Κομπιούτερς, αριθμοί και μουσικές. Προτιμά το ροκ του σκοτεινό και έξυπνο. (Συνήθως.) Εκτιμά εξίσου ιδιότροπες και πιασάρικες μελωδίες. Πιστεύει ότι η ιδανική ακρόαση δίσκου γίνεται συνοδεία booklet....
Royal Blood
How Did We Get So Dark?
Ποιος χρειάζεται κιθάρες τελοσπάντων;
Σε περίπτωση που δεν ζούσατε σε κάποια σπηλιά τα τελευταία τρία χρόνια, τους Royal Blood κάπου θα τους έχετε πετύχει ως όνομα. Αν για κάποιο λόγο δεν τους έχετε ούτε ακουστά, να σας ενημερώσω ότι πρόκειται για μια από τις μεγαλύτερες «συμβαίνει-τώρα» μπάντες στον χώρο της σκληρής μουσικής. Την προσοχή σας παρακαλώ, δεν χρησιμοποίησα τον όρο «ανερχόμενη»· επειδή, ανεξαρτήτως προϋπηρεσίας, ένα συγκρότημα που καταφέρνει να δει τον δίσκο του στην κορυφή των chart, να γυρίσει τον κόσμο συμμετέχοντας σε μεγάλα φεστιβάλ και να παίξει σε αθηναϊκό ραδιόφωνο, αυτομάτως έχει προσπεράσει την αρχή με συνοπτικές διαδικασίες.
Κάπως έτσι πήγαν τα πράγματα με το ντεμπούτο των Βρετανών. Πλατινένιοι δίσκοι, πέντε single, περιοδείες με τεράστια ονόματα και βραβεία παντός τύπου από MTV μέχρι BBC. Για να δυναμώσουν οι φωνές περί υπερβολών και σπρωξίματος, κάπου ανάμεσα σε αυτά υπήρξαν και σχόλια αγάπης από ανθρώπους όπως ο Lars Ulrich, ο Tom Morello και ο Jimmy Page. Παρά τα όποια θεωρητικά και αριθμητικά στοιχεία, όμως, το ζήτημα είναι ότι το hype είχε δίκιο. Κομμάτια σαν το "Out Of The Black", το "Figure It Out", το "Little Monster" ή το "Ten Tonne Skeleton" δεν κυκλοφορούν κάθε μέρα. Ακόμα και στα b-side το ντουέτο πήρε άριστα (βλ. "Hole") με χαρακτηριστική άνεση.
Από άποψη ήχου, καινοτομίες ή νεοτερισμοί δεν υπάρχουν. Απλή και λιτή σκληρή μουσική, με φασαριόζικες διαθέσεις, πιασάρικες γραμμές, άμεσες δομές και σύγχρονη alternative επικάλυψη. Ό,τι πρέπει για συναυλίες και ραδιόφωνα σαν να λέμε. Το πιο αξιοπρόσεκτο στοιχείο, πέρα από το μπλέξιμο των επιρροών και τις τεράστιες μελωδίες, μάλλον είναι η απουσία κιθάρας, τη θέση της οποίας αναλαμβάνει το παραμορφωμένο μπάσο. Τέτοιου είδους πατέντες, βέβαια, τις είχε κουβαλήσει στο mainstream κάμποσα χρόνια πριν ο Jack White, αλλά ας είμαστε ρεαλιστές. Όποιος περιμένει πρωτοτυπίες από την πρώτη γραμμή της μουσικής βιομηχανίας του εικοστού πρώτου αιώνα είτε είναι υπερβολικά αισιόδοξος, είτε κάτι σκέφτεται λάθος.
Στη φετινή τους δουλειά οι Εγγλέζοι συνεχίζουν ακάθεκτοι, ακριβώς από εκεί που άφησε το "Royal Blood". Ο Ben Thatcher βάζει για μια ακόμα φορά το groove, παραμένοντας όσο ουσιώδης απαιτείται, ενώ ο Mike Kerr δείχνει να την έχει καταβρεί στον πρωταγωνιστικό ρόλο. Όχι ότι στο παρελθόν ήταν ιδιαίτερα μαζεμένος, αλλά αυτήν τη φορά η όλη παρουσία του βγάζει κάτι από αέρα μεγάλου frontman. Το ξεκίνημα με το ομότιτλο, το "Lights Out" και το "I Only Lie When I Love You" είναι για σεμινάριο, στο ίδιο επίπεδο παίζει το σερί "Hook, Line & Sinker" και "Hole In Your Heart", ενώ τα κέφια δεν σταματάνε μέχρι το fade out του "Sleep".
Το "How Did We Get So Dark?", παρά τον εξαιρετικό τίτλο, το γουστόζικο εξώφυλλο, τα δυνατά δείγματα που προηγήθηκαν και την αναμενόμενα άψογη παραγωγή, θα μπορούσε εύκολα να καταλήξει ως απογοήτευση. Ή κάπου εκεί γύρω, για την ακρίβεια. Οι προσδοκίες ήταν δικαιολογημένα μεγάλες και η προσέγγιση, με κάποιες μικρές αποκλίσεις, δεν ξεφεύγει από δοκιμασμένες τακτικές. Εδώ, όμως, το ενδεχόμενο του ξαναζεσταμένου φαγητού δεν παίζει ούτε για αστείο. Οι συνθέσεις είναι τόσο κολλητικές και οι εναλλαγές στις ταχύτητες τόσο καλά τοποθετημένες, που αν κάποιος μου έλεγε ότι το άλμπουμ διαρκεί δεκαπέντε λεπτά, δεν θα μου φαινόταν παράξενο.
Ο Gene Simmons μπορεί να φωνάζει όσο θέλει ότι η rock έχει πεθάνει. Οι Royal Blood για μια ακόμα φορά αποδεικνύουν το αντίθετο.