Solstafir

Otta

Season Of Mist (2014)
Από τον Νικόλα Ρώσση, 19/08/2014
Το απόσταγμα των black metal ημερών τους, που εξερευνά post-metal αλλά ακόμα και indie μονοπάτια, χωρίς να είναι ούτε λίγο ετερόκλητο
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Ήρθε η ώρα. Οι Ισλανδοί Solstafir είναι παραδόξως μια σχετικά άγνωστη μπάντα στο ευρύ ελληνικό κοινό. Ίσως αν η μπάντα άνηκε στην Profound Lore, μιας και ηχητικά ταιριάζει με την κατεύθυνση της εταιρείας, θα είχε διαφορετική αναγνωσιμότητα και δημοτικότητα, αλλά αυτό δεν είναι απαραίτητα καλό κιόλας.

Στα πρώτα άλμπουμ τους είχαν μια black κατεύθυνση με μια δόση ατμόσφαιρας που θα την συνέκρινα με την αισθητική των In The Woods λόγω του φασαριόζου τραγουδιστή, αλλά και από την πάρα πολύ διακριτική και ουσιαστική χρήση πλήκτρων. Σταδιακά η μπάντα περιόριζε τα black και viking στοιχεία, εξερευνώντας μονοπάτια φιλικά προσκείμενα στο post αλλά με την καλή έννοια. Η μπάντα από δίσκο σε δίσκο προόδευε με άλματα στο συνθετικό επίπεδο και με μελωδίες και αρμονίες που μύριζαν black αλλά είχαν γεύση post. Οι δύο δίσκοι πριν το "Ótta", το "Köld" του 2009 και το "Svartir Sandar" του 2011 είναι αρκετά διαφορετικοί μεταξύ τους και αποτελούν δύο κορυφαίες δουλειές τους. Στο "Köld", το οποίο αν το είχαν ακούσει οι Deafheaven θα παρατούσαν την μουσική, οι δύο κόσμοι του black και του post είχαν ισορροπήσει πλέον, ενώ στο "Svartir Sandar", που τον θεωρώ και τον καλύτερο δίσκο τους μέχρι στιγμής, το post στοιχείο και οι πειραματισμοί υπερίσχυσαν οριακά με μια πολύ διακριτική εμπορικότητα κρυμμένη βαθιά στα αυλάκια του δίσκου.

Κάπου εκεί τους πήρε χαμπάρι όλος ο κόσμος και τους κάλεσε ο ραδιοφωνικός σταθμός KEXP του Seattle να παίξουν live σε ένα από τα Reykjavik Sessions στην Ισλανδία. O KEXP είναι ένας αμερικάνικος σταθμός που πάντα παρουσιάζει ή και ανακαλύπτει ξεχωριστές και ιδιαίτερες μπάντες από τους Man Or Astro-man μέχρι τους London Grammar.

Επομένως σίγουρα ήρθε η ώρα του ελληνικού κοινού να γνωρίσει μια εξαιρετική και μοναδική μπάντα πάνω στην συνθετική και καλλιτεχνική ακμή της. Το "Ótta" απώλεσε -δυστυχώς- πλήρως τις black καταβολές αλλά σε καμία περίπτωση η μπάντα δεν έχασε την ικανότητα να παράγει ήχους που σε κάνουν να νιώθεις το ψύχος και την μελαγχολία της Ισλανδίας. Παρόμοιο συναίσθημα είχα να νιώσω από το "Stormblast" των Dimmu Borgir, χωρίς να έχουν άμεση σχέση βέβαια. Ακόμα και το εξώφυλλο σού αλλάζει την διάθεση, σε ψυχραίνει και σε προβληματίζει, παρόλο που την στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές η θερμοκρασία είναι σαν να κάθομαι δίπλα σε ψησταριά στην έρημο το μεσημέρι.

Πράγματι το εξώφυλλο είναι σε πλήρη αντιπαραβολή με το καταθλιπτικό και μελαγχολικό περιεχόμενο του άλμπουμ. Και εδώ τους βγάζεις το καπέλο, διότι όλα αυτά τα καταφέρνουν χωρίς να γίνονται δακρύβρεχτοι, κλαψιάρηδες και μελοδραματικοί. Ο δίσκος έχει νεύρο και ταχύτητα εκεί που χρειάζεται, ενώ σε άλλα σημεία οι ενορχηστρώσεις είναι λιτές με ελάχιστα όργανα. Ακόμα και στο "Miðaftann" που είναι ένα τραγούδι χωρίς drums, άρα αυτομάτως δεν θα έπρεπε να μου αρέσει, το πιάνο που το περιβάλλει και που ίσα-ίσα ακουμπάνε τα πλήκτρα του, σου αναμοχλεύει ό,τι δυσάρεστο σου έχει συμβεί στη ζωή.

Ο τίτλος κάθε τραγουδιού είναι μια στιγμή της  παλαιάς ισλανδικής μοναστικής μέρας που χωρίζει το 24ώρο σε οκτώ (Eykt) τμήματα, π.χ. "Náttmál" = night time. Αν και ο δίσκος δεν έχει κάποια αδύναμη στιγμή, ξεχωρίζουν το εννιάλεπτο ομότιτλο κομμάτι με την κολλητική του μελωδία, που αναγκάζει τον ακροατή να συμπαθήσει το banjo. Επίσης στις εξαιρετικές στιγμές του δίσκου συγκαταλέγεται το μεταλλάδικο "Nón", αλλά και το πολύπλευρο "Lágnætti" που ανοίγει και το άλμπουμ.

Είναι ένας βαθύς δίσκος που μπορείς να τον ακούς ευχάριστα στο background, αλλά και όταν τον παρατηρήσεις και του δώσεις την προσοχή που του αξίζει δεν θα απογοητεύσει με τον πολύ-επίπεδο χαρακτήρα του. Σε γενικές γραμμές το άλμπουμ είναι το απόσταγμα των black metal καταβολών τους φιλτραρισμένων από post αλλά και indie επιρροές, χωρίς όμως να παρατηρείς τίποτα ετερόκλητο.

  • SHARE
  • TWEET