Judas Priest
Redeemer Of Souls
Sony / Feelgood (2014)
Από τον Θοδωρή Ξουρίδα, 16/07/2014
Όσo δύσκολο είναι να διχάσει ο τελευταίος δίσκος των Judas Priest, τόσο δύσκολο είναι και να ενθουσιάσει
Δύο ήταν τα μεγάλα ερωτήματα που απασχολούσαν τους πολυπληθείς οπαδούς των Judas Priest όσο καιρό ανέμεναν τον νέο δίσκο. Το πρώτο είχε να κάνει με το κατά πόσον ο Richie Faulkner θα μπορούσε να γεμίσει τις μπότες του K.K. Downing, καθώς δεν μιλάμε για μια τυπική αντικατάσταση, αλλά τον επαναπροσδιορισμό ενός εκ των κορυφαίων και επιδραστικότερων κιθαριστικών διδύμων στην ιστορία του metal. Το δεύτερο αφορούσε την μουσική κατεύθυνση που θα επέλεγαν οι Priest: basics και classics, όπως στο φοβερό comeback του 2005, "Angel Of Retribution", ή αναζήτηση νέων και αχαρτογράφητων περιοχών, όπως συνέβη τρία χρόνια αργότερα στο love it or hate it "Nostradamus"; Λαμβάνοντας βέβαια υπόψη τα χρόνια που πέρασαν, τη φυσιολογική φθορά του χρόνου και τα διάφορα σημάδια (π.χ. Epitaph Tour), προστέθηκαν και κάποια επιπλέον ερωτήματα: Λες να 'ναι αυτό το τελευταίο άλμπουμ των Judas Priest; Πρέπει να είναι; Θα στεναχωρηθούμε αν είναι;
Οι απαντήσεις άρχισαν να διαμορφώνονται με την διάθεση για ακρόαση του ομώνυμου κομματιού του δίσκου στα τέλη του Απριλίου, ενώ τα απανωτά teaser με δείγματα ως επί το πλείστον νέων κομματιών, που ακολούθησαν, περισσότερο παρέτειναν τον εκνευρισμό μας και λιγότερο την αγωνία μας. Όπως και να 'χει, η στιγμή της επίσημης κυκλοφορίας έφτασε και από τις πρώτες ακροάσεις τα δύο βασικά ερωτήματα απαντήθηκαν με σαφήνεια. Πρώτον, ο Faulkner κατάφερε να αντεπεξέλθει στην δύσκολη ομολογουμένως αποστολή του ως αντικαταστάτης του K.K. και, δεύτερον, το μουσικό ύφος στο οποίο κινείται το "Redeemer Of Souls" είναι το κλασικό Priestικό metal που όλοι αγαπήσαμε. Ακόμη, το ότι πρόκειται για ένα τουλάχιστον καλό σε γενικές γραμμές άλμπουμ έγινε εύκολα αντιληπτό, έμενε όμως να διαπιστώσουμε το πόσο καλό είναι.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή, και τα τραγούδια ένα-ένα. Ο δίσκος ξεκινάει δυναμικά (αυτό έλειπε) με το ρυθμικό "Dragonaut" και το "Hell Patrol" της εποχής μας, "Redeemer Of Souls", οδηγεί στο εξαιρετικό "Halls Of Valhalla". Εν συνεχεία και παρά το γεγονός ότι στο "Sword Of Damocles" ξυπνούν μνήμες από "United" και "Take On The World", εμφανίζονται τα πρώτα ανησυχητικά σημάδια. Τα "March Of The Damned" και "Down In Flames" διασώζονται από τα πιασάρικα riff τους που δένουν ιδανικά με το refrain, τίποτα όμως δεν μπορεί να σώσει το υπερβολικά αδύναμο "Hell & Back". Το συμπαγές και moody "Cold Blooded" προσθέτει αρκετούς πόντους, κάτι που δεν ισχύει για το τίγκα-metal-κλισέ "Metalizer", ενώ το rhythm 'n' bluesy "Crossfire" περικλείει αρκετά ενδιαφέροντα στοιχεία, τη στιγμή που το τυπικά μυστηριώδες "Secrets Of The Dead" αποκαλύπτει μονάχα μερικά ενδιαφέροντα lead. Το "Battle Cry" αποτελεί μάλλον το καλύτερο κομμάτι του δίσκου, από την άποψη ότι σε κρατάει καρφωμένο καθ' όλη τη διάρκειά του, και το απ(α)λό "Beginning Of The End" κλείνει μάλλον αδιάφορα την κανονική έκδοση.
Τα πέντε κομμάτια που βρίσκονται στον δεύτερο δίσκο της deluxe edition δεν προσφέρουν στην πραγματικότητα κάτι διαφορετικό σε σχέση με τα δεκατρία κομμάτια της κανονικής έκδοσης. Θα μπορούσαμε μάλιστα να πούμε ότι το «εμπορικό» "Snakebite", το «μοντέρνο» "Creatures" και το «ενδιάμεσο» "Bring It On" -αλλά και η ενδιαφέρουσα μπαλάντα "Never Forget"- μάλλον αδικούνται από τη θέση τους, σε πλήρη αντίθεση με το "Sentinel" της εποχής μας, "Tears of Blood", που δεν έχει πραγματικό λόγο ύπαρξης σε καμία από τις δύο εκδόσεις.
Πριν προχωρήσουμε στην τελική ετυμηγορία, αξίζει να σταθούμε σε δύο ζητήματα που έχουν τη σημασία τους. Το πρώτο είναι η απόδοση του Rob Halford και το δεύτερο η παραγωγή. Όσον αφορά το πρώτο, είναι δυστυχώς φανερό πως ο Metal God περιορίζεται στο να ερμηνεύει με την χαρακτηριστική χροιά του, αδυνατώντας να προσφέρει τις συγκινήσεις του παρελθόντος, όταν δηλαδή έσκιζε ό,τι έπεφτε στα χέρια του. Η συγκεκριμένη διαπίστωση βέβαια δεν αποτελεί μομφή, αλλά απλή συνειδητοποίηση της εποχής που βρισκόμαστε και των χρόνων που βαραίνουν πλέον τη πλάτη. Η παραγωγή τώρα, χωρίς φυσικά να είναι κακή (αλίμονο), πιστεύω ότι θα μπορούσε να είναι καλύτερη. Το πρόβλημα εντοπίζεται στα αρκετά μπασαρισμένα τύμπανα και τις παλιακές, με την κακή, '80s έννοια, κιθάρες. Άποψη θα πει κάποιος και θα το δεχτώ, επιτρέψτε μου όμως να προτιμώ μια σύγχρονη δεμένη παραγωγή και όχι πισωγυρίσματα, από τη στιγμή μάλιστα που υποτίθεται πως η επιστήμη έχει προοδεύσει και ειδικά τα μεγάλα συγκροτήματα έχουν όλα τα μέσα στη διάθεσή τους.
Και φτάνουμε στο δια ταύτα: Το "Redeemer Of Souls" διαθέτει κιθαριστική δουλειά που θα ζήλευαν τα περισσότερα συγκροτήματα, τη μοναδική χροιά του Halford και το κλασικό μεταλλικό ύφος που εφηύραν οι Priest, του λείπουν όμως τα τραγούδια που θα μείνουν στη μνήμη του κόσμου. Και αυτό γιατί μπορεί κάθε κομμάτι έχει τις στιγμές του όταν το ακούς, αυτές όμως είναι τόσο κλισαρισμένες που όταν έρχεται το επόμενο τις έχεις σχεδόν ξεχάσει. Τι φταίει γι' αυτό; Η αναγκαιότητα και η ματαιότητα ίσως να προκύψει ένας κλασικός δίσκος. Όταν το επιθυμητό αποτέλεσμα γίνεται το μέσο, στην πραγματικότητα δεν υπάρχει πλάνο και οι συντελεστές παγιδεύονται σε γενικότητες, αδυνατώντας να λειτουργήσουν συντονισμένα. Με όλο τον σεβασμό, από τους Judas Priest έχω απαίτηση να γράψουν δέκα πολύ καλά τραγούδια, αντί για δεκαοκτώ από μέτρια έως αρκετά καλά, ή για να το πούμε διαφορετικά, έναν πολύ καλό δίσκο αντί για έναν απλά καλό.
Θα είναι λοιπόν αυτό το κύκνειο άσμα των Judas Priest; Ο χρόνος δεν αφήνει πλέον πολλά περιθώρια, ακόμη κι αν ο Halford δηλώνει πως «όταν φτάνεις κοντά στο τέλος, συνειδητοποιείς ότι δεν θέλεις να σταματήσεις». Πρέπει να είναι; Κρίνοντας εκ του τελευταίου αποτελέσματος, δεν είναι λογικό να περιμένει κανείς σε μερικά χρόνια κάτι καλύτερο, οπότε ναι. Θα στεναχωρηθούμε αν είναι; Κανονικά δεν πρέπει, από την άποψη πως την τελευταία δεκαετία είχαμε τρεις νέους δίσκους και τους είδαμε αρκετές φορές ζωντανά, χωρίς να αποκλείεται να τους ξαναδούμε. Φυσικά μας λυπεί η ιδέα ότι αργά ή γρήγορα δεν θα υπάρχουν οι Priest, πρέπει να αποδεχτούμε όμως ότι αντικειμενικά είναι πολύ δύσκολο να παίζεις metal στα 70, και ότι στην περίπτωση των Priest δεν γίνεται να συμβιβαστούμε με οτιδήποτε λιγότερο.
Οι απαντήσεις άρχισαν να διαμορφώνονται με την διάθεση για ακρόαση του ομώνυμου κομματιού του δίσκου στα τέλη του Απριλίου, ενώ τα απανωτά teaser με δείγματα ως επί το πλείστον νέων κομματιών, που ακολούθησαν, περισσότερο παρέτειναν τον εκνευρισμό μας και λιγότερο την αγωνία μας. Όπως και να 'χει, η στιγμή της επίσημης κυκλοφορίας έφτασε και από τις πρώτες ακροάσεις τα δύο βασικά ερωτήματα απαντήθηκαν με σαφήνεια. Πρώτον, ο Faulkner κατάφερε να αντεπεξέλθει στην δύσκολη ομολογουμένως αποστολή του ως αντικαταστάτης του K.K. και, δεύτερον, το μουσικό ύφος στο οποίο κινείται το "Redeemer Of Souls" είναι το κλασικό Priestικό metal που όλοι αγαπήσαμε. Ακόμη, το ότι πρόκειται για ένα τουλάχιστον καλό σε γενικές γραμμές άλμπουμ έγινε εύκολα αντιληπτό, έμενε όμως να διαπιστώσουμε το πόσο καλό είναι.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή, και τα τραγούδια ένα-ένα. Ο δίσκος ξεκινάει δυναμικά (αυτό έλειπε) με το ρυθμικό "Dragonaut" και το "Hell Patrol" της εποχής μας, "Redeemer Of Souls", οδηγεί στο εξαιρετικό "Halls Of Valhalla". Εν συνεχεία και παρά το γεγονός ότι στο "Sword Of Damocles" ξυπνούν μνήμες από "United" και "Take On The World", εμφανίζονται τα πρώτα ανησυχητικά σημάδια. Τα "March Of The Damned" και "Down In Flames" διασώζονται από τα πιασάρικα riff τους που δένουν ιδανικά με το refrain, τίποτα όμως δεν μπορεί να σώσει το υπερβολικά αδύναμο "Hell & Back". Το συμπαγές και moody "Cold Blooded" προσθέτει αρκετούς πόντους, κάτι που δεν ισχύει για το τίγκα-metal-κλισέ "Metalizer", ενώ το rhythm 'n' bluesy "Crossfire" περικλείει αρκετά ενδιαφέροντα στοιχεία, τη στιγμή που το τυπικά μυστηριώδες "Secrets Of The Dead" αποκαλύπτει μονάχα μερικά ενδιαφέροντα lead. Το "Battle Cry" αποτελεί μάλλον το καλύτερο κομμάτι του δίσκου, από την άποψη ότι σε κρατάει καρφωμένο καθ' όλη τη διάρκειά του, και το απ(α)λό "Beginning Of The End" κλείνει μάλλον αδιάφορα την κανονική έκδοση.
Τα πέντε κομμάτια που βρίσκονται στον δεύτερο δίσκο της deluxe edition δεν προσφέρουν στην πραγματικότητα κάτι διαφορετικό σε σχέση με τα δεκατρία κομμάτια της κανονικής έκδοσης. Θα μπορούσαμε μάλιστα να πούμε ότι το «εμπορικό» "Snakebite", το «μοντέρνο» "Creatures" και το «ενδιάμεσο» "Bring It On" -αλλά και η ενδιαφέρουσα μπαλάντα "Never Forget"- μάλλον αδικούνται από τη θέση τους, σε πλήρη αντίθεση με το "Sentinel" της εποχής μας, "Tears of Blood", που δεν έχει πραγματικό λόγο ύπαρξης σε καμία από τις δύο εκδόσεις.
Πριν προχωρήσουμε στην τελική ετυμηγορία, αξίζει να σταθούμε σε δύο ζητήματα που έχουν τη σημασία τους. Το πρώτο είναι η απόδοση του Rob Halford και το δεύτερο η παραγωγή. Όσον αφορά το πρώτο, είναι δυστυχώς φανερό πως ο Metal God περιορίζεται στο να ερμηνεύει με την χαρακτηριστική χροιά του, αδυνατώντας να προσφέρει τις συγκινήσεις του παρελθόντος, όταν δηλαδή έσκιζε ό,τι έπεφτε στα χέρια του. Η συγκεκριμένη διαπίστωση βέβαια δεν αποτελεί μομφή, αλλά απλή συνειδητοποίηση της εποχής που βρισκόμαστε και των χρόνων που βαραίνουν πλέον τη πλάτη. Η παραγωγή τώρα, χωρίς φυσικά να είναι κακή (αλίμονο), πιστεύω ότι θα μπορούσε να είναι καλύτερη. Το πρόβλημα εντοπίζεται στα αρκετά μπασαρισμένα τύμπανα και τις παλιακές, με την κακή, '80s έννοια, κιθάρες. Άποψη θα πει κάποιος και θα το δεχτώ, επιτρέψτε μου όμως να προτιμώ μια σύγχρονη δεμένη παραγωγή και όχι πισωγυρίσματα, από τη στιγμή μάλιστα που υποτίθεται πως η επιστήμη έχει προοδεύσει και ειδικά τα μεγάλα συγκροτήματα έχουν όλα τα μέσα στη διάθεσή τους.
Και φτάνουμε στο δια ταύτα: Το "Redeemer Of Souls" διαθέτει κιθαριστική δουλειά που θα ζήλευαν τα περισσότερα συγκροτήματα, τη μοναδική χροιά του Halford και το κλασικό μεταλλικό ύφος που εφηύραν οι Priest, του λείπουν όμως τα τραγούδια που θα μείνουν στη μνήμη του κόσμου. Και αυτό γιατί μπορεί κάθε κομμάτι έχει τις στιγμές του όταν το ακούς, αυτές όμως είναι τόσο κλισαρισμένες που όταν έρχεται το επόμενο τις έχεις σχεδόν ξεχάσει. Τι φταίει γι' αυτό; Η αναγκαιότητα και η ματαιότητα ίσως να προκύψει ένας κλασικός δίσκος. Όταν το επιθυμητό αποτέλεσμα γίνεται το μέσο, στην πραγματικότητα δεν υπάρχει πλάνο και οι συντελεστές παγιδεύονται σε γενικότητες, αδυνατώντας να λειτουργήσουν συντονισμένα. Με όλο τον σεβασμό, από τους Judas Priest έχω απαίτηση να γράψουν δέκα πολύ καλά τραγούδια, αντί για δεκαοκτώ από μέτρια έως αρκετά καλά, ή για να το πούμε διαφορετικά, έναν πολύ καλό δίσκο αντί για έναν απλά καλό.
Θα είναι λοιπόν αυτό το κύκνειο άσμα των Judas Priest; Ο χρόνος δεν αφήνει πλέον πολλά περιθώρια, ακόμη κι αν ο Halford δηλώνει πως «όταν φτάνεις κοντά στο τέλος, συνειδητοποιείς ότι δεν θέλεις να σταματήσεις». Πρέπει να είναι; Κρίνοντας εκ του τελευταίου αποτελέσματος, δεν είναι λογικό να περιμένει κανείς σε μερικά χρόνια κάτι καλύτερο, οπότε ναι. Θα στεναχωρηθούμε αν είναι; Κανονικά δεν πρέπει, από την άποψη πως την τελευταία δεκαετία είχαμε τρεις νέους δίσκους και τους είδαμε αρκετές φορές ζωντανά, χωρίς να αποκλείεται να τους ξαναδούμε. Φυσικά μας λυπεί η ιδέα ότι αργά ή γρήγορα δεν θα υπάρχουν οι Priest, πρέπει να αποδεχτούμε όμως ότι αντικειμενικά είναι πολύ δύσκολο να παίζεις metal στα 70, και ότι στην περίπτωση των Priest δεν γίνεται να συμβιβαστούμε με οτιδήποτε λιγότερο.