Ως γνήσιο τέκνο των '80s, μεγάλωσε με Sega Master System, κάρτες «Σούπερ Ατού», Μπλεκ και φλιπεράκια. Στις αρχές των '90s μια κασέτα με το "Black Album" έπεσε στα χέρια του και του άλλαξε για πάντα...
Metallica
Hardwired... To Self-Destruct
Δίσκος με κορυφές απάτητες για τη συντριπτική πλειονότητα των metal συγκροτημάτων
Πριν ξεκινήσουμε να ξετυλίγουμε το κουβάρι της πολυαναμενόμενης δισκογραφικής επιστροφής των Metallica θα χρειαστεί να γυρίσουμε πίσω στον χρόνο στην εποχή που οι Αμερικάνοι μπήκαν στη διαδικασία σύνθεσης του "Death Magnetic", έτσι ώστε να γίνουν κάποιες απαραίτητες συγκρίσεις. Οκτώ χρόνια μετά την κυκλοφορία του, μου είναι πλέον ξεκάθαρο τι πήγε στραβά. Δεν είναι -προς Θεού- κακός δίσκος, ούτε καν μέτριος, αλλά αυτό το «μπορούσαν καλύτερα» νομίζω πως είναι κοινός τόπος μεταξύ των casual οπαδών - ακόμα και των φανμπόηδων.
Το πρώτο λάθος που έκαναν τότε ήταν η απόφαση να επιστρέψουν σε έναν ήχο που τελικά αποδείχτηκε πως δεν τους έβγαινε. Θέλανε μετά το "St. Anger" να επαναπροσδιοριστούν ως συγκρότημα και παράλληλα να χαϊδέψουν τα αφτιά των οπαδών τους γυρνώντας σε μια πιο old school προσέγγιση, αλλά όπως συμβαίνει συνήθως, όταν κάνεις κάτι με το ζόρι, αυτό αποκλείεται να είναι top επιπέδου. Το δεύτερο λάθος ήταν η πρόσληψη του Rick Rubin στη θέση του παραγωγού. Καλός, χρυσός και άγιος ο Rick, αλλά εκ του αποτελέσματος φαίνεται πως χημεία δεν υπήρχε. Οι Metallica θέλουν παραγωγό «σκύλο», να είναι στο στούντιο μέρα νύχτα και ο Rubin δεν ήταν τέτοιος. Σίγουρα είχαν και οι ίδιοι λόγο σε αυτό το υπερκομπρεσαρισμένο ηχητικό αποτέλεσμα, αλλά με κάποιον άλλον στην καρέκλα μπροστά από την κονσόλα δεν νομίζω πως θα φτάναμε εκεί. Οπότε επιστρέφουμε στο παρόν και στο "Hardwired... To Self-Destruct".
Ο Greg Fidelman χρίστηκε αυτήν τη φορά ως ο εκλεκτός να αναλάβει τα ηνία της παραγωγής και η δουλειά που έκανε -παρέα με τους Hetfield/Ulrich- είναι έτη φωτός καλύτερη από εκείνη του προκάτοχού του. Ογκωδέστατη και πεντακάθαρη. Με βάθος στα τύμπανα, μπασαρισμένη όσο χρειάζεται και κιθάρες heavy as fuck και όχι ξυράφια να σου τρυπάνε τα αφτιά. Το βασικό, όμως, θέμα/προτέρημα της νέας δουλειάς είναι η συνθετική απελευθέρωση. Το ακούς πως ο δίσκος δεν έχει ξεκάθαρο προσανατολισμό. Δεν είπαν δηλαδή «πάμε να παίξουμε γρήγορα» ή «ας κάνουμε ένα καινούριο "One"» για έτσι θέλει ο κόσμος. Όχι, αυτήν τη φορά ο μοναδικός γνώμονας ήταν να γράψουν καλά τραγούδια αντάξια της τεράστιας ιστορίας τους, χωρίς κάποια συνθετική πυξίδα μονίμως στο τραπέζι και η αλήθεια είναι πως τα κατάφεραν περίφημα. Έκατσε κάτω ο Lars παρέα με τον Hetfield και δούλεψαν σωστά. Ο ένας έβαλε την άποψη και ο άλλος τα riff. Και ω θεοί, τι riff-αρες έγραψε πάλι ο Hetfield.
Δεν είμαι από εκείνους που αισθάνονται πως πρέπει να βάζουν ταμπέλα σε κάποιον δίσκο και δεν νιώθω απαραίτητο να μπω στη διαδικασία να βρω σε ποια παλιότερη δουλειά μοιάζει το "Hardwired... To Self-Destruct". Αυτό που ακούμε είναι οι Metallica του 2016. Αυτή η παρατήρηση μου είναι αρκετή. Αν κάποιος, βέβαια, επιμείνει να γίνει μια αναφορά, θα έλεγα πως πρόκειται για έναν δίσκο που χρονικά βάσει ήχου θα τον τοποθετούσα μεταξύ "Black Album" και "Load", αλλά και με κάποια στοιχεία από τα '80s. Οπότε καταλαβαίνει κανείς από τη γενικότητα του πράγματος γιατί είναι αχρείαστη μια τέτοια συσχέτιση.
Ας πιάσουμε την απόδοση των μελών τώρα. Ο Robert Trujillo είναι κτήνος χαμηλών συχνοτήτων και γεμίζει και την παραμικρή κενή χαραμάδα με όγκο. Ο Kirk Hammett, που για κάποιον λόγο ήταν η σειρά του να φάει κράξιμο για την δημοσιουπαλληλική -και καλά- νοοτροπία του, αδικείται κατάφορα από αυτά που ακούσαμε στα πρώτα τρία τραγούδια που δώσανε στη δημοσιότητα πριν κυκλοφορήσει leak-άρει ο δίσκος. Θεωρώ πως έχει το δικό του αναγνωρίσιμο στυλ και έχει κάνει αρκετά έως πολύ καλή δουλειά. Ο Lars Ulrich, που κι αυτός αν έχει χλευαστεί όσο λίγοι, παίζει τα πιο ουσιαστικά τύμπανα εδώ και πολλά χρόνια. Χωρίς φανφάρες και άσκοπες αναζητήσεις εντυπωσιασμού στα δέρματα του σετ του, είναι απόλυτα προσηλωμένος στον ρυθμό και συνοδεύει ιδανικά το μπάσο του Robert και τις ρυθμικές κιθάρες. Τέλος θα αναφερθούμε στον απόλυτο πρωταγωνιστή που δεν είναι άλλος από τον James (τον) Hetfield. Παραφράζοντας το λαϊκό άσμα, ένα down stroke του μόνο φτάνει αεροπλάνο να σε κάνει, ενώ φωνητικά είναι σε απίστευτη φόρμα, έχοντας γράψει κάποιες καταπληκτικές και κολλητικές φωνητικές μελωδίες, αποδεικνύοντας για ακόμα μια φορά γιατί θεωρείται ένα από τα μεγαλύτερα κεφάλαια στην ιστορία της σκληρής μουσικής.
Πάμε στα τραγούδια τώρα. Δεν θα τα πιάσω με τη σειρά που βρίσκονται στον δίσκο, η οποία δουλεύει αρκετά καλά είναι η αλήθεια, αλλά θα το πάω ποιοτικά. Για αρχή, λοιπόν, θα ασχοληθώ με τις πολύ δυνατές στιγμές. To "Halo On Fire" είναι η πιο ταξιδιάρικη σύνθεση του δίσκου. Από τη δυναμική εισαγωγή στο ήρεμο κουπλέ με τους αρπισμούς και από εκεί στο ξέσπασμα στο ρεφρέν, όλα λειτουργούν τέλεια. Έρχεται, όμως, αρχικά το φοβερό γύρισμα στο μέσο του τραγουδιού, αλλά και το καταπληκτικό τελείωμα στη συνέχεια να σε στείλει αδιάβαστο. Μιλάμε για τεράστια στιγμή και από τα απόλυτα highlight του δίσκου με τις τρομερές μελωδίες και που φαντάζομαι πως θα είναι μια πολύ δυνατή στιγμή στα live τους. Το "Spit Out The Bone" είναι ίσως ό,τι πιο aggressive έχουν γράψει από το "...And Justice For All", με γαμάτο riff, solo μπάσο από τον Trujillo και μπόλικο δίκασο. Μια τέρμα νευρώδης σύνθεση με τον James να μας δίνει τα μυαλά στα χέρια με την ερμηνεία του. Από τα καλύτερα thrash τραγούδια που ακούσαμε φέτος ασυζητητί. Για το "Moth Into Flame" τα είπαμε. Μεγαλειώδης σύνθεση που παντρεύει ιδανικά διάφορες εποχές της μπάντας. Από κοντά θα βάλω και το "Atlas, Rise!" για την απλότητα και αμεσότητά του και το "Confusion" όπου το χέρι που έβαλε ο Ulrich στην εισαγωγή είναι καταφανέστατο αφού θυμίζει αρκετά το "Am I Evil", αλλά στη συνέχεια εξελίσσεται σε κάτι αρκετά περιπετειώδες με σκαμπανεβάσματα στο tempo και την διάθεση.
Το "Now That We’re Dead" είναι μια από τις περισσότερο "Load" στιγμές του δίσκου, πολύ ρυθμικό με ωραίες δυναμικές στα τύμπανα και καταπληκτική ερμηνεία από τον James. Στο "Dream No More" βγάζουν μια αρρωστίλα που θυμίζει Alice In Chains και Down, και στο ρεφρέν υπάρχει ξεκάθαρη αναφορά στο "The Thing That Should Not Be". Τι πιο λογικό άλλωστε μιας και οι στίχοι αναφέρονται στον Cthulhu, την οντότητα από το παρανοϊκό σύμπαν του Lovecraft με την οποία είχαν καταπιαστεί στο εν λόγω τραγούδι του "Master Of Puppets". Το "Here Comes Revenge" αποτελεί μια σύνθεση που μοιάζει σαν ξεχασμένη από τα sessions του "Black Album", με - για ακόμα μια φορά- σταδιακό χτίσιμο στο κουπλέ πριν έρθει ένα από τα πιο πιασάρικα ρεφρέν του δίσκου. Το δεξί χέρι του Hetfield κάνει για ακόμα μια φορά θαύματα εδώ, ενώ στο "Am I Savage" με το βαρύ του riff θαρρείς πως θέλουν να αποτίσουν έναν άτυπο φόρο τιμής στον Iommi και τους Black Sabbath. Πολύ "Load" η φάση γενικότερα.
Για το τέλος άφησα τα "Hardwired", "ManUnkind" και "Murder One". Δεν είναι ούτε κατά διάνοια filler, αλλά για την ώρα είναι εκείνα που με εντυπωσίασαν λιγότερο. Ίσως αυτό έχει να κάνει με το γεγονός πως υπάρχουν πολύ καλύτερα τραγούδια στον δίσκο συγκρινόμενα με τα οποία χάνουν, αλλά ακόμα κι έτσι έχουν κάποια στοιχεία που σου μένουν. Το "Hardwired" είναι ένα ΟΚ γρήγορο τραγούδι και χωρίς να είναι κάτι το φοβερό θα αποτελέσει ένα καλό δείγμα για να σε βάλει στο κλίμα του δίσκου. Το "ManUNkind" έχει την ωραία του στιγμή στην ερμηνεία του Hetfield πριν το solo, ενώ το "Murder One" θα το ήθελα πιο αλήτικο μιας και οι στίχοι του αναφέρονται στον Lemmy. Γενικά μου φάνηκε κάπως τζενέρικ το riff, αλλά και πάλι ο James δίνει έξτρα πόντους ανά σημεία, χωρίς ξαναλέω να είναι κάτι ιδιαίτερο.
Το "Hardwired... To Self-Destruct" ρέει αβίαστα, όμορφα, γλυκά και αλανιάρικα και στα 78 λεπτά της διάρκειάς του. Έχει τις ξεκάθαρες κορυφές του (απάτητες για τη συντριπτική πλειονότητα των metal συγκροτημάτων) και αποπνέει έναν αέρα υπεροχής στο σύνολό του που δύσκολα συναντά κανείς σε μπάντες σε τόσο προχωρημένο στάδιο της καριέρας τους. Μπορούσαν καλύτερα; Αυτό δεν μπορώ να το γνωρίζω. Σημασία έχει πως με αυτόν τον δίσκο οι πενηντάρηδες Metallica ξεπέρασαν τις προσδοκίες μου για έναν απλά καλό δίσκο και κυκλοφόρησαν κάτι με το οποίο πιθανολογώ πως θα ασχολούμαστε για πολλά χρόνια. Φαίνεται δηλαδή πως έχει τη δυναμική να γίνει ένας κλασικός δίσκος για την μπάντα.