Ως γνήσιο τέκνο των '80s, μεγάλωσε με Sega Master System, κάρτες «Σούπερ Ατού», Μπλεκ και φλιπεράκια. Στις αρχές των '90s μια κασέτα με το "Black Album" έπεσε στα χέρια του και του άλλαξε για πάντα...
Προσπαθώ να καταλάβω τι με χτύπησε. Μήπως ήταν το ουίσκι; Μπα, έχω πιει και περισσότερο. Τότε τι ήταν αυτό που με ανάγκασε να κάθομαι αποχαυνωμένος και να κοιτάζω τον τοίχο, προσπαθώντας να βάλω σε μια τάξη τις σκέψεις μου; Α, ναι... ήταν οι Graveyard και το καταιγιστικό "Hisingen Blues", η πρώτη ακρόαση του οποίου μόλις είχε τελειώσει και με άφησε με το στόμα ανοιχτό, καθιστώντας εύκολη υπόθεση σε μια μύγα να μπουκάρει μέσα απρόσκλητη.
Συνήθως δεν εμπιστεύομαι την κρίση μου όταν αυτή πηγάζει από την πρώτη επαφή με κάποιο δίσκο, αλλά αυτή τη φορά τα πράγματα ήταν ξεκάθαρα εξ αρχής και οι επόμενες ακροάσεις απλά μεγάλωναν την αίσθηση μεγαλείου μπροστά σε αυτή την κυκλοφορία. Πόσοι άλλωστε έχουν τα κότσια, τη μαγκιά και φυσικά την έμπνευση για να αναπαράγουν μουσικές και τεχνοτροπίες περασμένων δεκαετιών τόσο πειστικά, αλλά παράλληλα χωρίς να υπάρχει το ενδεχόμενο να κατηγορηθούν πως απλά αντιγράφουν; Σε αυτό το ελιτίστικο club ανήκουν λίγοι και έχω την τιμή να εντάξω σε αυτή την προνομιούχο ομάδα και τους Σουηδούς Graveyard, οι οποίοι, εν έτει 2011, παίζουν '70s hard rock τέτοιας ποιότητας, που θα ζήλευαν και οι μεγάλες μπάντες εκείνης της εποχής.
Δεν είναι μονάχα οι 9 συνθέσεις οι οποίες θαρρείς πως ηχογραφήθηκαν στα Olympic Studios, κάπου μεταξύ 1970 και 1975, και ακούγοντάς τες νιώθεις πως πρωταγωνιστείς στο "Almost Famous" - την καταπληκτική ταινία του Cameron Crow που αποτύπωσε τόσο ρομαντικά αλλά και απομυθοποίησε -εν μέρει- την εικόνα για το rock των '70s. Είναι από τη μια η γρέζα και βραχνή φωνή του Joakim Nilson, η οποία σε στοιχειώνει, και από την άλλη οι κιθάρες του Jonatan Larocca, που πότε θυμίζουν Hendrix και πότε Iommi, χωρίς επ' ουδενί να τίθεται θέμα αντιγραφής, όπως ανέφερα και πιο πάνω, ενώ δεν παύει να αποτελεί μυστήριο για μένα πώς γίνεται τη σήμερον ημέρα η παραγωγή του δίσκου να αναβιώνει τόσο υπέροχα το feeling της συγκεκριμένης δεκαετίας.
Δε μπορώ να ξεχωρίσω κάποιο τραγούδι, καθώς ο δίσκος λειτουργεί καλύτερα ως σύνολο, παρ' όλα αυτά, αν υπό την απειλή κάποιου όπλου θα έπρεπε να διαλέξω τρία από αυτά, το πρώτο θα ήταν το "Uncomfortably Numb", με το blues/rock ήχο, την ερωτική διάθεση και το α λά "Free Bird" τελείωμα, με δεύτερο να έπεται το ορχηστρικό "Longing", με τα σφυρίγματα και την ταξιδιάρικη κιθάρα που σε κάνουν να πιστεύεις πως είσαι κάπου στο far west, παρέα με τον Clint (ένας είναι ο Clint), περιμένοντας να ξεκάνεις μια συμμορία από ρεμπεσκέδες Μεξικανούς, οι οποίοι πρωτύτερα είχαν κάψει το χωριό σου, αφού πρώτα είχαν βιάσει και σκοτώσει την αρραβωνιαστικιά σου. Το "Siren" θα ήταν η τρίτη μου επιλογή, καθώς δεν πιστεύω πως υπήρχε καλύτερος τρόπος για να κλείσει το άλμπουμ, παρά με αυτό τον αργό ύμνο που εξελίσσεται σε rock καταιγίδα και ο οποίος μιλάει για τους δαίμονες που επισκέπτονται το μυαλό μας τα βράδια, φέρνοντας στο μυαλό μου τον Roky Erickson. Αλλά μη γελιέστε, δεν υπάρχει ούτε ένα κομμάτι που να υστερεί και όλα έχουν αυτό το κάτι παραπάνω να προσφέρουν, ακόμη και στα αυτιά του πιο απαιτητικού ακροατή.
Ειλικρινά, είναι από τις περιπτώσεις που πιστεύω πως τα όποια λόγια είναι λίγα για να αποτυπώσουν την τελειότητα ενός δίσκου και καραδοκεί ο κίνδυνος να γίνει κάποιος γραφικός μιλώντας συνεχώς για τα πλεονεκτήματα της συγκεκριμένης κυκλοφορίας. Οπότε, για να μη μακρηγορώ, αν είστε οπαδοί του hard rock αγοράστε το "Hisingen Blues" με κλειστά μάτια, άλλωστε μιλάμε για ένα δίσκο που αν είχε κυκλοφορήσει το 1972 θα θεωρούταν σήμερα κλασικός και θα κατείχε μια θέση ανάμεσα στα αριστουργήματα των Zeppelin, των Sabbath και των Purple.