Πιστεύει ακράδαντα ότι υπάρχουν μόνο δύο είδη μουσικής, η καλή και η κακή. Σχολιάζει και από τα δύο στις σελίδες του Rocking.gr, αν και οι κακές γλώσσες λένε ότι γράφει κυρίως για ό,τι είναι ή μοιάζει...
Nick Cave & The Bad Seeds
Skeleton Tree
Είναι εδώ, αλλά ταυτόχρονα είναι και ξένος.
Δεν χρειάζεται να έχει παρακολουθήσει κανείς το δράμα της προσωπικής ζωής του Nick Cave για να καταλάβει τη συναισθηματική φόρτιση υπό την οποία πραγματοποιήθηκαν οι ηχογραφήσεις του "Skeleton Tree". Ο θάνατος του δεκαπεντάχρονου γιου του πέρυσι έχει αφήσει τόσο έντονα τα σημάδια του στη μουσική του, που σχεδόν ψηλαφείς τη δυστυχία του. Οποιαδήποτε ανάλυση του δίσκου που δεν θα λαμβάνει υπόψη αυτό το στοιχείο είναι εκ προοιμίου λειψή. Από την άλλη, είναι εύκολο και να μπλεχτεί κάποιος σε μία εντελώς προσωπική ανάλυση ξεχνώντας ότι εν τέλει ένα έργο τέχνης αποκτά δικιά του ζωή όταν φύγει από τον δημιουργό του. Όταν τα αφήσουμε όλα στην άκρη, αυτό που θα κρίνει αν θα μείνει στην καρδιά μας έχει σχέση με το πόσο μπορούμε να συνδεθούμε μαζί του ή όχι.
Υπό αυτήν την οπτική το "The Skeleton Tree" είναι μάλλον ο δίσκος του Αυστραλού τον οποίο ο περισσότερος κόσμος θα ακούσει πιο αποστασιοποιημένα. Είναι δύσκολο να μπεις στο κλίμα, δύσκολο να νιώσεις τα συναισθήματα απώλειας και μη λύτρωσης που γεννάει. Γιατί αν υπάρχει κάποιο χαρακτηριστικό στον δίσκο είναι ότι ο δημιουργός του τόσο στιχουργικά όσο και μουσικά δεν επιτρέπει σε κανέναν να βρει την αχτίδα ελπίδας που ψάχνει. Δεν είναι μία γλυκιά, ρομαντική μελαγχολία που μας αφηγείται εδώ, ξεχάστε τα "Murder Ballads" και "Boatman’s Call". Το πλησιέστερο που φτάνει σε μία ψυχική ανάταση είναι, μάλλον όχι τυχαία, η συμμετοχή της soprano Else Torp στο "Distant Sky". Μία αίσθηση που προσπαθεί (;) να επαναλάβει αμέσως μετά στο ομώνυμο του δίσκου τραγούδι, αλλά μάλλον καταλήγει στην πιο αμήχανη στιγμή του "Skeleton Tree", μία μπαλάντα από τα παλιά που, όμως, ούτε με το επαναλαμβανόμενο κλείσιμο του "it’s allright now" μπορεί να πείσει ότι αποτελεί το λεγόμενο "closure". Και ίσως γι' αυτό και μουσικά είναι το μόνο μετέωρο και κάπως τετριμμένο για τα δεδομένα του Αυστραλού.
Η αλήθεια, βέβαια, είναι ότι, παρά την αίσθηση που σου δημιουργείται, μόνο λίγα τραγούδια τελικά φαίνονται να απευθύνονται στιχουργικά άμεσα στο πένθος του. Κυρίως το πρώτο, "Jesus Alone", που με την αφηγηματική ερμηνεία του Cave και τη μίνιμαλ drone ενορχήστρωση δίνει το στίγμα του άλμπουμ. Στο μεγαλύτερο μέρος του διαβάζει, θα έλεγες, έναν επικήδειο που γρήγορα γενικεύεται σε πολλά πρόσωπα και σπάει μόνο από το ψαλμωδικό "with my voice I am calling you". Ακόμα πιο αιθέριο, αλλά σαφέστατα πιο μελωδικό (προσέξτε, όμως, όχι λόγω του ίδιου του τραγουδιστή) το "Rings Of Saturn" είναι η πιο άμεση και γλυκόπικρη στιγμή του συνόλου των σαράντα λεπτών. Μία στιγμή που σαν να βιάζεται γρήγορα να τη διαλύσει με το δυσοίωνο αλλά μαγευτικό "Girl In Amber". Τα δύο τελευταία μαζί με το "I Need You", που ανοίγει σαν κάτι από τα dark '80s, τους Tuxedomoon ας πούμε, είναι αυτά που περισσότερο δείχνουν να αφήνουν την απόλυτη εσωστρέφεια και να τείνουν ένα χέρι προς τον ακροατή.
Το χαρακτηριστικότερο, ίσως, μουσικό στοιχείο του "Skeleton Tree" είναι η ουσιαστική απουσία του μπάσου που δεν γειώνει καθόλου το αποτέλεσμα αλλά το αφήνει να αιωρείται, αιθέριο αλλά βαρύ σαν τα μαύρα σύννεφα πριν τη βροχή. Απουσιάζει και το βιολί παρότι ο Warren Elis εξακολουθεί να είναι ο σημαντικότερος συνοδοιπόρος του Nick Cave και εμφανώς έχει στρέψει τους Bad Seeds προς τους Dirty Three. Για να είμαστε πιο σωστοί, κανένα όργανο δεν απουσιάζει πραγματικά αλλά όλα υπηρετούν μία επιφάνεια ήχων που κυριαρχείται από τα σύνθια και τις λούπες. Πόσο δημιουργούν με το παιχνίδι αυτό στο "Anthorocene" όπου οι δύο διαφορετικοί ρυθμοί, των ηλεκτρονισμών (sic) και της φωνητικής μελωδίας πλάθουν μία ελκυστική αντιπαράθεση. Και πόσο αποδομούν, καταστρέφουν στο "Magneto" που τα όργανα σαν λεπτή κουρτίνα σκεπάζουν τον τραγουδιστή ο οποίος σαν για να αναπνεύσει ξεπροβάλλει διαμέσου της και ξαναχάνεται πίσω της.
Το πιο ενδιαφέρον και ταυτόχρονα πιο δύσκολο για τον ακροατή χαρακτηριστικό του δίσκου είναι ότι πίσω από τις χαμηλές ταχύτητες και την επιτηδευμένα απόμακρη ενορχήστρωση κρύβεται ένας Nick Cave που αναγνωρίζουμε. Οι μανιέρες του, οι χρωματισμοί της φωνής του, ο τρόπος που συνθέτει και ο τρόπος που ερμηνεύει είναι εδώ, αλλά ταυτόχρονα είναι και ξένα. Και επειδή είναι εδώ θα τα αγαπήσουμε. Και επειδή είναι ξένα δεν θα ανατρέξουμε εύκολα ξανά σε αυτά. Καλλιτεχνικά αυτό είναι ένα σπουδαίο επίτευγμα, άξιο του θαυμασμού μας. Συναισθηματικά το τίμημα για τον ακροατή είναι βαρύ και είναι τέτοιο που ούτε πολλοί ούτε συχνά θα θέλουν να πληρώσουν.