Πιστεύει ακράδαντα ότι υπάρχουν μόνο δύο είδη μουσικής, η καλή και η κακή. Σχολιάζει και από τα δύο στις σελίδες του Rocking.gr, αν και οι κακές γλώσσες λένε ότι γράφει κυρίως για ό,τι είναι ή μοιάζει...
Μία φίλη είχε παρατηρήσει κάποτε πως αν ποτέ αποφάσιζαν να γυρίσουν σε ταινία τη ζωή του Eric Clapton, δύσκολα θα έβρισκαν ιδανικότερο σωσία από τον Hugh Laurie. Πέρα από το γεγονός ότι είναι και οι δύο Άγγλοι και ότι ο Laurie παίζει κιθάρα (και μάλιστα καλή), υπάρχει και μια κάποια εξωτερική ομοιότητα. Να λοιπόν που εν έτει 2011 ο ίδιος ο Laurie παίρνει την πρωτοβολία να περάσει στη μουσική και μάλιστα στα blues. Φυσικά, αν δεν είχε γίνει ένας εκατομμυριούχος αστέρας της τηλεόρασης, ένα τέτοιο τόλμημα πιθανόν να μην του συγχωρούταν. Έλα όμως που είναι απόλυτα πειστικός αλλά και ανεξήγητα συμπαθητικός, με αποτέλεσμα η κίνηση να φαίνεται όχι μόνο λογική, αλλά και χωρίς καν ακρόαση να μοιάζει ήδη κερδισμένο στοίχημα.
Ερμηνεύει (δεν είναι τυχαία η επιλογή της λέξης) blues standards της Νέας Ορλεάνης και μαύρα gospel, τραγουδώντας, παίζοντας κιθάρα αλλά και πιάνο, με τέτοιο βαθμό ικανότητας που αν δεν το ήξερες, δύσκολα θα πίστευες ότι αυτή δεν είναι η καθημερινή δουλειά του. Βέβαια, στην προσπάθειά του αυτή συνεπικουρείται από τους ειδήμονες Joe Henry στην παραγωγή (παραγωγός του βραβευμένου "Don't Give Up On Me" του Solomon Burke) και Allen Toussaint στην ενορχήστρωση των πνευστών. Φυσικά, άκουσε Νέα Ορλέανη και μπήκε για μία συμμετοχή και ο Dr. John.
Η ερώτηση που πιθανότατα έρχεται στο μυαλό όλων είναι «δικαιούται ένας λευκός, Άγγλος ευκατάστατος και διάσημος ηθοποιός να οικειοποιηθεί τα τραγούδια που εξέφραζαν μία καθημερινότητα, την οποία δε μπορεί καν να φανταστεί;». Την απάντηση τη δίνει ο ίδιος στην αυτοκριτική του, αναλαμβάνοντας την ευθύνη του καταπατητή της αμερικανικής παράδοσης. Αυτή του η δήλωση, σε συνδυασμό με την αυθεντικότητα και την αγάπη με την οποία προσεγγίζει τα τραγούδια, τον σώζει από οποιαδήποτε κακή γλώσσα.
Κι αν η δίκη προθέσεων τελειώνει κάπου εδώ, ξεκινάει η μουσική απόλαυση. Καταρχήν, στο εκτελεστικό κομμάτι δεν αφήνει ούτε στιγμή την υπόνοια ότι κάποιος «επαγγελματίας» θα τα είχε καταφέρει καλύτερα. Πατάει εξίσου καλά τόσο στις πιστές (ή αν θέλετε στις συνήθεις) αποδόσεις κομματιών, όσο και σε άλλες που φέρουν τη δική του ερμηνευτική σφραγίδα, έστω και αν υποψιάζεσαι ότι κάποιο καθοδηγητικό χέρι έχει επέμβει. Ακόμα και στο τραγούδι που παραχωρεί στον Dr. John το μικρόφωνο, αλλά κρατάει για τον εαυτό του το πιάνο, στέκεται επάξια δίπλα στη σημαντική φιγούρα που συνοδεύει. Τέλος, αν θέλουμε να τα πούμε όλα με μία πρόταση, αποπνέει ταυτόχρονα τον αέρα κάποιου που έχει «σπουδάσει» το είδος αλλά και κάποιου που κάνει απλώς το κέφι του, χωρίς ουσιαστικά να πρέπει να αποδείξει κάτι ή να σκέφτεται την επόμενη «σοφή» επαγγελματική κίνηση.
Δε θα πρότεινα στον Laurie να αφήσει την υποκριτική και να το ρίξει στη μουσική, τουλάχιστον όχι βάσει αυτού του άλμπουμ μόνο. Από την άλλη, θα επέμενα να μας χαρίζει που και που τη μουσική του άποψή, μόνο ομορφότερο κάνει τον κόσμο μας. Και (θα το πω γιατί αλλιώς θα σκάσω) ακόμα κι αν είναι ποιοτικά μάλλον υποδεέστερο το πόνημά του, φταίω εγώ που μου κάνει κατάτι πιο ειλικρινές από τη «βιομηχανία» που τελευταία έχει στήσει με παρόμοια υφολογικά αποτελέσματα ο T-Bone Burnett;
Ερμηνεύει (δεν είναι τυχαία η επιλογή της λέξης) blues standards της Νέας Ορλεάνης και μαύρα gospel, τραγουδώντας, παίζοντας κιθάρα αλλά και πιάνο, με τέτοιο βαθμό ικανότητας που αν δεν το ήξερες, δύσκολα θα πίστευες ότι αυτή δεν είναι η καθημερινή δουλειά του. Βέβαια, στην προσπάθειά του αυτή συνεπικουρείται από τους ειδήμονες Joe Henry στην παραγωγή (παραγωγός του βραβευμένου "Don't Give Up On Me" του Solomon Burke) και Allen Toussaint στην ενορχήστρωση των πνευστών. Φυσικά, άκουσε Νέα Ορλέανη και μπήκε για μία συμμετοχή και ο Dr. John.
Η ερώτηση που πιθανότατα έρχεται στο μυαλό όλων είναι «δικαιούται ένας λευκός, Άγγλος ευκατάστατος και διάσημος ηθοποιός να οικειοποιηθεί τα τραγούδια που εξέφραζαν μία καθημερινότητα, την οποία δε μπορεί καν να φανταστεί;». Την απάντηση τη δίνει ο ίδιος στην αυτοκριτική του, αναλαμβάνοντας την ευθύνη του καταπατητή της αμερικανικής παράδοσης. Αυτή του η δήλωση, σε συνδυασμό με την αυθεντικότητα και την αγάπη με την οποία προσεγγίζει τα τραγούδια, τον σώζει από οποιαδήποτε κακή γλώσσα.
Κι αν η δίκη προθέσεων τελειώνει κάπου εδώ, ξεκινάει η μουσική απόλαυση. Καταρχήν, στο εκτελεστικό κομμάτι δεν αφήνει ούτε στιγμή την υπόνοια ότι κάποιος «επαγγελματίας» θα τα είχε καταφέρει καλύτερα. Πατάει εξίσου καλά τόσο στις πιστές (ή αν θέλετε στις συνήθεις) αποδόσεις κομματιών, όσο και σε άλλες που φέρουν τη δική του ερμηνευτική σφραγίδα, έστω και αν υποψιάζεσαι ότι κάποιο καθοδηγητικό χέρι έχει επέμβει. Ακόμα και στο τραγούδι που παραχωρεί στον Dr. John το μικρόφωνο, αλλά κρατάει για τον εαυτό του το πιάνο, στέκεται επάξια δίπλα στη σημαντική φιγούρα που συνοδεύει. Τέλος, αν θέλουμε να τα πούμε όλα με μία πρόταση, αποπνέει ταυτόχρονα τον αέρα κάποιου που έχει «σπουδάσει» το είδος αλλά και κάποιου που κάνει απλώς το κέφι του, χωρίς ουσιαστικά να πρέπει να αποδείξει κάτι ή να σκέφτεται την επόμενη «σοφή» επαγγελματική κίνηση.
Δε θα πρότεινα στον Laurie να αφήσει την υποκριτική και να το ρίξει στη μουσική, τουλάχιστον όχι βάσει αυτού του άλμπουμ μόνο. Από την άλλη, θα επέμενα να μας χαρίζει που και που τη μουσική του άποψή, μόνο ομορφότερο κάνει τον κόσμο μας. Και (θα το πω γιατί αλλιώς θα σκάσω) ακόμα κι αν είναι ποιοτικά μάλλον υποδεέστερο το πόνημά του, φταίω εγώ που μου κάνει κατάτι πιο ειλικρινές από τη «βιομηχανία» που τελευταία έχει στήσει με παρόμοια υφολογικά αποτελέσματα ο T-Bone Burnett;