Αντιλαμβάνεται τη μουσική άλλοτε ως μια εναλλακτική γέφυρα επικοινωνίας, άλλοτε ως ένα θέαμα βγαλμένο από το θέατρο των ονείρων κι άλλοτε ως έναν πόνο που οφείλει να βιώσει αναζητώντας μια κάποια λύτρωση....
Soen
Lykaia
Οι Soen έφτασαν στο σημείο που έπρεπε να αποδείξουν ότι μπορούν να κάνουν το κάτι παραπάνω. Και το πετυχαίνουν με το "Lykaia"
Οι Soen απέδειξαν ότι δεν χρειάζεται απαραίτητα να είσαι ή έστω να προσπαθείς να ακουστείς ρηξικέλευθος στο progressive ιδίωμα για να επιτύχεις κάτι. Στα δυο προηγούμενα άλμπουμ τους οι παραλληλισμοί με τους Tool μερικές φορές ξέφευγαν από το σύνηθες, παρ' όλα αυτά ίσως είναι καλύτερο να επιλέγεις μια πεπατημένη και να την υπηρετείς με ποιότητα και μικρές αποκλίσεις, παρά να προσπαθείς εξαρχής να αποτυπώσεις ένα μοναδικό στίγμα.
Στην πραγματικότητα οι Σουηδοί (εξ ολοκλήρου πλέον) κέρδισαν πολύτιμο χρόνο, αλλά μάλλον γνώριζαν κι οι ίδιοι ότι θα χρειαζόντουσαν κάτι παραπάνω για να κάνουν το επόμενο βήμα. Κι αυτό το κάτι παραπάνω το πετυχαίνουν στο τρίτο τους άλμπουμ "Lykaia". Όχι ότι οι δυο προηγούμενες δουλειές ήταν κακές, τουναντίον, αλλά εδώ για πρώτη φορά φλερτάρουν με το σπουδαίο.
Η μπάντα του πρώην ντράμερ των Opeth (έτσι πλασαριζόντουσαν από την αρχή) Martin Lopez έχει ισορροπήσει πολύ καλύτερα τις επιρροές της και πέραν από τους Tool που συνεχίζουν να υπάρχουν φυσικά, κάποιος θα βρει πολύ περισσότερα στοιχεία κοντά στον παλιό ήχο των Opeth, αλλά και σκόρπιες στιγμές διαφοροποίησης, όπως τους (καλούς) Orphaned Land, το φανταστικό "Jinn".
Κάθε σύνθεση στο "Lykaia" είναι από πολύ καλή ως εξαιρετική, με το εναρκτήριο "Sectarian" να θέτει άμεσα τον πήχη σε πολύ υψηλά επίπεδα, καθώς το μεγάλο ρεφρέν του φέρνει στον νου τον David Draiman των Disturbed (για πολύ καλό το λέω). Από κοντά το "Orison" που ξεκινάει κοντά σε γνώριμα Tool μονοπάτια, αλλά διαφοροποιείται στην πορεία και το αργό/ήρεμο/μελαγχολικό "Lucidity", που αναδεικνύει κι άλλες πτυχές της φωνής του Joel Ekelof πέραν αυτών που ταυτίζονται με τον Maynard James Keenan.
Η επιθετικότητα του "Opal" έχει ωραιότατο χρώμα παλιών Opeth αναμιγμένο με alternative metal στοιχεία, με το τελείωμα να θυμίζει καρφί την πρώην μπάντα του Lopez, ενώ και το βασικό riff του "Sister" μοιάζει ακριβώς με αυτό που αναπολούν οι οπαδοί των Opeth από τη μεταστροφή του Akerfeldt στη νέα του μουσική κατεύθυνση. Ενδιάμεσα, το συναισθηματικά φορτισμένο, με τις ανατολίτικες μελωδίες "Jinn" αποτελεί, μάλλον, την αγαπημένη μου σύνθεση στο άλμπουμ, με ερμηνεία και ρεφρέν που ξεχωρίζουν.
Κι αν τα "Stray" και "Paragon", χωρίς να υστερούν σε κάτι, δείχνουν να έχουν τον ρόλο των λίγο πιο διαδικαστικών/συμπληρωματικών τραγουδιών στο άλμπουμ, το τελείωμα του "God’s Acre" είναι εντυπωσιακό ως όφειλε να είναι με οκτώ γεμάτα λεπτά κι ένα ρεφρέν που σου κάθεται στο μυαλό.
Να, λοιπόν, που το επόμενο βήμα έγινε. Από μια μπάντα που βασιζόταν σε μουσικές άλλων και τις προσάρμοζε σε δικά της καλούπια με ωραίο τρόπο, έχουμε μια μπάντα που αρχίζει να αποτυπώνει τη δική της ταυτότητα μέσα από τις επιρροές της, γράφει πιο αξιομνημόνευτα τραγούδια και κυκλοφορεί ένα άλμπουμ που πιθανότατα θα μας απασχολεί στο τέλος της χρονιάς όσο μας απασχολεί και στην αρχή της.