Them Crooked Vultures
Them Crooked Vultures
Sony Music (2009)
Από τον Πάνο Παπάζογλου, 03/12/2009
Και εκεί που η «συνήθεια» των επανασυνδέσεων, μεγάλων ή όχι και τόσο μεγάλων συγκροτημάτων καλά κρατεί, επανέρχονται στο προσκήνιο και τα supergroup, όπως φαίνεται. Οι φήμες λοιπόν για τη δημιουργία των Them Crooked Vultures εδώ και καιρό, έρχονται να επισημοποιηθούν μετά από μερικές ζωντανές εμφανίσεις και με το πρώτο, ομότιτλο άλμπουμ τους. Οι Dave Grohl (Foo Fighters), Josh Homme (Queens Of The Stone Age) και ο ημίθεος John Paul Jones (Led Zeppelin) καθώς και ο μουσικός τύπος, δημιούργησαν εντυπώσεις και προσδοκίες πριν παραδώσουν το εν λόγω ντεμπούτο τους. Άραγε αυτές οι προσδοκίες βρίσκουν ανταπόκριση μέσα από τα δεκατρία κομμάτια του άλμπουμ;
Καταρχάς η κινητήρια δύναμη όπως φαίνεται εξαρχής, είναι ο Josh Homme, ο οποίος όχι μονάχα αναλαμβάνει τα κύρια φωνητικά, αλλά και συνθετικά πλησιάζει αρκετά την αισθητική των τελευταίων Queens Of The Stone Age δίσκων ή των Eagles Of Death Metal. Αυτή είναι η πρώτη εντύπωση που αποκομίζει κάποιος από το άλμπουμ, αλλά και εν συνεχεία, οι Them Crooked Vultures δεν φαίνονται να αντεπεξέρχονται στις προσδοκίες και τον θόρυβο που δημιουργήθηκε γύρω από αυτή την σύμπραξη. Δεν είναι επ’ ουδενί ο δίσκος δηλαδή που θα ακούγεται για καιρό και σίγουρα αν δεν συμμετείχαν οι παραπάνω κύριοι, θα πέρναγε μάλλον απαρατήρητος. Είτε εξαιτίας της συνθετικής πτώσης του Josh Homme, είτε λόγω του παρόμοιου ύφους όλων σχεδόν των κομματιών. Αυτός ο μονότονος mid tempo αέρας που διαχέεται, οδηγεί σε επανάληψη και δεν φαίνεται να ξεσηκώνει, παρά σε ελάχιστα σημεία. Από κει και πέρα, εκτελεστικά οι τύποι είναι μια χαρά, με τον θορυβώδη Grohl και τον «αθόρυβο» Jones να δένουν υπέροχα στο rhythm section, αλλά η αδυναμία των συνθέσεων σε πολλές στιγμές, δεν τους δίνουν την ευκαιρία να απογειώσουν τα κομμάτια με κάποιο «ζεππελινικό» τζαμμάρισμα σε κάπως πιο ελεύθερους bluesy ρυθμούς. Βάζεις για παράδειγμα το πρώτο single, "New Fang" ή το "Gunman" και νομίζεις ότι είναι κάποιο b-side από το "Era Vulgaris", κάτι που ναι μεν είναι λογικό σε κάποιο βαθμό, αλλά από τέτοιους μουσικούς πάντα περιμένεις το κάτι διαφορετικό και πιο φιλόδοξο. Ακόμα και το σχετικά πιο pop, "Bandoliers" με την πιο πειραματική του κατεύθυνση δεν καταφέρνει να σταθεί. Από την άλλη το "Scumbag Blues", με ματιές στους Cream ή το "Spinning In Daffolids" με την σχεδόν ψυχεδελική ατμόσφαιρα και το πιανάκι του Jones, είναι δύο στιγμές που δικαιολογούν κάπως το πείραμα των Them Crooked Vultures. Ίσως στο επόμενο άλμπουμ να υπάρξει μεγαλύτερη διάθεση για πιο πειραματικά πράγματα και περισσότερες ιδέες από τον κύριο που συνέθεσε τη μελωδιάρα του "No Quarter".
Όπως διαφαίνεται, πολλοί από αυτούς που περίμεναν με ανυπομονησία μια τέτοια σύμπραξη και έψαχναν previews 30 δευτερολέπτων πριν λίγο καιρό, θα βρεθούν προ εκπλήξεων, καθώς οι Them Crooked Vultures με το ντεμπούτο τους κατεβάζουν οι ίδιοι τον πήχη,( τουλάχιστον συνθετικά γιατί επί σκηνής θα 'ναι αλλιώς ) στις προσδοκίες που οι ίδιοι εξέθεσαν τεχνηέντως. Αν και τα supergroups λειτουργούν περισσότερο ως τάση επιβεβαίωσης των μελών τους για τις προηγούμενες κατακτήσεις τους ή απλά ως ένα διάλειμμα από τα καθιερωμένα και διάθεση για πιο απελευθερωμένη μουσική έκφραση.
Καταρχάς η κινητήρια δύναμη όπως φαίνεται εξαρχής, είναι ο Josh Homme, ο οποίος όχι μονάχα αναλαμβάνει τα κύρια φωνητικά, αλλά και συνθετικά πλησιάζει αρκετά την αισθητική των τελευταίων Queens Of The Stone Age δίσκων ή των Eagles Of Death Metal. Αυτή είναι η πρώτη εντύπωση που αποκομίζει κάποιος από το άλμπουμ, αλλά και εν συνεχεία, οι Them Crooked Vultures δεν φαίνονται να αντεπεξέρχονται στις προσδοκίες και τον θόρυβο που δημιουργήθηκε γύρω από αυτή την σύμπραξη. Δεν είναι επ’ ουδενί ο δίσκος δηλαδή που θα ακούγεται για καιρό και σίγουρα αν δεν συμμετείχαν οι παραπάνω κύριοι, θα πέρναγε μάλλον απαρατήρητος. Είτε εξαιτίας της συνθετικής πτώσης του Josh Homme, είτε λόγω του παρόμοιου ύφους όλων σχεδόν των κομματιών. Αυτός ο μονότονος mid tempo αέρας που διαχέεται, οδηγεί σε επανάληψη και δεν φαίνεται να ξεσηκώνει, παρά σε ελάχιστα σημεία. Από κει και πέρα, εκτελεστικά οι τύποι είναι μια χαρά, με τον θορυβώδη Grohl και τον «αθόρυβο» Jones να δένουν υπέροχα στο rhythm section, αλλά η αδυναμία των συνθέσεων σε πολλές στιγμές, δεν τους δίνουν την ευκαιρία να απογειώσουν τα κομμάτια με κάποιο «ζεππελινικό» τζαμμάρισμα σε κάπως πιο ελεύθερους bluesy ρυθμούς. Βάζεις για παράδειγμα το πρώτο single, "New Fang" ή το "Gunman" και νομίζεις ότι είναι κάποιο b-side από το "Era Vulgaris", κάτι που ναι μεν είναι λογικό σε κάποιο βαθμό, αλλά από τέτοιους μουσικούς πάντα περιμένεις το κάτι διαφορετικό και πιο φιλόδοξο. Ακόμα και το σχετικά πιο pop, "Bandoliers" με την πιο πειραματική του κατεύθυνση δεν καταφέρνει να σταθεί. Από την άλλη το "Scumbag Blues", με ματιές στους Cream ή το "Spinning In Daffolids" με την σχεδόν ψυχεδελική ατμόσφαιρα και το πιανάκι του Jones, είναι δύο στιγμές που δικαιολογούν κάπως το πείραμα των Them Crooked Vultures. Ίσως στο επόμενο άλμπουμ να υπάρξει μεγαλύτερη διάθεση για πιο πειραματικά πράγματα και περισσότερες ιδέες από τον κύριο που συνέθεσε τη μελωδιάρα του "No Quarter".
Όπως διαφαίνεται, πολλοί από αυτούς που περίμεναν με ανυπομονησία μια τέτοια σύμπραξη και έψαχναν previews 30 δευτερολέπτων πριν λίγο καιρό, θα βρεθούν προ εκπλήξεων, καθώς οι Them Crooked Vultures με το ντεμπούτο τους κατεβάζουν οι ίδιοι τον πήχη,( τουλάχιστον συνθετικά γιατί επί σκηνής θα 'ναι αλλιώς ) στις προσδοκίες που οι ίδιοι εξέθεσαν τεχνηέντως. Αν και τα supergroups λειτουργούν περισσότερο ως τάση επιβεβαίωσης των μελών τους για τις προηγούμενες κατακτήσεις τους ή απλά ως ένα διάλειμμα από τα καθιερωμένα και διάθεση για πιο απελευθερωμένη μουσική έκφραση.