Αντιλαμβάνεται τη μουσική άλλοτε ως μια εναλλακτική γέφυρα επικοινωνίας, άλλοτε ως ένα θέαμα βγαλμένο από το θέατρο των ονείρων κι άλλοτε ως έναν πόνο που οφείλει να βιώσει αναζητώντας μια κάποια λύτρωση....
Τελικά κάθε επιμέρους τμήμα της ζωής μας είναι μια μικρογραφία της κοινωνίας και της γενικότερης συμπεριφοράς μας, αφού όλες οι εκφάνσεις έχουν την ίδια κατάληξη, αν παρατηρήσει κάποιος πιο προσεκτικά. Βλέπουμε ειδήσεις και νομίζουμε πως ξέρουμε καλύτερα πώς πρέπει να διοικηθεί η χώρα, παρακολουθούμε μερικούς αγώνες ποδοσφαίρου και θεωρούμε πως μπορούμε να υποδείξουμε στον προπονητή πώς πρέπει να κάνει τη δουλειά του, ακούμε heavy metal και πιστεύουμε ότι μπορούμε να πούμε στους Iron Maiden πως πρέπει να παίζουν.
Ζωσμένοι με πυρομαχικά -επιχειρήματα δεν τα λες συνήθως– ένθεν και ένθεν αρχίζουν οι εχθροπραξίες μεταξύ οπαδών και αντιπάλων. Πάντα έτσι ήταν, απλά σήμερα είναι στην πόρτα σου, όπως και κάθε άλλη (χρήσιμη ή μη) πληροφορία μέσω του διαδικτύου, με τη δύναμη που έχει αυτό να τη διογκώνει. Από την άλλη, επικρατεί μια πρεμούρα να πει ο καθένας την άποψή του, επίσημη και μη, κάτι που καταδεικνύει πως ζούμε στην εποχή της ταχύτητας της πληροφορίας και των εντυπώσεων, παρά στην ουσία. Πραγματικά γελάω με όσους νομίζουν ότι μπορούν να εκφέρουν ουσιαστική άποψη για το "The Final Frontier" μετά από 1-2 ακροάσεις, αφού όλοι νομίζουν πως έχουν ακούσει τόσο πολύ Maiden στη ζωή τους, που είναι πολύ εύκολο εγχείρημα να κρίνεις και την εκάστοτε νέα δουλειά τους.
Όσο και να θέλουν κάποιοι να διατυμπανίζουν το αντίθετο, οι Iron Maiden είναι ακόμα σήμερα ένας ζωντανός οργανισμός, μια μπάντα που προσφέρει, που μπορεί να πει κάποιος ότι -παρά το δυσθεώρητο μέγεθός της - μεγαλώνει. Το μεγαλύτερο προσόν της είναι ότι κινείται με τις επιταγές των αναγκών των μουσικών της, δηλαδή το όραμα του Steve Harris, τις ερμηνείες του Bruce Dickinson και το συνθετικό οίστρο του Andrian Smith κατά κύριο λόγο. Η νέα τους δουλειά έρχεται να παρουσιάσει αυτό που οι ίδιοι θέλουν να παρουσιάσουν και όχι απαραίτητα αυτό που οι οπαδοί τους θέλουν να ακούσουν από αυτούς. Δεν έχει εμπορικές δεσμεύσεις και απόδειξη τα περίπου 77 λεπτά διάρκειάς του και οι επιμέρους διάρκειες των τραγουδιών. Κάποιοι θα τους κατηγορήσουν για απόκλιση σε πιο progressive για τα δεδομένα τους μονοπάτια, όταν άλλοι θα τους κατηγορήσουν για προσκόλληση σε δεδομένες λογικές σύνθεσης που περιέχουν μεγάλες (συνήθως ακουστικές) εισαγωγές και outro. Σε όλα μέσα είναι, αλλά χάνουν την ουσία που βρίσκεται στα τραγούδια και είναι οι μελωδίες, είναι τα refrain, είναι οι ερμηνείες.
Η εισαγωγή θα μπορούσε να είναι αποκομμένη από το ομώνυμο τραγούδι, το οποίο βρίσκω αρκετά συμπαθητικό, αλλά όχι εξαιρετικό, ενώ, όπως περίμενα, το "El Dorado" ακούγεται καλύτερο στη ροή του δίσκου, με αρκετά φρέσκα στοιχεία στον ήχο, όπως την πολύ ωραία μελωδία στη γέφυρα. Tο πραγματικά προοδευτικό τραγούδι του δίσκου είναι το "Mother Of Mercy", στο οποίο περνάει αρκετή ώρα και κάμποσα διαφορετικά σημεία μέχρι να επαναληφθεί κάποιο μέρος, σε μια σπουδαία σύνθεση, όντας ήδη ένα από τα αγαπημένα μου τραγούδια στο album. Το "Coming Home" διακρίνεται για το μη απλοϊκό refrain του ως η μπαλάντα του δίσκου και το "The Alchemist", παρόλο που είναι το πιο τυπικό up tempo τραγούδι του δίσκου, δεν ξεχωρίζει, αφού, χωρίς να είναι κακό, οι Maiden έχουν γράψει καλύτερα αντίστοιχα τραγούδια. Από εκεί και πέρα έχουμε μεγάλα σε διάρκεια κομμάτια, που κάθε ένα από αυτά έχει πολλή μουσική μέσα του και αρκετές επιμέρους όμορφες στιγμές, όπως το μεσαίο σημείο στο "Isle Of Avalon", την "Infinite Dreams" τεχνοτροπία του τρομερού "Starblind" και τον παραλληλισμό του "The Talisman" με το "Book Of Thel" από το "The Chemical Wedding" του Dickinson, ενώ το πιο τυπικό από όλα είναι μάλλον το "The Man Who Would Be King". Οι κολλητικές μελωδίες του "When The Wild Wind Blows" μπορούν να γίνουν κλασσικά sing along σημεία σε μελλοντικές συναυλίες, σε ένα τραγούδι που κλείνει το δίσκο χωρίς να καταλάβεις πότε πέρασαν τα 11 παρακαλώ λεπτά διάρκειάς του.
Οι Iron Maiden, σχεδόν 30 χρόνια μετά το ντεμπούτο τους, έχουν μεταλλαχθεί από το συγκρότημα που υμνούσε την αλητεία των 18χρονων στους δρόμους του Λονδίνου, στο συγκρότημα που προβληματίζεται μέσω της μουσικής του και μάλλον απευθύνεται πλέον στον 30άρη οπαδό της μουσικής του. Δώστε βάση στους στίχους, στις μελωδίες και στην πληθώρα των ιδεών ή την παραγωγή, αλλά προπάντων δώστε ακροάσεις. Οι Iron Maiden συνεχίζουν να διαθέτουν τον καλύτερο metal τραγουδιστή και να παρουσιάζουν φρέσκες ιδέες, κερδίζοντας πολλούς οπαδούς για κάθε έναν παλιό που χάνουν. Είναι το καλύτερο album μετά το reunion; Μάλλον όχι. Το λιγότερο καλό; Πιθανόν. Μπορεί να συγκλονίσει έναν μέσο οπαδό; Δύσκολα. Είναι αξιόλογο ως κυκλοφορία; Αδιαμφισβήτητα. Με την επιλογή που έχουν κάνει οι Iron Maiden για τη στροφή στη μουσική τους δε θα τους κερδίσουν όλους και αυτό είναι απολύτως θεμιτό, αλλά ας τους κρίνουμε για αυτό που έχουν να προτείνουν και θεωρώ πως αυτό που κάνουν οι Iron Maiden το κάνουν πραγματικά καλά. «Up the what?»
Ζωσμένοι με πυρομαχικά -επιχειρήματα δεν τα λες συνήθως– ένθεν και ένθεν αρχίζουν οι εχθροπραξίες μεταξύ οπαδών και αντιπάλων. Πάντα έτσι ήταν, απλά σήμερα είναι στην πόρτα σου, όπως και κάθε άλλη (χρήσιμη ή μη) πληροφορία μέσω του διαδικτύου, με τη δύναμη που έχει αυτό να τη διογκώνει. Από την άλλη, επικρατεί μια πρεμούρα να πει ο καθένας την άποψή του, επίσημη και μη, κάτι που καταδεικνύει πως ζούμε στην εποχή της ταχύτητας της πληροφορίας και των εντυπώσεων, παρά στην ουσία. Πραγματικά γελάω με όσους νομίζουν ότι μπορούν να εκφέρουν ουσιαστική άποψη για το "The Final Frontier" μετά από 1-2 ακροάσεις, αφού όλοι νομίζουν πως έχουν ακούσει τόσο πολύ Maiden στη ζωή τους, που είναι πολύ εύκολο εγχείρημα να κρίνεις και την εκάστοτε νέα δουλειά τους.
Όσο και να θέλουν κάποιοι να διατυμπανίζουν το αντίθετο, οι Iron Maiden είναι ακόμα σήμερα ένας ζωντανός οργανισμός, μια μπάντα που προσφέρει, που μπορεί να πει κάποιος ότι -παρά το δυσθεώρητο μέγεθός της - μεγαλώνει. Το μεγαλύτερο προσόν της είναι ότι κινείται με τις επιταγές των αναγκών των μουσικών της, δηλαδή το όραμα του Steve Harris, τις ερμηνείες του Bruce Dickinson και το συνθετικό οίστρο του Andrian Smith κατά κύριο λόγο. Η νέα τους δουλειά έρχεται να παρουσιάσει αυτό που οι ίδιοι θέλουν να παρουσιάσουν και όχι απαραίτητα αυτό που οι οπαδοί τους θέλουν να ακούσουν από αυτούς. Δεν έχει εμπορικές δεσμεύσεις και απόδειξη τα περίπου 77 λεπτά διάρκειάς του και οι επιμέρους διάρκειες των τραγουδιών. Κάποιοι θα τους κατηγορήσουν για απόκλιση σε πιο progressive για τα δεδομένα τους μονοπάτια, όταν άλλοι θα τους κατηγορήσουν για προσκόλληση σε δεδομένες λογικές σύνθεσης που περιέχουν μεγάλες (συνήθως ακουστικές) εισαγωγές και outro. Σε όλα μέσα είναι, αλλά χάνουν την ουσία που βρίσκεται στα τραγούδια και είναι οι μελωδίες, είναι τα refrain, είναι οι ερμηνείες.
Η εισαγωγή θα μπορούσε να είναι αποκομμένη από το ομώνυμο τραγούδι, το οποίο βρίσκω αρκετά συμπαθητικό, αλλά όχι εξαιρετικό, ενώ, όπως περίμενα, το "El Dorado" ακούγεται καλύτερο στη ροή του δίσκου, με αρκετά φρέσκα στοιχεία στον ήχο, όπως την πολύ ωραία μελωδία στη γέφυρα. Tο πραγματικά προοδευτικό τραγούδι του δίσκου είναι το "Mother Of Mercy", στο οποίο περνάει αρκετή ώρα και κάμποσα διαφορετικά σημεία μέχρι να επαναληφθεί κάποιο μέρος, σε μια σπουδαία σύνθεση, όντας ήδη ένα από τα αγαπημένα μου τραγούδια στο album. Το "Coming Home" διακρίνεται για το μη απλοϊκό refrain του ως η μπαλάντα του δίσκου και το "The Alchemist", παρόλο που είναι το πιο τυπικό up tempo τραγούδι του δίσκου, δεν ξεχωρίζει, αφού, χωρίς να είναι κακό, οι Maiden έχουν γράψει καλύτερα αντίστοιχα τραγούδια. Από εκεί και πέρα έχουμε μεγάλα σε διάρκεια κομμάτια, που κάθε ένα από αυτά έχει πολλή μουσική μέσα του και αρκετές επιμέρους όμορφες στιγμές, όπως το μεσαίο σημείο στο "Isle Of Avalon", την "Infinite Dreams" τεχνοτροπία του τρομερού "Starblind" και τον παραλληλισμό του "The Talisman" με το "Book Of Thel" από το "The Chemical Wedding" του Dickinson, ενώ το πιο τυπικό από όλα είναι μάλλον το "The Man Who Would Be King". Οι κολλητικές μελωδίες του "When The Wild Wind Blows" μπορούν να γίνουν κλασσικά sing along σημεία σε μελλοντικές συναυλίες, σε ένα τραγούδι που κλείνει το δίσκο χωρίς να καταλάβεις πότε πέρασαν τα 11 παρακαλώ λεπτά διάρκειάς του.
Οι Iron Maiden, σχεδόν 30 χρόνια μετά το ντεμπούτο τους, έχουν μεταλλαχθεί από το συγκρότημα που υμνούσε την αλητεία των 18χρονων στους δρόμους του Λονδίνου, στο συγκρότημα που προβληματίζεται μέσω της μουσικής του και μάλλον απευθύνεται πλέον στον 30άρη οπαδό της μουσικής του. Δώστε βάση στους στίχους, στις μελωδίες και στην πληθώρα των ιδεών ή την παραγωγή, αλλά προπάντων δώστε ακροάσεις. Οι Iron Maiden συνεχίζουν να διαθέτουν τον καλύτερο metal τραγουδιστή και να παρουσιάζουν φρέσκες ιδέες, κερδίζοντας πολλούς οπαδούς για κάθε έναν παλιό που χάνουν. Είναι το καλύτερο album μετά το reunion; Μάλλον όχι. Το λιγότερο καλό; Πιθανόν. Μπορεί να συγκλονίσει έναν μέσο οπαδό; Δύσκολα. Είναι αξιόλογο ως κυκλοφορία; Αδιαμφισβήτητα. Με την επιλογή που έχουν κάνει οι Iron Maiden για τη στροφή στη μουσική τους δε θα τους κερδίσουν όλους και αυτό είναι απολύτως θεμιτό, αλλά ας τους κρίνουμε για αυτό που έχουν να προτείνουν και θεωρώ πως αυτό που κάνουν οι Iron Maiden το κάνουν πραγματικά καλά. «Up the what?»