Ως γνήσιο τέκνο των '80s, μεγάλωσε με Sega Master System, κάρτες «Σούπερ Ατού», Μπλεκ και φλιπεράκια. Στις αρχές των '90s μια κασέτα με το "Black Album" έπεσε στα χέρια του και του άλλαξε για πάντα...
Sanctuary
The Year The Sun Died
Century Media (2014)
Από τον Κώστα Πολύζο, 04/09/2014
Όποιος περιμένει να ακούσει παλιούς Sanctuary μπορεί να το ξεχάσει, θα απολαύσει όμως έναν καλοδουλεμένο από όλες τις απόψεις δίσκο
Χρειάστηκε τελικά να περάσουν τέσσερα χρόνια από την ανακοίνωση πως οι Sanctuary σκοπεύουν να κυκλοφορήσουν καινούργιο δίσκο, παρατείνοντας έτσι την προσμονή μας. Μπορώ να φανταστώ πως η σκέψη που κυριαρχούσε όλο αυτό το διάστημα στο μυαλό των οπαδών τους ήταν το κατά πόσο το καινούργιο υλικό θα έμοιαζε με αυτό που είχαν συνθέσει πριν 25 χρόνια. Ήμουνα επιφυλακτικός ως προς αυτό και τελικά δικαιώθηκα.
Ας ξεκαθαρίσουμε δυο-τρία πράγματα πριν προχωρήσουμε. Είναι το "The Year The Sun Died" κοντά στο ύφος των δυο εμβληματικών δίσκων τους. Όχι, δεν είναι. Ακούγεται σαν Nevermore; Ναι, καθώς τα φωνητικά του Dane είναι πιο κοντά σε αυτόν τον τρόπο ερμηνείας, χωρίς αυτό να είναι κάτι κακό. Νομίζω πως δεν ρίσκαρε να εκτεθεί χρησιμοποιώντας εκείνη την φωνή, υποβοηθούμενος από τα όποια κόλπα μπορεί να παρέχει ένα στούντιο ηχογράφησης. Επίσης η μοντέρνα παραγωγή παίζει κι αυτή τον ρόλο της. Από την άλλη η προσέγγιση συνθετικά διαφέρει από αυτή τον Nevermore, καθώς τα θέματα που παίζουν οι κιθάρες είναι περισσότερο «βατά». Από την άλλη, αν και λείπουν τα ξεσπάσματα του παρελθόντος, τα τραγούδια έχουν αρκετές εναλλαγές θεμάτων και ρυθμού κάτι που τα καθιστά εξόχως ενδιαφέροντα.
Γενικότερα αν αναλύσουμε το στυλ, μάλλον καταλήγουμε πως ακούμε έναν αρκετά heavy δίσκο, με ογκώδεις κιθάρες και κατά βάση mid-tempo, χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν υπάρχουν και κάποια πιο γρήγορα τραγούδια. Στιχουργικά είναι αρκετά σκοτεινός, ενώ το αμερικάνικο στοιχείο είναι παρόν, καθώς υποβόσκει μια ζοφερή -σχεδόν κλειστοφοβική- ατμόσφαιρα, αφού λείπουν τα μελωδικά κιθαριστικά θέματα. Οι πολύπλευρες συνθέσεις δίνουν μια proggy διάθεση βέβαια, αλλά ως εκεί, ενώ το rhythm section των Sheppard και Budbill, αν και στιβαρό και ουσιώδες, δεν έχει την ευρηματικότητα του παρελθόντος.
Το εναρκτήριο "Arise And Purify" είναι ξεκάθαρο δείγμα της σύγκρουσης των δύο τάσεων. Το αρχικό riff είναι αρκετά βαρύ και μοντέρνο αλλά στο refrain υπάρχει η δεύτερη φωνή που θυμίζει άλλες εποχές. Τα solo των Rutledge και Hull μπαίνουν με το καλημέρα και είναι εύστοχα και όσο τεχνικά χρειάζεται. Το "Let The Serpent Follow Me" είναι αρκετά up-tempo, αλλά στο refrain ο ρυθμός πέφτει, για να ακολουθήσει μια γέφυρα βγαλμένη από τα παλιά πριν τα solo. Το πρώτο αργό τραγούδι είναι το "Exitium (Anthem Of The Living)", όπου μετά την ήρεμη εισαγωγή μπαίνει ένα έξοχο riff με τον Dane να μας δίνει μια πολύ καλή ερμηνεία. Η συνθετική κατεύθυνση των εναλλαγών θεμάτων καλά κρατεί και στο "Question Existence Fading", το οποίο ξεκινά με ένα γρήγορο κοφτό και επιθετικό riff, έχει διπλομποτιές, φανταστική ερμηνεία από τον Dane και φοβερά solo.
To "I Am Low" αποτελεί μια από τις πιο ήρεμες στιγμές του δίσκου. Ξεκινά με αρπίσματα αλλά δυναμώνει στο refrain και τα κιθαριστικά θέματα βγάζουν αρκετό πόνο. Ένα από τα highlight της νέας δουλειάς είναι το "Frozen" που μπαίνει δυνατά για να έρθει η ώρα που και πάλι θα ρίξουν την ταχύτητα στο refrain, ενώ τα solo δίνουν και παίρνουν καθ' όλη τη διάρκεια. Η πιο αδύναμη στιγμή του άλμπουμ έρχεται με το ήρεμο "One Final Day (Sworn To Believe)", ενώ το "The World Is Wired" είναι αρκετά groovy, αν και στην πορεία των ακροάσεων έχασε λίγη από την αρχική πολύ καλή εντύπωση που μου είχε κάνει. Η καλύτερη στιγμή του δίσκου είναι το ομώνυμο (μαζί με την ακουστική εισαγωγή "Ad Vitam Aeternam") και κλείνει ιδανικά τον δίσκο. Ό,τι και να πούμε εδώ θα είναι λίγο. Είναι αργό, βαρύ και τα πάντα εντυπώνονται στο μυαλό σου από την πρώτη στιγμή. Η απαγγελία στα λατινικά στην αρχή, η απόγνωση που βγάζει το refrain όταν ο Warrel τραγουδάει «what if there is nothing more, what if there is only emptiness...». Τα bend στις κιθάρες και τα έξοχο solo. Μια πραγματικά φανταστική σύνθεση για να έχουμε να λέμε.
Οι Sanctuary με την καινούργια τους δουλειά κάνανε αυτό που έπρεπε να κάνουνε. Εξελίχθηκαν. Το ότι αυτό έγινε μετά από 25 χρόνια μπορεί να χτυπάει άσχημα στο αυτί κάποιου ο οποίος μπορεί να προσδοκούσε ένα δεύτερο "Into The Mirror Black" και είναι κατανοητό. Το γεγονός πως μεσολάβησαν οι Nevermore ίσως κόβει σημαντικό ποσοστό της έκπληξης. Ας μην ξεχνάμε όμως πως αυτό που αγαπήσαμε σε αυτή την μπάντα εκτός άλλων ήταν και η προοδευτικότητά τους και δεν νομίζω πως θα παρέμεναν συνθετικά στάσιμοι ακόμα κι αν δεν είχαν διαλυθεί το 1992.
Υ.Γ.: Πάντως. αν ποτέ έρθει ο ανιψιός μου και μου πει «μπάρμπα, είναι καλοί αυτοί οι Sanctuary;», εγώ θα κατεβάσω από το ράφι και θα του βάλω να ακούσει το "Into The Mirror Black". Ξεκάθαρα πράγματα.
Ας ξεκαθαρίσουμε δυο-τρία πράγματα πριν προχωρήσουμε. Είναι το "The Year The Sun Died" κοντά στο ύφος των δυο εμβληματικών δίσκων τους. Όχι, δεν είναι. Ακούγεται σαν Nevermore; Ναι, καθώς τα φωνητικά του Dane είναι πιο κοντά σε αυτόν τον τρόπο ερμηνείας, χωρίς αυτό να είναι κάτι κακό. Νομίζω πως δεν ρίσκαρε να εκτεθεί χρησιμοποιώντας εκείνη την φωνή, υποβοηθούμενος από τα όποια κόλπα μπορεί να παρέχει ένα στούντιο ηχογράφησης. Επίσης η μοντέρνα παραγωγή παίζει κι αυτή τον ρόλο της. Από την άλλη η προσέγγιση συνθετικά διαφέρει από αυτή τον Nevermore, καθώς τα θέματα που παίζουν οι κιθάρες είναι περισσότερο «βατά». Από την άλλη, αν και λείπουν τα ξεσπάσματα του παρελθόντος, τα τραγούδια έχουν αρκετές εναλλαγές θεμάτων και ρυθμού κάτι που τα καθιστά εξόχως ενδιαφέροντα.
Γενικότερα αν αναλύσουμε το στυλ, μάλλον καταλήγουμε πως ακούμε έναν αρκετά heavy δίσκο, με ογκώδεις κιθάρες και κατά βάση mid-tempo, χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν υπάρχουν και κάποια πιο γρήγορα τραγούδια. Στιχουργικά είναι αρκετά σκοτεινός, ενώ το αμερικάνικο στοιχείο είναι παρόν, καθώς υποβόσκει μια ζοφερή -σχεδόν κλειστοφοβική- ατμόσφαιρα, αφού λείπουν τα μελωδικά κιθαριστικά θέματα. Οι πολύπλευρες συνθέσεις δίνουν μια proggy διάθεση βέβαια, αλλά ως εκεί, ενώ το rhythm section των Sheppard και Budbill, αν και στιβαρό και ουσιώδες, δεν έχει την ευρηματικότητα του παρελθόντος.
Το εναρκτήριο "Arise And Purify" είναι ξεκάθαρο δείγμα της σύγκρουσης των δύο τάσεων. Το αρχικό riff είναι αρκετά βαρύ και μοντέρνο αλλά στο refrain υπάρχει η δεύτερη φωνή που θυμίζει άλλες εποχές. Τα solo των Rutledge και Hull μπαίνουν με το καλημέρα και είναι εύστοχα και όσο τεχνικά χρειάζεται. Το "Let The Serpent Follow Me" είναι αρκετά up-tempo, αλλά στο refrain ο ρυθμός πέφτει, για να ακολουθήσει μια γέφυρα βγαλμένη από τα παλιά πριν τα solo. Το πρώτο αργό τραγούδι είναι το "Exitium (Anthem Of The Living)", όπου μετά την ήρεμη εισαγωγή μπαίνει ένα έξοχο riff με τον Dane να μας δίνει μια πολύ καλή ερμηνεία. Η συνθετική κατεύθυνση των εναλλαγών θεμάτων καλά κρατεί και στο "Question Existence Fading", το οποίο ξεκινά με ένα γρήγορο κοφτό και επιθετικό riff, έχει διπλομποτιές, φανταστική ερμηνεία από τον Dane και φοβερά solo.
To "I Am Low" αποτελεί μια από τις πιο ήρεμες στιγμές του δίσκου. Ξεκινά με αρπίσματα αλλά δυναμώνει στο refrain και τα κιθαριστικά θέματα βγάζουν αρκετό πόνο. Ένα από τα highlight της νέας δουλειάς είναι το "Frozen" που μπαίνει δυνατά για να έρθει η ώρα που και πάλι θα ρίξουν την ταχύτητα στο refrain, ενώ τα solo δίνουν και παίρνουν καθ' όλη τη διάρκεια. Η πιο αδύναμη στιγμή του άλμπουμ έρχεται με το ήρεμο "One Final Day (Sworn To Believe)", ενώ το "The World Is Wired" είναι αρκετά groovy, αν και στην πορεία των ακροάσεων έχασε λίγη από την αρχική πολύ καλή εντύπωση που μου είχε κάνει. Η καλύτερη στιγμή του δίσκου είναι το ομώνυμο (μαζί με την ακουστική εισαγωγή "Ad Vitam Aeternam") και κλείνει ιδανικά τον δίσκο. Ό,τι και να πούμε εδώ θα είναι λίγο. Είναι αργό, βαρύ και τα πάντα εντυπώνονται στο μυαλό σου από την πρώτη στιγμή. Η απαγγελία στα λατινικά στην αρχή, η απόγνωση που βγάζει το refrain όταν ο Warrel τραγουδάει «what if there is nothing more, what if there is only emptiness...». Τα bend στις κιθάρες και τα έξοχο solo. Μια πραγματικά φανταστική σύνθεση για να έχουμε να λέμε.
Οι Sanctuary με την καινούργια τους δουλειά κάνανε αυτό που έπρεπε να κάνουνε. Εξελίχθηκαν. Το ότι αυτό έγινε μετά από 25 χρόνια μπορεί να χτυπάει άσχημα στο αυτί κάποιου ο οποίος μπορεί να προσδοκούσε ένα δεύτερο "Into The Mirror Black" και είναι κατανοητό. Το γεγονός πως μεσολάβησαν οι Nevermore ίσως κόβει σημαντικό ποσοστό της έκπληξης. Ας μην ξεχνάμε όμως πως αυτό που αγαπήσαμε σε αυτή την μπάντα εκτός άλλων ήταν και η προοδευτικότητά τους και δεν νομίζω πως θα παρέμεναν συνθετικά στάσιμοι ακόμα κι αν δεν είχαν διαλυθεί το 1992.
Υ.Γ.: Πάντως. αν ποτέ έρθει ο ανιψιός μου και μου πει «μπάρμπα, είναι καλοί αυτοί οι Sanctuary;», εγώ θα κατεβάσω από το ράφι και θα του βάλω να ακούσει το "Into The Mirror Black". Ξεκάθαρα πράγματα.