Mono

Requiem For Hell

Temporary Residence (2016)
Από τον Μάνο Πατεράκη, 28/09/2016
Εκτός των άλλων, εδώ υπάρχει και μία από τις κορυφαίες αμιγώς post-rock συνθέσεις που έχετε ακούσει ποτέ
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Αν με ρωτήσεις ποια είναι η καλύτερη post-rock μπάντα των τελευταίων πολλών ετών, το δάχτυλό μου δίχως περιστροφές θα δείξει προς τη χώρα του ανατέλλοντος ηλίου. Οι Mono έχουν συνθέσει ένα θαυμαστό σερί από φοβερούς δίσκους, κινούμενοι πάντα μεταξύ του δέους, της άγριας ομορφιάς, της τραγικότητας και της μελαγχολίας. Τα παιχνίδια τους από αγαλλίαση σε απόκοσμη κορύφωση και τούμπαλιν έχουν μπολιάσει μέσα τους σε μια περίεργη στάση τόσο το φως όσο και το σκοτάδι -και ο φετινός τους δίσκος δεν αποτελεί εξαίρεση.

Αυτό το θαυμαστό σερί δίσκων ξεκίνησε με το τρίτο τους άλμπουμ, το "Walking Cloud and Deep Red Sky, Flag Fluttered and the Sun Shined" του 2004, συμπτωματικά όταν άρχισε και η συνεργασία τους με έναν από τους πλέον σπουδαίους σύγχρονους παραγωγούς, τον Steve Albini. Έκτοτε, κάθε δίσκος ήταν ο κορυφαίος τους και έμοιαζε ανυπέρβλητος, μέχρι τον επόμενο, που θα έπιανε κορυφές από διαφορετικές οδούς. Ο τελευταίος δίσκος στον οποίον έκανε παραγωγή ο Steve Albini ήταν το "Hymn To The Immortal Wind" του 2009.

Έπειτα από αυτό το κενό διάστημα, οι Mono περιόδευσαν πέρσι με τους Shellac (την εξαιρετική μπάντα του Steve Albini), θυμήθηκαν τα παλιά και είπαν να συνεργαστούν για ακόμη μια φορά. Το αποτέλεσμα; Το "Requiem For Hell". Στο εξώφυλλο ο πίνακας του Gustave Dore, Γάλλου ζωγράφου του 19ου αιώνα, να αναπαριστά την τελευταία σκηνή της Κόλασης του Δάντη. Ταιριαστή επιλογή, καθώς οι μουσικές που έγραψε ο Takaakira 'Taka' Goto στην ομώνυμη 18-λεπτη σύνθεση, από τις κορυφαίες της μακράς δισκογραφίας του συγκροτήματος, φλερτάρουν έντονα με μια άγρια αίσθηση του εφιαλτικού, όπως το ταξίδι στους εννιά κύκλους της Κολάσεως στο αντίστοιχο επικό ποίημα.

Το "Requiem For Hell" αποτελείται από πέντε συνθέσεις στο σύνολό του. Στο εναρκτήριο, "Death In Rebirth", οι Mono στηρίζονται στις κλασικές «διπλοπενιές» της post-rock χρήσης των κιθαρών, με μία ανατριχιαστική και πανέμορφη μελωδία που αποτελεί τη ραχοκοκαλιά. Στηρίζονται και στα εμβατηριακά ντραμς με εξαίρετο απογυμνωμένο ήχο προβάδικου, που δίνουν την αίσθηση ότι το κομμάτι προχωράει εμπρός, προς το κρεσέντο, το οποίο χτίζεται σταδιακά μέχρι το έβδομο λεπτό. Έπειτα, το πεντάλεπτο "Stellar", με ολόκληρη την ουσία του στα έγχορδα (βιολιά και τσέλο κυρίως) και μια αστρική χρήση του ήχου του ξυλοφώνου, λειτουργώντας ως ένα όμορφο ιντερλούδιο για το κυρίως πιάτο όλου του δίσκου.

Στο ομώνυμο 18-λεπτο κομμάτι, το οποίο αποτελείται άτυπα από τρία μέρη, ο Taka επιχειρεί αρχικά να σχηματίσει με τις μουσικές του την εικόνα ενός ανθρώπου με τα χέρια υψωμένα προς τον Παράδεισο. Όπως εξηγεί ο Taka, ο ίδιος άνθρωπος ξεκινάει μια περιπέτεια προς αναζήτηση του φωτός, η οποία, όμως, θα τον οδηγήσει σε εφιαλτικές και κολασμένες καταστάσεις, όταν και περπατάει μέσα στην ομίχλη της νύχτας με την ελπίδα να τον έχει εγκαταλείψει. Πρόκειται για μια εναλλαγή συναισθημάτων την οποία έχουν τελειοποιήσει οι Mono όσο κανείς άλλος. Μόνο που στο τρίτο μέρος δεν επέρχεται μια κάθαρση ή έστω μια δειλά θετική νότα όπως θα περιμέναμε. Ο άνθρωπος, έχοντας χάσει οτιδήποτε ήταν αυτό που τον κρατούσε σώο, σε μια τρομαχτική κατάσταση, κραυγάζει εγκλωβισμένος στην κόλασή του. Όλα αυτά, σκεφτείτε τα σε νότες και έχετε αυτήν την ανατριχιαστικά κορυφαία σύνθεση. Για όσους ανυπομονείτε να την ακούσετε, πάρτε μια πρώτη γεύση από μια τέλεια live εκτέλεσή του στη Lyon, αν και στο στούντιο καταλαβαίνετε πως απογειώνεται ακόμα περισσότερο.

Τα δύο κομμάτια που ακολουθούν και κλείνουν το άλμπουμ δεν βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο με τα προηγούμενα, εξ ου και το "Requiem For Hell" είναι ο πρώτος δίσκος των Mono που δεν συνεχίζει το ανοδικό σερί τους, έπειτα από την καταιγιστική και πολυαγαπημένη διπλή κυκλοφορία "The Last Dawn/Rays Of Darkness" του 2014. Όχι ότι είναι κακές, βέβαια, σε οποιοδήποτε άλλο συγκρότημα θα ήταν ανάμεσα στα κομμάτια που ξεχωρίζουν. Όμως, τόσο το "Ely’s Heartbeat", όπου ακούμε την καρδιά του αγέννητου (τότε) παιδιού του φίλου τους και ιδιοκτήτη της δισκογραφικής τους, Jeremy, όσο και το "The Last Scene", είναι απλά όμορφα χωρίς να προσδίδουν το κάτι παραπάνω στην πορεία του άλμπουμ. Είμαστε αυστηροί; Ναι, αλλά φταίει και που ακολουθούν μία από τις κορυφαίες επικές post-rock συνθέσεις, τι να κάνουμε κι εμείς;

  • SHARE
  • TWEET