιότερα ο Waters αντέδρασε με τη φυγή του Barrett. Δεν συμβαίνει συχνά, σίγουρα όχι σε τόσο μεγάλα συγκροτήματα, να χάνουν δύο φορές στην πορεία τους τον βασικό τους συνθέτη και να αναγκάζονται να βρουν εκ των έσω το νέο τους ύφος, πιστό στην ιστορία τους αλλά προσαρμοσμένο στο παρόν. Όταν μάλιστα στην πορεία αυτή καταφέρνουν να ηχογραφήσουν και έναν δίσκο που κάνει πολύ περισσότερα από το να στέκεται αξιοπρεπώς στη δισκογραφία τους, έναν δίσκο που άνδρωσε νέες γενιές ακροατών και γέννησε αγαπημένες στιγμές, τότε πρέπει να νιώθουμε ευλογημένοι.
  • SHARE
  • TWEET