Πιστεύει ακράδαντα ότι υπάρχουν μόνο δύο είδη μουσικής, η καλή και η κακή. Σχολιάζει και από τα δύο στις σελίδες του Rocking.gr, αν και οι κακές γλώσσες λένε ότι γράφει κυρίως για ό,τι είναι ή μοιάζει...
Μπορεί να μην του φαίνεται και να μην έχει διαφημιστεί όσο θα μπορούσε, αλλά ο Kim Simmonds ίσως είναι ουσιαστικά -μετά τον Alexis Korner και τον John Mayall- ο τρίτος σωματοφύλακας των Βρετανικών blues. Φυσικά δεν είχε την επιρροή των προαναφερθέντων, ούτε δημιούρησε τη δική του σκηνή, αν και αρκετοί από όσους μαθήτευσαν δίπλα του βρέθηκαν αργότερα σε γνωστότερα συγκροτήματα. Αλλά και μόνο το ότι πρόλαβε, έστω και στο νήμα, τους πρώτους δίσκους των Fleetwood Mac, Ten Years After και Chicken Shack, ενώ, αντίθετα με άλλους που σκλήρηναν τον ήχο τους όπως οι Free ή ο Eric Clapton με τους Cream, αυτός παρέμεινε αφοσιωμένος στη δική του εκδοχή των blues, αρκεί.
Φυσικά οι πρώτοι δίσκοι των Savoy Brown δεν ήταν απλά blues rock. Απέπνεαν μία ιδιαίτερη, δική τους προσωπικότητα μέσα στα στενά πλαίσια του δωδεκάμετρου. Ιδιαίτερα, δε, στις καλύτερες στιγμές τους που βρίσκονται κάπου ανάμεσα στα "Blue Matter" (1969) έως και "Hellbound Train" (1972), τα τραγούδια τους έβριθαν φαντασίας, μελωδικών γραμμών, groovy ρυθμών, μετρημένου παιξίματος και αυθεντικότητας. Η Ιστορία, όμως, δεν τους φέρθηκε καλά αφού ξεχάστηκαν σχετικά γρήγορα και πλέον μνημονεύονται μόνο από τους πιο αφοσιωμένους ακροατές της σκηνής αυτής. Σίγουρα σημαντικό ρόλο σε αυτό έπαιξε και η απουσία κάποιου «σουξέ» που θα τραβούσε την υπόλοιπη δουλειά τους.
Περιέργως, παρά κάποια μεγάλα διαλείμματα, δεν σταμάτησαν ποτέ να ηχογραφούν μέχρι και σήμερα, που η ειδικευμένη σε αυτόν τον ήχο εταιρία, Ruf, τους έδωσε μία ακόμα ευκαιρία να δείξουν τι αξίζουν. Φυσικά το να ανατρέψουν τα δεδομένα είναι πλέον αδύνατο, αλλά το "Voodoo Moon" θυμίζει σε στιγμές γιατί αυτή η μπάντα ήταν κάποτε μεγάλη, έστω και αν ο Simmonds είναι πλέον ο μόνος παρών από την κλασική της σύνθεση.
Αν και πλέον ο ήχος έχει μετατοπισθεί προς μία πιο γενική και λιγότερο προσωπική εκδοχή των blues, αυτό που επιλέγουν να κάνουν, το αποδίδουν εξαιρετικά. Τα licks και τα solo της κιθάρας του Simmonds παραμένουν αξιοπρόσεκτα, η γρέζα φωνή του τραγουδιστή Joe Whiting προσδίδει πειστικότητα στην ερμηνεία, ενώ το σαξόφωνο του ίδιου σιγοντάρει τις μελωδίες, όπου εμφανίζεται. Οι συνθέσεις είναι όλες πρωτες εκτελέσεις και αυτό, μαζί με την αδιαμφισβήτητη ευφυία τους, αποδεικνύει ακόμα παραπάνω την έμπνευση που ήταν παρούσα κατά τη διάρκεια των ηχογραφήσεων. Για άλλη μία φορά, όμως, κάνει την εμφάνισή του ο συνηθισμένος βραχνάς στους δίσκους των Savoy Brown, το σύνολο είναι ανώτερο των μερών του. Έτσι, ενώ τραγούδια όπως τα "Shockwaves", "Natural Man", "Voodoo Moon" και το ορχηστρικό "24/7" είναι λίγο πιο πειστικά από τα υπόλοιπα, δεν υπάρχει κάποιο που ουσιαστικά να ξεχωρίζει.
Για τους φίλους των blues σε οποιαδήποτε μορφή τους, το "Voodoo Moon" είναι ένας βαθύτατα ευχάριστος δίσκος που δεν κωλώνει σε πολλαπλές ακροάσεις. Μπορεί να μην παρουσιάζει κάτι το καινούριο και εν μέρει να στερείται ξεχωριστής προσωπικότητας, αλλά έχει ψυχή, τσαμπουκά και αποσταγμένη εμπειρία τα οποία αποτυπώνει εμφατικά.
Φυσικά οι πρώτοι δίσκοι των Savoy Brown δεν ήταν απλά blues rock. Απέπνεαν μία ιδιαίτερη, δική τους προσωπικότητα μέσα στα στενά πλαίσια του δωδεκάμετρου. Ιδιαίτερα, δε, στις καλύτερες στιγμές τους που βρίσκονται κάπου ανάμεσα στα "Blue Matter" (1969) έως και "Hellbound Train" (1972), τα τραγούδια τους έβριθαν φαντασίας, μελωδικών γραμμών, groovy ρυθμών, μετρημένου παιξίματος και αυθεντικότητας. Η Ιστορία, όμως, δεν τους φέρθηκε καλά αφού ξεχάστηκαν σχετικά γρήγορα και πλέον μνημονεύονται μόνο από τους πιο αφοσιωμένους ακροατές της σκηνής αυτής. Σίγουρα σημαντικό ρόλο σε αυτό έπαιξε και η απουσία κάποιου «σουξέ» που θα τραβούσε την υπόλοιπη δουλειά τους.
Περιέργως, παρά κάποια μεγάλα διαλείμματα, δεν σταμάτησαν ποτέ να ηχογραφούν μέχρι και σήμερα, που η ειδικευμένη σε αυτόν τον ήχο εταιρία, Ruf, τους έδωσε μία ακόμα ευκαιρία να δείξουν τι αξίζουν. Φυσικά το να ανατρέψουν τα δεδομένα είναι πλέον αδύνατο, αλλά το "Voodoo Moon" θυμίζει σε στιγμές γιατί αυτή η μπάντα ήταν κάποτε μεγάλη, έστω και αν ο Simmonds είναι πλέον ο μόνος παρών από την κλασική της σύνθεση.
Αν και πλέον ο ήχος έχει μετατοπισθεί προς μία πιο γενική και λιγότερο προσωπική εκδοχή των blues, αυτό που επιλέγουν να κάνουν, το αποδίδουν εξαιρετικά. Τα licks και τα solo της κιθάρας του Simmonds παραμένουν αξιοπρόσεκτα, η γρέζα φωνή του τραγουδιστή Joe Whiting προσδίδει πειστικότητα στην ερμηνεία, ενώ το σαξόφωνο του ίδιου σιγοντάρει τις μελωδίες, όπου εμφανίζεται. Οι συνθέσεις είναι όλες πρωτες εκτελέσεις και αυτό, μαζί με την αδιαμφισβήτητη ευφυία τους, αποδεικνύει ακόμα παραπάνω την έμπνευση που ήταν παρούσα κατά τη διάρκεια των ηχογραφήσεων. Για άλλη μία φορά, όμως, κάνει την εμφάνισή του ο συνηθισμένος βραχνάς στους δίσκους των Savoy Brown, το σύνολο είναι ανώτερο των μερών του. Έτσι, ενώ τραγούδια όπως τα "Shockwaves", "Natural Man", "Voodoo Moon" και το ορχηστρικό "24/7" είναι λίγο πιο πειστικά από τα υπόλοιπα, δεν υπάρχει κάποιο που ουσιαστικά να ξεχωρίζει.
Για τους φίλους των blues σε οποιαδήποτε μορφή τους, το "Voodoo Moon" είναι ένας βαθύτατα ευχάριστος δίσκος που δεν κωλώνει σε πολλαπλές ακροάσεις. Μπορεί να μην παρουσιάζει κάτι το καινούριο και εν μέρει να στερείται ξεχωριστής προσωπικότητας, αλλά έχει ψυχή, τσαμπουκά και αποσταγμένη εμπειρία τα οποία αποτυπώνει εμφατικά.