Van Halen
A Different Kind Of Truth
Interscope (2012)
Από τον Χρυσόστομο Μπάρμπα, 13/02/2012
Οι κλασικές αξίες παραμένουν αναλλοίωτες στον χρόνο. Συμφωνείτε ή διαφωνείτε; Όπως και να ‘χει, ο κύριος Eddie Van Halen κάτι τέτοιο πρέπει να είχε στο μυαλό του όταν αποφάσισε να μετουσιώσει την επανένωση των Van Halen με τον πρώτο -και καλύτερο κατά πολλούς- τραγουδιστή τους, David Lee Roth, σε ένα νέο άλμπουμ. Μία τέτοια κίνηση δεν θα αποτελούσε και μεγάλη έκπληξη, εάν δεν επρόκειτο για το συγκεκριμένο συγκρότημα. Οι Van Halen δεν είχαν κυκλοφορήσει τίποτα καινούριο εδώ και δεκατέσσερα ολόκληρα χρόνια και είχαν να συνεργαστούν δισκογραφικά με τον Roth το διπλάσιο χρονικό διάστημα. Δεν τους λες και ιδιαίτερα δισκογραφικά δραστήριους τα τελευταία χρόνια είναι η αλήθεια.
Η επιστροφή του David Lee Roth στο σχήμα έγινε στα τέλη του 2006, προς τέρψη πολλών οπαδών, και όπως ήταν αναμενόμενο οδήγησε τους Van Halen σε περιοδεία. Αυτή διήρκησε κάποιους μήνες και τελείωσε το καλοκαίρι του 2008, εν μέσω έντονης φημολογίας, η οποία ήθελε τον Eddie Van Halen να αναγκάζεται να τελειώσει άρον-άρον την περιοδεία για να μπει σε κέντρο απεξάρτησης απ’ το αλκοόλ. Έτσι, εκείνη την περίοδο, το μέλλον δεν έμοιαζε και τόσο λαμπρό για τη μπάντα, πόσο μάλλον για κάποιο νέο δίσκο. Το 2010 όμως, έγινε γνωστό πως ο Roth βρισκόταν στο στούντιο μαζί με τους αδερφούς Van Halen και τον γιο του Eddie, Wolfgang, ηχογραφώντας κάτι καινούριο. Αυτή η είδηση, όπως ήταν φυσικό, έκανε πολλούς οπαδούς του συγκροτήματος να μετράνε αντίστροφα τις μέρες για την κυκλοφορία του πρώτου άλμπουμ τους μετά από τόσα χρόνια, στο οποίο θα ήταν μάλιστα ο Roth πίσω απ’ το μικρόφωνο. Υπήρχε όμως και η αντίπερα όχθη. Δεν ήταν λίγοι αυτοί που είχαν ξεγράψει -όχι κι άδικα- τους βετεράνους rockers απ’ το προσκήνιο, καθώς η τόσο μεγάλη δισκογραφική απουσία από τα μουσικά δρώμενα είναι ικανή να σε βγάλει από μόνη της έξω απ’ το παιχνίδι. Έτσι, οι Van Halen είχαν να αντιμετωπίσουν δύο τρομερά δύσκολα κοινά (sic) με την επερχόμενή τους κυκλοφορία. Το μεν είχε ιδιαίτερα υψηλές προσδοκίες και το δε ήταν ικανό να τους διαγράψει πριν καν να δώσει έστω μια ευκαιρία στο άλμπουμ.
Ο καιρός πέρασε, οι ηχογραφήσεις ολοκληρώθηκαν και το "A Different Kind Of Truth" πήρε την τελική του μορφή. Η ίδια η μπάντα το χαρακτήρισε αρχικά ως «συνεργασία με το παρελθόν» και ο Roth ήρθε να ξεκαθαρίσει αυτή τη δήλωση, διευκρινίζοντας πως μεγάλο μέρος του δίσκου προέρχεται από demo, ιδέες, στίχους και μουσική που δημιούργησε ο ίδιος με τον Eddie την τριετία '75, '76, '77. Αυτό, ομολογώ πως με ξένισε λίγο, καθώς το αναμάσημα παλιών ιδεών για ένα συγκρότημα που επιθυμεί να κάνει ένα δυνατό comeback, ικανό να το επαναφέρει στο προσκήνιο, δεν ήμουν βέβαιος αν θα ήταν και η σοφότερη των κινήσεων. Από την άλλη, βέβαια, οι Van Halen δεν είναι σε καμία περίπτωση οι μόνοι στον κόσμο που το κάνουν αυτό. Υπάρχουν αναμφίβολα πολλές μπάντες εκεί έξω που κάνουν ολόκληρους δίσκους από τα «απομεινάρια» των προηγουμένων τους και τα λανσάρουν ως φρέσκο υλικό. Οι Van Halen απλά έπραξαν έξυπνα, προλαβαίνοντας τυχών καλοθελητές που τους την είχαν στημένη στη γωνία, με τα demo «ανά χείρας».
Έχοντας αυτή τη σκέψη στο μυαλό λοιπόν, πίστευα πως το πρώτο δείγμα που θα δινόταν στη δημοσιότητα από το "A Different Kind Of Truth" θα ήταν αντιπροσωπευτικό της γενικότερης ποιότητάς του. Αυτό το δείγμα έμελε να είναι το πρώτο single και βίντεο κλιπ του δίσκου, "Tattoo". Οι πρώτες εντυπώσεις δεν ήταν ιδιαίτερα θετικές. Βασισμένο στο ακυκλοφόρητο κομμάτι "Down In Flames", το "Tattoo" δεν είναι ικανό να εντυπωσιάσει τον ακροατή, όπως θα περίμενε κανείς από το πρώτο single και εναρκτήριο τραγούδι ενός δίσκου. Η όλη αίσθηση ήταν πως επρόκειτο για κάτι μέτριο και άγευστο. Το μόνο που έμενε τώρα ήταν να διαπιστωθεί εάν αυτή η αίσθηση θα κυριαρχούσε και στο σύνολο του άλμπουμ. Μετά τις πρώτες ακροάσεις όμως, γρήγορα βρήκα τον εαυτό μου να απαριθμά αρκετά κομμάτια που θα ήταν πολύ πιο επιτυχημένη και δίκαιη ως προς την ποιότητα του δίσκου επιλογή για πρώτο single.
Εάν ξεφύγει όμως κανείς από αυτή τη λογική, θα βρεθεί αντιμέτωπος με ένα πολύ διασκεδαστικό σύνολο κομματιών, πάνω στα οποία τα μέλη του συγκροτήματος δείχνουν να έχουν δουλέψει με αρκετό μεράκι. Οι Alex και Wolfgang Van Halen αποτελούν ένα στιβαρότατο rhythm section, ενώ ο Eddie με τον Diamond David παλεύουν για το ποιος θα κερδίσει εντέλει τις εντυπώσεις, με αποτέλεσμα κι οι δύο να ‘ναι εξαιρετικοί. Οι Van Halen, εν έτει 2012, έχουν κυκλοφορήσει έναν δίσκο απ’ τα παλιά, προσαρμοσμένο στο σήμερα. Έναν δίσκο που περιέχει μερικές άκρως ανεβαστικές στιγμές ("The Trouble With Never", "She’s The Woman", "You And Your Blues") και μερικά διαμαντάκια ("China Town", "As Is") που είναι ικανά να ενθουσιάσουν ακόμα και τον πιο δύσπιστο απέναντι στο συγκεκριμένο project. Επίσης, στο "A Different Kind Of Truth" μπορεί κανείς να βρει τραγούδια κάπως πιο βαριά απ’ τα υπόλοιπα, όπως τα "Honeybabysweetiedoll" και "Bullethead", αλλά και τραγούδια με λίγο πιο pop προσανατολισμό όπως το "Blood And Fire" και το "Tattoo".
Όλα αυτά έχουν δουλευτεί άψογα στην παραγωγή, σε βαθμό που δεν μπορώ να φανταστώ πώς αλλιώς θα μπορούσαν να ακούγονται οι «σύγχρονοι» Van Halen. Οφείλω να ομολογήσω, βέβαια, πως αρχικά δεν ήμουν ιδιαίτερα αισιόδοξος για το συγκεκριμένο πεδίο, αφού είχε ανακοινωθεί πως, εκτός απ’ το ίδιο το συγκρότημα, υπεύθυνος στα θέματα της κονσόλας θα ήταν και ο John Shanks. Ο συγκεκριμένος έγινε αρκετά γνωστός στις ΗΠΑ, συνεργαζόμενος με καλλιτέχνες όπως οι Bon Jovi, Sheryl Crow, Fleetwood Mac και Jane’s Addiction αλλά και με ονόματα όπως οι Backstreet Boys, Miley Cyrus, Hilary Duff και ...Lindsay Lohan. Με λίγα λόγια, όχι και ο καταλληλότερος -στα χαρτιά- για να αναλάβει τον κρίσιμο αυτό τομέα σε έναν δίσκο των Van Halen. Παρ’ όλα αυτά, ο Shanks δεν φαίνεται τελικά να βρίσκεται έξω απ’ τα νερά του, κάνοντας ακριβώς τη δουλειά που έπρεπε, δηλαδή να εκμοντερνίσει μέχρι κάποιο σημείο το πρωτογενές υλικό.
Οι Van Halen, λοιπόν, επέστρεψαν με το "A Different Kind Of Truth", όχι για να αλλάξουν τον ρου της σύγχρονης μουσικής ιστορίας, αλλά όχι και για να γραφτούν στις μαύρες σελίδες της. Επιχείρησαν να χρησιμοποιήσουν το παρελθόν για να «αναστηθούν» στο παρόν και τα κατάφεραν. Δημιούργησαν ένα ιδιαίτερα up-beat σύνολο τραγουδιών και έναν δίσκο που πιστεύω θα ευχαριστηθούν τόσο οι οπαδοί της μπάντας όσο και ο υπόλοιπος μουσικόφιλος κόσμος.
Η επιστροφή του David Lee Roth στο σχήμα έγινε στα τέλη του 2006, προς τέρψη πολλών οπαδών, και όπως ήταν αναμενόμενο οδήγησε τους Van Halen σε περιοδεία. Αυτή διήρκησε κάποιους μήνες και τελείωσε το καλοκαίρι του 2008, εν μέσω έντονης φημολογίας, η οποία ήθελε τον Eddie Van Halen να αναγκάζεται να τελειώσει άρον-άρον την περιοδεία για να μπει σε κέντρο απεξάρτησης απ’ το αλκοόλ. Έτσι, εκείνη την περίοδο, το μέλλον δεν έμοιαζε και τόσο λαμπρό για τη μπάντα, πόσο μάλλον για κάποιο νέο δίσκο. Το 2010 όμως, έγινε γνωστό πως ο Roth βρισκόταν στο στούντιο μαζί με τους αδερφούς Van Halen και τον γιο του Eddie, Wolfgang, ηχογραφώντας κάτι καινούριο. Αυτή η είδηση, όπως ήταν φυσικό, έκανε πολλούς οπαδούς του συγκροτήματος να μετράνε αντίστροφα τις μέρες για την κυκλοφορία του πρώτου άλμπουμ τους μετά από τόσα χρόνια, στο οποίο θα ήταν μάλιστα ο Roth πίσω απ’ το μικρόφωνο. Υπήρχε όμως και η αντίπερα όχθη. Δεν ήταν λίγοι αυτοί που είχαν ξεγράψει -όχι κι άδικα- τους βετεράνους rockers απ’ το προσκήνιο, καθώς η τόσο μεγάλη δισκογραφική απουσία από τα μουσικά δρώμενα είναι ικανή να σε βγάλει από μόνη της έξω απ’ το παιχνίδι. Έτσι, οι Van Halen είχαν να αντιμετωπίσουν δύο τρομερά δύσκολα κοινά (sic) με την επερχόμενή τους κυκλοφορία. Το μεν είχε ιδιαίτερα υψηλές προσδοκίες και το δε ήταν ικανό να τους διαγράψει πριν καν να δώσει έστω μια ευκαιρία στο άλμπουμ.
Ο καιρός πέρασε, οι ηχογραφήσεις ολοκληρώθηκαν και το "A Different Kind Of Truth" πήρε την τελική του μορφή. Η ίδια η μπάντα το χαρακτήρισε αρχικά ως «συνεργασία με το παρελθόν» και ο Roth ήρθε να ξεκαθαρίσει αυτή τη δήλωση, διευκρινίζοντας πως μεγάλο μέρος του δίσκου προέρχεται από demo, ιδέες, στίχους και μουσική που δημιούργησε ο ίδιος με τον Eddie την τριετία '75, '76, '77. Αυτό, ομολογώ πως με ξένισε λίγο, καθώς το αναμάσημα παλιών ιδεών για ένα συγκρότημα που επιθυμεί να κάνει ένα δυνατό comeback, ικανό να το επαναφέρει στο προσκήνιο, δεν ήμουν βέβαιος αν θα ήταν και η σοφότερη των κινήσεων. Από την άλλη, βέβαια, οι Van Halen δεν είναι σε καμία περίπτωση οι μόνοι στον κόσμο που το κάνουν αυτό. Υπάρχουν αναμφίβολα πολλές μπάντες εκεί έξω που κάνουν ολόκληρους δίσκους από τα «απομεινάρια» των προηγουμένων τους και τα λανσάρουν ως φρέσκο υλικό. Οι Van Halen απλά έπραξαν έξυπνα, προλαβαίνοντας τυχών καλοθελητές που τους την είχαν στημένη στη γωνία, με τα demo «ανά χείρας».
Έχοντας αυτή τη σκέψη στο μυαλό λοιπόν, πίστευα πως το πρώτο δείγμα που θα δινόταν στη δημοσιότητα από το "A Different Kind Of Truth" θα ήταν αντιπροσωπευτικό της γενικότερης ποιότητάς του. Αυτό το δείγμα έμελε να είναι το πρώτο single και βίντεο κλιπ του δίσκου, "Tattoo". Οι πρώτες εντυπώσεις δεν ήταν ιδιαίτερα θετικές. Βασισμένο στο ακυκλοφόρητο κομμάτι "Down In Flames", το "Tattoo" δεν είναι ικανό να εντυπωσιάσει τον ακροατή, όπως θα περίμενε κανείς από το πρώτο single και εναρκτήριο τραγούδι ενός δίσκου. Η όλη αίσθηση ήταν πως επρόκειτο για κάτι μέτριο και άγευστο. Το μόνο που έμενε τώρα ήταν να διαπιστωθεί εάν αυτή η αίσθηση θα κυριαρχούσε και στο σύνολο του άλμπουμ. Μετά τις πρώτες ακροάσεις όμως, γρήγορα βρήκα τον εαυτό μου να απαριθμά αρκετά κομμάτια που θα ήταν πολύ πιο επιτυχημένη και δίκαιη ως προς την ποιότητα του δίσκου επιλογή για πρώτο single.
Εάν ξεφύγει όμως κανείς από αυτή τη λογική, θα βρεθεί αντιμέτωπος με ένα πολύ διασκεδαστικό σύνολο κομματιών, πάνω στα οποία τα μέλη του συγκροτήματος δείχνουν να έχουν δουλέψει με αρκετό μεράκι. Οι Alex και Wolfgang Van Halen αποτελούν ένα στιβαρότατο rhythm section, ενώ ο Eddie με τον Diamond David παλεύουν για το ποιος θα κερδίσει εντέλει τις εντυπώσεις, με αποτέλεσμα κι οι δύο να ‘ναι εξαιρετικοί. Οι Van Halen, εν έτει 2012, έχουν κυκλοφορήσει έναν δίσκο απ’ τα παλιά, προσαρμοσμένο στο σήμερα. Έναν δίσκο που περιέχει μερικές άκρως ανεβαστικές στιγμές ("The Trouble With Never", "She’s The Woman", "You And Your Blues") και μερικά διαμαντάκια ("China Town", "As Is") που είναι ικανά να ενθουσιάσουν ακόμα και τον πιο δύσπιστο απέναντι στο συγκεκριμένο project. Επίσης, στο "A Different Kind Of Truth" μπορεί κανείς να βρει τραγούδια κάπως πιο βαριά απ’ τα υπόλοιπα, όπως τα "Honeybabysweetiedoll" και "Bullethead", αλλά και τραγούδια με λίγο πιο pop προσανατολισμό όπως το "Blood And Fire" και το "Tattoo".
Όλα αυτά έχουν δουλευτεί άψογα στην παραγωγή, σε βαθμό που δεν μπορώ να φανταστώ πώς αλλιώς θα μπορούσαν να ακούγονται οι «σύγχρονοι» Van Halen. Οφείλω να ομολογήσω, βέβαια, πως αρχικά δεν ήμουν ιδιαίτερα αισιόδοξος για το συγκεκριμένο πεδίο, αφού είχε ανακοινωθεί πως, εκτός απ’ το ίδιο το συγκρότημα, υπεύθυνος στα θέματα της κονσόλας θα ήταν και ο John Shanks. Ο συγκεκριμένος έγινε αρκετά γνωστός στις ΗΠΑ, συνεργαζόμενος με καλλιτέχνες όπως οι Bon Jovi, Sheryl Crow, Fleetwood Mac και Jane’s Addiction αλλά και με ονόματα όπως οι Backstreet Boys, Miley Cyrus, Hilary Duff και ...Lindsay Lohan. Με λίγα λόγια, όχι και ο καταλληλότερος -στα χαρτιά- για να αναλάβει τον κρίσιμο αυτό τομέα σε έναν δίσκο των Van Halen. Παρ’ όλα αυτά, ο Shanks δεν φαίνεται τελικά να βρίσκεται έξω απ’ τα νερά του, κάνοντας ακριβώς τη δουλειά που έπρεπε, δηλαδή να εκμοντερνίσει μέχρι κάποιο σημείο το πρωτογενές υλικό.
Οι Van Halen, λοιπόν, επέστρεψαν με το "A Different Kind Of Truth", όχι για να αλλάξουν τον ρου της σύγχρονης μουσικής ιστορίας, αλλά όχι και για να γραφτούν στις μαύρες σελίδες της. Επιχείρησαν να χρησιμοποιήσουν το παρελθόν για να «αναστηθούν» στο παρόν και τα κατάφεραν. Δημιούργησαν ένα ιδιαίτερα up-beat σύνολο τραγουδιών και έναν δίσκο που πιστεύω θα ευχαριστηθούν τόσο οι οπαδοί της μπάντας όσο και ο υπόλοιπος μουσικόφιλος κόσμος.