Αντιλαμβάνεται τη μουσική άλλοτε ως μια εναλλακτική γέφυρα επικοινωνίας, άλλοτε ως ένα θέαμα βγαλμένο από το θέατρο των ονείρων κι άλλοτε ως έναν πόνο που οφείλει να βιώσει αναζητώντας μια κάποια λύτρωση....
Η Πάτρα είναι μια «δύστροπη» πόλη και η ιστορία της rock μουσικής έχει δείξει ότι ο χαρακτήρας του τόπου προέλευσής επηρεάζει το DNA της μουσικής που παράγεται σε αυτόν. Και ενώ επιφανειακά το rock στην Πάτρα είναι νεκρό (με κάθε επίγνωση του όρου) για κάποιο λόγο, υπογείως δείχνει να ζει κάπου μέσα στη μουνταμάρα του, με τη μουσική που παράγεται να είναι ανεξήγητα δυσανάλογη, τόσο ως προς την ποσότητα, όσο και ως προς την ποιότητα, σε σχέση με το τι θα περίμενε κάποιος που έχει ζήσει σε αυτήν. Αν κάποιος φτιάξει μια ιστορική γραμμή, κάποια στιγμή θα θυμηθεί τους Death Courier, θα ξεχωρίσει τους Raining Pleasure και πλέον θα πρέπει να αναφερθεί και στους Monovine.
Βγαλμένο σα να συντέθηκε είκοσι χρόνια πριν, να μην κυκλοφόρησε ποτέ από τη Sub Pop και για κάποιο λόγο να επανηχογραφήθηκε τώρα, το ντεμπούτο του πατρινού τρίο θα τραβήξει την προσοχή, καθώς ήδη αρχίζει να παίρνει την οντότητα του «talk of the town». Θα έλεγα πως οφείλεται στο ότι μια πατρινή εταιρεία (που δικαίως κάνει ντόρο γύρω από το όνομά της) παρουσιάζει κάτι τελείως ντόπιο, αλλά μιλάω για το μεγαλύτερο χωρίο που λέγεται Αθήνα ή τη χώρα μας γενικότερα, αν θέλετε.
Παρακολουθώντας τους σε ένα live πριν λίγο καιρό ακούστηκε η επισήμανση πως ο Στράτος (φωνή, κιθάρα) πρέπει να νιώθει λίγο στενοχωρημένος που δε γεννήθηκε αριστερόχειρας, καταδεικνύοντας την προφανή βασική αναφορά τους, η οποία δεν είναι άλλη από τους Nirvana. Ο ισχυρισμός έχει βάση, όμως είναι η μισή αλήθεια, καθώς το garage στοιχείο που πιθανότατα έχει να κάνει με την παραγωγή του Θάνου Αμοργινού των The Last Drive, όσο και το πραγματικά πλούσιο μουσικό background που έχουν ο Φώντας στο μπάσο (ή όποιο άλλο όργανο χρειαστεί) και ο Σωτήρης στα τύμπανα, δίνουν επιπλέον στοιχεία και ταυτότητα στο συγκρότημα.
Πατήματα για να τους παραλληλίσει κάποιος με τους Nirvana δίνουν απλόχερα σε σημεία μέσα στις συνθέσεις, όπως η μελωδία στο μέσο του "Come Out", το ανάποδο "About A Girl" της εισαγωγής του -πολύ όμορφου γενικά- "Away", η παραμόρφωση αλά "Breed" της κιθάρας στο up tempo "Morning Song", ακόμα και η ύπαρξη του hidden track. Αλλά είναι πολλά περισσότερα αυτά που θα βρει κάποιος ακούγοντας το άλμπουμ, όπως το ξέσπασμα του «I'm gonna make you understand» στο "Jesus Son" (του οποίου η τεχνοτροπία και η μπασογραμμή πάλι μου έφερε στο μυαλό το "Lounge Act") ή το τσέλο και τα κρουστά στο "Hush Now Hush", που ηχογραφήθηκε ζωντανά στο studio. Οι αναφορές -αν και πολλές- δεν πρέπει να ξενίσουν κανέναν, πόσο δε να αποτελέσουν ανασταλτικό παράγοντα, καθώς οι συνθέσεις ακούγονται αρκούντως φρέσκες και δυναμικές.
Σίγουρα υπάρχουν περιθώρια βελτίωσης και πιθανότατα στον επόμενο δίσκο τους θα χρειαστεί μια διαφοροποίηση με εισαγωγή νέων στοιχείων, αλλά είναι νωρίς να μιλάμε ακόμα για αυτό. Το "Cliché" παρουσιάζει ιδιαίτερη ομοιογένεια ως σύνολο, με δυνατή παραγωγή, τραγούδια που στηρίζονται στις διακριτές καλές μελωδίες τους και εν τέλει φαίνεται πως λειτούργησε προς όφελος της μπάντας το γεγονός πως δούλεψαν για πολύ καιρό στο τελικό αποτέλεσμα, χωρίς να βιαστούν να το κυκλοφορήσουν.
Με τον Rat Messiah -έναν ποντικό που παριστάνει μεσσία- να αποτελεί τη μασκότ που καλείται να διαδώσει το όνομα των Monovine και με ένα δυναμικό ντεμπούτο στις αποσκευές του, το πατρινό συγκρότημα θα οργώσει τις συναυλιακές σκηνές, εκεί που οι πραγματικές rock μπάντες φτιάχνουν το όνομά τους, και είμαι σίγουρος πως είναι έτοιμοι να αρπάξουν την ευκαιρία και να εδραιώσουν το όνομά τους. Το -για μια ακόμα φορά- εξαιρετικό artwork που παρείχε η Inner Ear και η (σχετικά) χαμηλή τιμή του θα πρέπει συμπληρωματικά να σας παρακινήσουν να το τιμήσετε κι εσείς.
Η Πάτρα είναι όντως μια δύστροπη πόλη, που τις περισσότερες φορές πνίγεται μόνη της στην εσωστρέφεια και τη μιζέρια της. Ευτυχώς που υπάρχει η μουσική διέξοδος και συγκροτήματα όπως οι Monovine, τα οποία εισπνέουν αυτά τα χαρακτηριστικά και τα μετατρέπουν σε κάτι δημιουργικό και εν τέλει όμορφο. Ίσως η μουσική παραγωγή να είναι ό,τι πιο αισιόδοξο έχει να επιδείξει αυτός ο τόπος...
Βγαλμένο σα να συντέθηκε είκοσι χρόνια πριν, να μην κυκλοφόρησε ποτέ από τη Sub Pop και για κάποιο λόγο να επανηχογραφήθηκε τώρα, το ντεμπούτο του πατρινού τρίο θα τραβήξει την προσοχή, καθώς ήδη αρχίζει να παίρνει την οντότητα του «talk of the town». Θα έλεγα πως οφείλεται στο ότι μια πατρινή εταιρεία (που δικαίως κάνει ντόρο γύρω από το όνομά της) παρουσιάζει κάτι τελείως ντόπιο, αλλά μιλάω για το μεγαλύτερο χωρίο που λέγεται Αθήνα ή τη χώρα μας γενικότερα, αν θέλετε.
Παρακολουθώντας τους σε ένα live πριν λίγο καιρό ακούστηκε η επισήμανση πως ο Στράτος (φωνή, κιθάρα) πρέπει να νιώθει λίγο στενοχωρημένος που δε γεννήθηκε αριστερόχειρας, καταδεικνύοντας την προφανή βασική αναφορά τους, η οποία δεν είναι άλλη από τους Nirvana. Ο ισχυρισμός έχει βάση, όμως είναι η μισή αλήθεια, καθώς το garage στοιχείο που πιθανότατα έχει να κάνει με την παραγωγή του Θάνου Αμοργινού των The Last Drive, όσο και το πραγματικά πλούσιο μουσικό background που έχουν ο Φώντας στο μπάσο (ή όποιο άλλο όργανο χρειαστεί) και ο Σωτήρης στα τύμπανα, δίνουν επιπλέον στοιχεία και ταυτότητα στο συγκρότημα.
Πατήματα για να τους παραλληλίσει κάποιος με τους Nirvana δίνουν απλόχερα σε σημεία μέσα στις συνθέσεις, όπως η μελωδία στο μέσο του "Come Out", το ανάποδο "About A Girl" της εισαγωγής του -πολύ όμορφου γενικά- "Away", η παραμόρφωση αλά "Breed" της κιθάρας στο up tempo "Morning Song", ακόμα και η ύπαρξη του hidden track. Αλλά είναι πολλά περισσότερα αυτά που θα βρει κάποιος ακούγοντας το άλμπουμ, όπως το ξέσπασμα του «I'm gonna make you understand» στο "Jesus Son" (του οποίου η τεχνοτροπία και η μπασογραμμή πάλι μου έφερε στο μυαλό το "Lounge Act") ή το τσέλο και τα κρουστά στο "Hush Now Hush", που ηχογραφήθηκε ζωντανά στο studio. Οι αναφορές -αν και πολλές- δεν πρέπει να ξενίσουν κανέναν, πόσο δε να αποτελέσουν ανασταλτικό παράγοντα, καθώς οι συνθέσεις ακούγονται αρκούντως φρέσκες και δυναμικές.
Σίγουρα υπάρχουν περιθώρια βελτίωσης και πιθανότατα στον επόμενο δίσκο τους θα χρειαστεί μια διαφοροποίηση με εισαγωγή νέων στοιχείων, αλλά είναι νωρίς να μιλάμε ακόμα για αυτό. Το "Cliché" παρουσιάζει ιδιαίτερη ομοιογένεια ως σύνολο, με δυνατή παραγωγή, τραγούδια που στηρίζονται στις διακριτές καλές μελωδίες τους και εν τέλει φαίνεται πως λειτούργησε προς όφελος της μπάντας το γεγονός πως δούλεψαν για πολύ καιρό στο τελικό αποτέλεσμα, χωρίς να βιαστούν να το κυκλοφορήσουν.
Με τον Rat Messiah -έναν ποντικό που παριστάνει μεσσία- να αποτελεί τη μασκότ που καλείται να διαδώσει το όνομα των Monovine και με ένα δυναμικό ντεμπούτο στις αποσκευές του, το πατρινό συγκρότημα θα οργώσει τις συναυλιακές σκηνές, εκεί που οι πραγματικές rock μπάντες φτιάχνουν το όνομά τους, και είμαι σίγουρος πως είναι έτοιμοι να αρπάξουν την ευκαιρία και να εδραιώσουν το όνομά τους. Το -για μια ακόμα φορά- εξαιρετικό artwork που παρείχε η Inner Ear και η (σχετικά) χαμηλή τιμή του θα πρέπει συμπληρωματικά να σας παρακινήσουν να το τιμήσετε κι εσείς.
Η Πάτρα είναι όντως μια δύστροπη πόλη, που τις περισσότερες φορές πνίγεται μόνη της στην εσωστρέφεια και τη μιζέρια της. Ευτυχώς που υπάρχει η μουσική διέξοδος και συγκροτήματα όπως οι Monovine, τα οποία εισπνέουν αυτά τα χαρακτηριστικά και τα μετατρέπουν σε κάτι δημιουργικό και εν τέλει όμορφο. Ίσως η μουσική παραγωγή να είναι ό,τι πιο αισιόδοξο έχει να επιδείξει αυτός ο τόπος...