Queensryche

Queensryche

Century Media (2013)
Από τον Χρήστο Καραδημήτρη, 31/05/2013
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;
Αν οι Dream Theater επέλεξαν -μέσω του τίτλου του πρώτου άλμπουμ χωρίς τον φυσικό ηγέτη τους- να αναφερθούν σε μια δραματική τροπή των γεγονότων, τότε δεν μπορώ καν να σκεφτώ τι τίτλο θα έπρεπε να έχει αυτό εδώ το άλμπουμ, αναλογιζόμενος το τι οδήγησε στο να κυκλοφορεί ένα άλμπουμ των Queensrÿche, δίχως τον Geoff Tate. Όμως, τα εναπομείναντα μέλη δεν αντιμετωπίζουν την αλλαγή αυτή ως μια νέα σελίδα, αλλά ως μια επανεκκίνηση της ιστορίας της μπάντας. Υπό αυτό το πρίσμα, τόσο η μουσική του κατεύθυνση, όσο και η επιλογή του ονόματος της μπάντας ως τίτλο του άλμπουμ εξηγούνται σε μεγάλο βαθμό. Ίσως εξηγείται και η επιλογή του "Redemption" ως πρώτου δείγματος, καθότι οι Wilton / Jackson / Rockenfield δηλώνουν εμμέσως πλην σαφώς λυτρωμένοι από αυτή την εξέλιξη.

Όλη η ιστορία γύρω από το πώς δημιουργήθηκε αυτό το άλμπουμ, το παρασκήνιο της επιλογής του Todd La Torre ως νέου frontman και τα στοιχεία που όρισαν τη μουσική του κατεύθυνση αναλύονται από τον Michael Wilton στη συνέντευξη που μας παραχώρησε, οπότε δε θα επιμείνουμε εδώ. Εδώ, θα επιβεβαιώσουμε τα όσα αναφέρονται περί επανεκκίνησης, καθότι στο άλμπουμ αυτό οι Queensrÿche επανέρχονται στις μεταλλικές τους ρίζες, παρουσιάζοντας το πιο metal oriented άλμπουμ που έχουν κυκλοφορήσει, πιθανότατα, από την εποχή του "The Warning". Η απόφαση αυτή φαίνεται να είναι συνειδητή και για αυτό το λόγο επιστρατεύτηκε ο James 'Jimbo' Burton (παραγωγός στα "Operation: Mindcrime", "Empire" και "Promised Land"), ώστε να διασφαλίσει το ηχητικό αποτέλεσμα. Και σε ένα βαθμό είναι αλήθεια πως τα κατάφεραν. Οι κιθάρες θυμίζουν μετά από χρόνια ξανά κάτι από 'Rÿche και τα τύμπανα έχουν κάτι από το χαρακτηριστικό ενεργητικό και δυναμικό παίξιμο για το οποίο ξεχώριζε ο Rockenfield, ενώ ο La Torre θυμίζει παλιό Tate. Πολύ. Πάρα πολύ. Σε βαθμό παρεξηγήσιμο.

Το άλμπουμ αυτό είναι φτιαγμένο για να ικανοποιήσει βραχυπρόθεσμα, αλλά και να προβληματίσει μακροπρόθεσμα, κάτι που εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την οπτική γωνία την οποία θα επιλέξει κάποιος να το προσεγγίσει. Η μουσική κατεύθυνση του άλμπουμ είναι αφενός περιοριστική, αφετέρου δείχνει να τους ταιριάζει και να τους δικαιώνει για την επιλογή τους να ακολουθήσουν πιο στενά μεταλλικά όρια. Ο La Torre δεν προσεγγίζει απλώς τις γραμμές και το ερμηνευτικό στυλ του Tate, αλλά σχεδόν τα ξεπατικώνει, δείχνοντας μια έλλειψη ταυτότητας, αλλά από την άλλη είναι εντυπωσιακός σε αυτό κι ο παλιός Tate μας έχει λείψει. Παράλληλα, είναι φανερό ότι υπήρξε μια βιασύνη στο να βγει το άλμπουμ εγκαίρως, ελέω των επιταγών της εταιρείας και της εποχής, κάτι που υποδεικνύουν τόσο τα 35 λεπτά συνολικής διάρκειάς του, όσο και οι επιμέρους ατέλειες του ήχου. Όμως, ούτε 20 λεπτά παραπάνω περιττής μουσικής θα το βελτίωναν, ούτε μια καλογυαλισμένη παραγωγή θα ήταν απαραίτητα πιο ταιριαστή στον σκοπό του.

Συνθετικά, η συλλογική δουλειά αποδίδει, καθώς οι περισσότερες συνθέσεις είναι αρκετά δυνατές, ενώ όλες είναι άξιες λόγου και ύπαρξης. Ξεχωρίζει το "In This Light" που παραπέμπει σε εποχές "Empire" με πολύ καλές γραμμές εκ μέρους La Torre, το πιο επιθετικό "Vindication" και οι αργές / συναισθηματικές στιγμές του άλμπουμ στο "A World Without" και στο κλείσιμο του "Open Road" που δεν αφήνουν αμφιβολία πως αν κάποιος έπρεπε ντε και καλά να αντικαταστήσει τον Geoff Tate, αυτός ήταν ο La Torre. Το "Don't Look Back" είναι το πιο metal τραγούδι και αυτό που ξεκίνησε τα πάντα, προοριζόμενο για το side project των Rising West, ενώ τα "Where Dreams Go To Die", "Spore" και "Redemption" μόνο περιττά δεν μπορούν να χαρακτηριστούν. Πάντως, ένα θέμα για το οποίο δεν μπορώ να εκφραστώ ακόμα με σιγουριά είναι η ποιότητα των στίχων, ενός παράγοντα που ανέκαθεν υπήρξε πολύ σημαντικός για τους Queensrÿche.

Κάποιος, δικαίως, θα ισχυριστεί ότι σε αυτή τη νέα εποχή δείχνει να περιλαμβάνεται μόνο  ένα μικρό μέρος των όσων αγάπησαν οι οπαδοί στους Queensrÿche. Λείπει η ευρηματικότητα, λείπει η πρωτοτυπία, λείπει το μεγαλείο, αλλά από την άλλη αυτά τα στοιχεία λείπουν ούτως ή άλλως από την μπάντα εδώ και 15 χρόνια. Τουλάχιστον, εδώ έχουμε συνθέσεις που στέκονται αξιοπρεπώς και δημιουργούν μετά από χρόνια ένα αξιόλογο άλμπουμ υπό το όνομα των Queensrÿche, το οποίο μπορεί να μην προσεγγίζει παλιά μεγαλεία, αλλά αφήνει πίσω του μονομιάς τις απογοητεύσεις της πρόσφατης δισκογραφίας τους.

Όπως φαίνεται, η διάσταση ήταν μεγάλη πέραν του προσωπικό και σε μουσικό επίπεδο, κρίνοντας από τις δυο παράλληλες κυκλοφορίες των δυο αποσχισμένων Queensrÿche και εν τέλει από την συμπαθητική, τολμηρή μετριότητα του Geoff θα προτιμήσω τούτο το ασφαλές, αλλά ποιοτικότερο πισωγύρισμα των υπολοίπων. Αντιμετωπίζοντάς το ως μια νέα αρχή και ελπίζοντας πως στη συνέχεια θα εμπλουτίσουν τον ήχο τους με περισσότερα συστατικά του πάλαι ποτέ κραταιού αυτού συγκροτήματος νομίζω πως αποπνέει και μια μικρή αισιοδοξία. Έχοντας βαρεθεί τις διαμάχες, με το καλλιτεχνικό ναδίρ της μπάντας ακόμα πρόσφατο και απομονώνοντας τους μουσικούς παράγοντες -έστω κι αν δεν πρόκειται για κάτι σπουδαίο- η νέα αρχή των Queensrÿche κρίνεται ως ικανοποιητική και τουλάχιστον ελπιδοφόρα.
  • SHARE
  • TWEET