Μοιράζεται τις απόψεις του για τη μουσική σταθερά από το 2004 στο Rocking.gr ενώ από το 2011 έχει αναλάβει το ρόλο του αρχισυντάκτη στο νo1 rock site της χώρας. Ακούει κλασικό ροκ και οτιδήποτε...
Ήταν φανερό πως πλησίαζε η στιγμή που ο Αμερικανός bluesman Joe Bonamassa θα έπαιρνε το κομμάτι της δημοφιλίας που του αξίζει και στην Ευρώπη. Χρειάστηκε 10 χρόνια, δέκα άλμπουμ και περίπου 2.000 συναυλίες, όπως γράφει ο ίδιος στην πρώτη σελίδα της deluxe version του νέου άλμπουμ του με τίτλο "Dust Bowl". Αλλά τα κατάφερε. Και πλέον ο Seasick Steve έχει αντίπαλο δέος για τα blues σκήπτρα στο Ηνωμένο Βασίλειο αλλά και την υπόλοιπη Ευρώπη.
Η μπίλια έκατσε στο Νο12 για τον Joe στα UK charts και o Seasick Steve νοιώθει καυτή την ανάσα του συμπατριώτη του στην κούρσα για την blues πρωτιά στο Ηνωμένο Βασίλειο. Μετά το sold out στο Royal Albert Hall το 2009 και τα 5.200 εισιτήρια του Hammersmith Apollo to 2010 (το μεγαλύτερο κοινό σε συναυλία του) είναι πια φανερό ότι η κατάκτηση της Γηραιάς Αλβιώνος είναι πολύ κοντά.
Ο Bonamassa είναι το κλασικό παράδειγμα του δουλευταρά της μουσικής, που όχι μόνο εκμεταλλεύτηκε το μεγάλο του ταλέντο στην κιθάρα, αλλά σταδιακά βελτίωσε αισθητά και άλλους -απαραίτητους για ένα μουσικό- τομείς που αρχικά υστερούσε. Ο φέρελπις κιθαρισταράς του "A New Day Yesterday" (2001) έχει μεταμορφωθεί σε ολοκληρωμένο καλλιτέχνη, που τραγουδά, γράφει στίχους και συνθέτει σε πολύ υψηλό επίπεδο. Βάλτε και τον Kevin Shirley στην εξίσωση, ο οποίος μαγειρεύει μαεστρικά τα συστατικά από το 2006, και το αποτέλεσμα είναι ένα σερί 5 υπέροχων studio άλμπουμ, που ανέδειξαν τον Joe Bonamassa σε κυρίαρχο στον blues κόσμο και -όπως φαίνεται- σύντομα σε ολόκληρο το μουσικό στερέωμα.
Το "Dust Bowl" περιέχει όλα τα συστατικά για τη μαγική συνταγή. Δουλεμένο στίχο, στέρεα δομημένες συνθέσεις, all-star συνεργασίες και εμπνευσμένες διασκευές. Από τη σύνθεση των Bonamassa και Shirley, "Slow Train", που ανοίγει το άλμπουμ, με τα όργανα να μιμούνται την επιτάχυνση της αμαξοστοιχίας, μέχρι την υπέροχα φερμένη στα blues μέτρα διασκευή στο "Prisoner" της Barbra Streisand (ναι, καλά διαβάσατε, για την ηθοποιό-τραγουδίστρια με τη μεγάλη μύτη μιλάμε) δεν υπάρχει αδύναμη στιγμή, προχειρότητα ή βιασύνη σε αυτή τη δουλειά.
Υπάρχει όμως και πάλι η σοφά μετρημένη ενσωμάτωση ανατολίτικων και ελληνικών στοιχείων στο ομώνυμο τραγούδι και στο "Black Lung Heartache", με το τελευταίο να ξεκινά σε στυλ "Battle Of Evermore" και να καταλήγει Kashmirικά με ένα riff που σου παίρνει το μυαλό και δε θες να τελειώσει. Υπάρχουν επίσης slow blues, όπως τα "The Meaning Of The Blues" και "The Last Matador Of Bayonne", που θα εκτόπιζαν άνετα τραγούδια από τα πιο πετυχημένα άλμπουμ του Gary Moore. Υπάρχουν υπέροχες εκτελέσεις συνθέσεων των Vince Gill και John Hiatt με τους ίδιους στα φωνητικά (και στις κιθάρες στην περίπτωση του Gill) να φέρνουν έναν άλλον αέρα στο άλμπουμ. Υπάρχει το ντουέτο Bonamassa / Hughes στο "Heartbreaker" των Free σε μια εκτέλεση - φωτιά στα μικρόφωνα, που σε βάζει σε ανούσιες συγκρίσεις και ονειρώξεις τύπου Paul Rodgers και Glenn Hughes στην ίδια σκηνή να κάνουν δημιουργικές φωνητικές κόντρες, ενώ ο Bonamassa σκεπάζει το σύμπαν με τα υπέροχα solo του. Υπάρχει δουλεμένη στιχουργική που κινείται ανάμεσα στις ανασφάλειες και τα βιώματα του δημιουργού, αποφεύγοντας τις κοινότυπες blues λακούβες τύπου «Ι am the man», «you are my woman» και «my baby left me» - κάτι που ομολογεί και ο ίδιος στον Henry Yates που υπογράφει το βιογραφικό "The Story So Far..." (44 σελίδων παρακαλώ), το οποίο εμπεριέχεται στην deluxe version του cd. Τέλος, υπάρχει ο Kevin Shirley που φροντίζει να κρατά την ισορροπία μεταξύ της ωμής live ηχογράφησης και της «λουστραρισμένης» παραγωγής, παραδίδοντας τελικά ένα χορταστικό αποτέλεσμα που αναδεικνύει όλα τα καλά στοιχεία των 12 συνθέσεων.
Κι αν η ζωή του Bonamassa -όπως γράφει ο ίδιος στο συνοδευτικό σημείωμα του άλμπουμ- μοιάζει με την αμμοθύελλα του εμπνευσμένου από τα «Βρώμικα 30s» εξωφύλλου (πρόκειται για μια μαύρη περίοδο για την Αμερική, όπου η μακρόχρονη ξηρασία, ακολουθούμενη από τρομερές αμμοθύελλες, προκάλεσε μεγάλες ζημιές στον αγροτικό κόσμο, οδηγώντας σε μεγάλη εσωτερική μετανάστευση), η δισκογραφία του δείχνει να κυλά σε στέρεες ράγες -ποιοτικά σταθερή και εμπορικά ανοδική- στο τέρμα των οποίων αχνοφαίνεται η θέση του στο blues πάνθεον.
15 seconds review (εμπρός στον rock ψυχίατρο):
Slow Train: Steamy Blues Locomotive
Dust Bowl: Slow Dusty Blues
Tennessee Plates: Cruising & Rocking in Nashville
The Meaning of the Blues: From classy Jazz to Electrified Blues
Black Lung Heartache: Joe wins the Battle of Kashmir
You Better Watch Yourself: From Little Walter to Big Joe
The Last Matador of Bayonne: The Last King of Blues
Heartbreaker: Paul Vs Glenn: Call it a tie
No Love on the Street: Love for Tim "Sloe Gin" Curry
The Whale that Swallowed Jonah: Rocking with a difference
Sweet Rowena: Vince Gill sweetens our soul
Prisoner: Free Laura Mars Blues
Η μπίλια έκατσε στο Νο12 για τον Joe στα UK charts και o Seasick Steve νοιώθει καυτή την ανάσα του συμπατριώτη του στην κούρσα για την blues πρωτιά στο Ηνωμένο Βασίλειο. Μετά το sold out στο Royal Albert Hall το 2009 και τα 5.200 εισιτήρια του Hammersmith Apollo to 2010 (το μεγαλύτερο κοινό σε συναυλία του) είναι πια φανερό ότι η κατάκτηση της Γηραιάς Αλβιώνος είναι πολύ κοντά.
Ο Bonamassa είναι το κλασικό παράδειγμα του δουλευταρά της μουσικής, που όχι μόνο εκμεταλλεύτηκε το μεγάλο του ταλέντο στην κιθάρα, αλλά σταδιακά βελτίωσε αισθητά και άλλους -απαραίτητους για ένα μουσικό- τομείς που αρχικά υστερούσε. Ο φέρελπις κιθαρισταράς του "A New Day Yesterday" (2001) έχει μεταμορφωθεί σε ολοκληρωμένο καλλιτέχνη, που τραγουδά, γράφει στίχους και συνθέτει σε πολύ υψηλό επίπεδο. Βάλτε και τον Kevin Shirley στην εξίσωση, ο οποίος μαγειρεύει μαεστρικά τα συστατικά από το 2006, και το αποτέλεσμα είναι ένα σερί 5 υπέροχων studio άλμπουμ, που ανέδειξαν τον Joe Bonamassa σε κυρίαρχο στον blues κόσμο και -όπως φαίνεται- σύντομα σε ολόκληρο το μουσικό στερέωμα.
Το "Dust Bowl" περιέχει όλα τα συστατικά για τη μαγική συνταγή. Δουλεμένο στίχο, στέρεα δομημένες συνθέσεις, all-star συνεργασίες και εμπνευσμένες διασκευές. Από τη σύνθεση των Bonamassa και Shirley, "Slow Train", που ανοίγει το άλμπουμ, με τα όργανα να μιμούνται την επιτάχυνση της αμαξοστοιχίας, μέχρι την υπέροχα φερμένη στα blues μέτρα διασκευή στο "Prisoner" της Barbra Streisand (ναι, καλά διαβάσατε, για την ηθοποιό-τραγουδίστρια με τη μεγάλη μύτη μιλάμε) δεν υπάρχει αδύναμη στιγμή, προχειρότητα ή βιασύνη σε αυτή τη δουλειά.
Υπάρχει όμως και πάλι η σοφά μετρημένη ενσωμάτωση ανατολίτικων και ελληνικών στοιχείων στο ομώνυμο τραγούδι και στο "Black Lung Heartache", με το τελευταίο να ξεκινά σε στυλ "Battle Of Evermore" και να καταλήγει Kashmirικά με ένα riff που σου παίρνει το μυαλό και δε θες να τελειώσει. Υπάρχουν επίσης slow blues, όπως τα "The Meaning Of The Blues" και "The Last Matador Of Bayonne", που θα εκτόπιζαν άνετα τραγούδια από τα πιο πετυχημένα άλμπουμ του Gary Moore. Υπάρχουν υπέροχες εκτελέσεις συνθέσεων των Vince Gill και John Hiatt με τους ίδιους στα φωνητικά (και στις κιθάρες στην περίπτωση του Gill) να φέρνουν έναν άλλον αέρα στο άλμπουμ. Υπάρχει το ντουέτο Bonamassa / Hughes στο "Heartbreaker" των Free σε μια εκτέλεση - φωτιά στα μικρόφωνα, που σε βάζει σε ανούσιες συγκρίσεις και ονειρώξεις τύπου Paul Rodgers και Glenn Hughes στην ίδια σκηνή να κάνουν δημιουργικές φωνητικές κόντρες, ενώ ο Bonamassa σκεπάζει το σύμπαν με τα υπέροχα solo του. Υπάρχει δουλεμένη στιχουργική που κινείται ανάμεσα στις ανασφάλειες και τα βιώματα του δημιουργού, αποφεύγοντας τις κοινότυπες blues λακούβες τύπου «Ι am the man», «you are my woman» και «my baby left me» - κάτι που ομολογεί και ο ίδιος στον Henry Yates που υπογράφει το βιογραφικό "The Story So Far..." (44 σελίδων παρακαλώ), το οποίο εμπεριέχεται στην deluxe version του cd. Τέλος, υπάρχει ο Kevin Shirley που φροντίζει να κρατά την ισορροπία μεταξύ της ωμής live ηχογράφησης και της «λουστραρισμένης» παραγωγής, παραδίδοντας τελικά ένα χορταστικό αποτέλεσμα που αναδεικνύει όλα τα καλά στοιχεία των 12 συνθέσεων.
Κι αν η ζωή του Bonamassa -όπως γράφει ο ίδιος στο συνοδευτικό σημείωμα του άλμπουμ- μοιάζει με την αμμοθύελλα του εμπνευσμένου από τα «Βρώμικα 30s» εξωφύλλου (πρόκειται για μια μαύρη περίοδο για την Αμερική, όπου η μακρόχρονη ξηρασία, ακολουθούμενη από τρομερές αμμοθύελλες, προκάλεσε μεγάλες ζημιές στον αγροτικό κόσμο, οδηγώντας σε μεγάλη εσωτερική μετανάστευση), η δισκογραφία του δείχνει να κυλά σε στέρεες ράγες -ποιοτικά σταθερή και εμπορικά ανοδική- στο τέρμα των οποίων αχνοφαίνεται η θέση του στο blues πάνθεον.
15 seconds review (εμπρός στον rock ψυχίατρο):
Slow Train: Steamy Blues Locomotive
Dust Bowl: Slow Dusty Blues
Tennessee Plates: Cruising & Rocking in Nashville
The Meaning of the Blues: From classy Jazz to Electrified Blues
Black Lung Heartache: Joe wins the Battle of Kashmir
You Better Watch Yourself: From Little Walter to Big Joe
The Last Matador of Bayonne: The Last King of Blues
Heartbreaker: Paul Vs Glenn: Call it a tie
No Love on the Street: Love for Tim "Sloe Gin" Curry
The Whale that Swallowed Jonah: Rocking with a difference
Sweet Rowena: Vince Gill sweetens our soul
Prisoner: Free Laura Mars Blues