FKA Twigs
LP1
Young Turks / XL (2014)
Από τον Άρη Καζακόπουλο, 05/09/2014
Ένας δίσκος προορισμένος για να επηρεάσει και να εμπνεύσει
Αν υπάρχει μία κυρίαρχη τάση στην εναλλακτική σκηνή της νέας δεκαετίας, αυτή είναι η επιστροφή στη μαύρη μουσική. Από τα τέλη των '00s ήδη, το indie rock ρεύμα που μεσουρανούσε στην προηγούμενη δεκαετία είχε φτάσει σε έναν κορεσμό, γεγονός αναμενόμενο, αν αναλογιστεί κανείς το πόσες κιθαριστικές μπάντες αναβίωσης ξεπηδούσαν επί δέκα χρόνια από παντού. Αναπόφευκτα, λοιπόν, επήλθε μια σταδιακή μετατόπιση των trends, με τις μεν κορυφαίες rock μπάντες να γίνονται mainstream (Arctic Monkeys, The Black Keys, Arcade Fire κ.ά.) και τη δε εναλλακτική σκηνή να αναζητά νέο πρόσφορο μουσικό έδαφος σε «μαύρα» είδη όπως η soul, το hip hop και το R&B, τα οποία στην προηγούμενη δεκαετία κινούνταν κυρίως στη σφαίρα του mainstream.
Παρατηρούμε, λοιπόν, τα τελευταία χρόνια από την πλευρά των καλλιτεχνών, μαύρων ή λευκών, μια δημιουργική έξαρση, με πολύ ενδιαφέρουσες ζυμώσεις στον χώρο της μαύρης μουσικής, η οποία τυγχάνει μάλιστα ιδιαίτερης αποδοχής από αρκετούς πρώην ορκισμένους ροκάδες. Μινιμαλισμός και ηλεκτρονικά στοιχεία είναι οι λέξεις κλειδιά, που δίνουν φρέσκο αέρα σε μουσικές οι οποίες βρίσκουν τις ρίζες τους αρκετές δεκαετίες πίσω. Τα παραδείγματα δεν είναι λίγα. Η ιδιαίτερη soul του James Blake, της Jessie Ware, του Jamie Woon και των Rhye. Το εναλλακτικό hip hop των Death Grips, των Shabazz Palaces και του Kanye West (ο οποίος τώρα που πειραματίζεται περνάει την χειρότερη εμπορικά περίοδο στην καριέρα του). Το ατμοσφαιρικό R&B του Frank Ocean, του The Weeknd και των How To Dress Well. Όλοι τους μουσικοί που λίγο πολύ πειραματίζονται και γι' αυτόν τον λόγο έχουν απήχηση περισσότερο στο indie κοινό, παρά στους απανταχού φίλους της μαύρης μουσικής.
Ο πιο πρόσφατος κρίκος (και από τους πιο αξιοσημείωτους μάλιστα) σε αυτή τη μουσική αλυσίδα, είναι η Tahliah Barnett, ο άνθρωπος δηλαδή που βρίσκεται πίσω από το καλλιτεχνικό όνομα FKA Twigs. Αν και η βάση της μουσικής της είναι το R&B, η Barnett, ως Βρετανίδα, έχει μελετήσει καλά την trip-hop και την ηλεκτρονική μουσική παράδοση της χώρας της, δίνοντας στο είδος μια εντελώς διαφορετική διάσταση από αυτήν που είχαμε συνηθίσει ως τώρα. Το ντεμπούτο της κατέφθασε έπειτα από μια σειρά από ενδιαφέροντα single και EP που προετοίμασαν το έδαφος και έχει προκαλέσει μεγάλη αναστάτωση στον μουσικό κόσμο, κυρίως λόγω της αντισυμβατικής προσέγγισης της παραγωγής, η οποία του έχει δώσει μια εντυπωσιακή ιδιαιτερότητα.
Η FKA Twigs φτιάχνει μουσική ασπόνδυλη και αιθέρια. Οι ρυθμοί μέσα στα κομμάτια της μεταμορφώνονται συνεχώς με τον πιο απρόβλεπτο τρόπο. Επιταχύνουν και επιβραδύνουν, πυκνώνουν και αραιώνουν, σταματούν και ξαναρχίζουν. Οι ηλεκτρονικοί ήχοι που χρησιμοποιεί είναι πραγματικά ευφάνταστοι και πολλές φορές ηχούν τόσο αλλόκοτοι, που μοιάζουν βγαλμένοι από το μέλλον. Υπάρχουν εκπληκτικές λεπτομέρειες για να προσέξει κανείς στον τρόπο με τον οποίο είναι δομημένα τα κομμάτια. Το ευρηματικό "Preface", που ανοίγει τον δίσκο, δίνει μια πολύ καλή πρώτη γεύση για το τι πρόκειται να επακολουθήσει. Τα δε φωνητικά θυμίζουν μια μίξη από Grimes και Mariah Carey της R&B περιόδου και παρόλο που δεν διακρίνονται για την πρωτοτυπία τους, δένουν τέλεια με την όλη αιθέρια ατμόσφαιρα που δημιουργεί η μουσική. Η Barnett, ερωτική και πολλές φορές έντονα σεξουαλική, με τους στίχους και τις ερμηνείες της δίνει το απαραίτητο «ανθρώπινο» αντιστάθμισμα στην κατά τ' άλλα...εξωγήινη αισθητική της όλης ηχογράφησης.
Το ευχάριστο στην περίπτωση του "LP1", σε αντίθεση με πολλούς σύγχρονους πειραματικούς δίσκους, είναι ότι ο ομολογουμένως εντυπωσιακός ήχος δεν βρίσκεται εκεί για να καλύψει συνθετικές αδυναμίες. Μέσα σ' όλα αυτά τα αξιοπρόσεκτα που συμβαίνουν σε ηχητικό επίπεδο, τα τραγούδια είναι εκεί, γεμάτα με σπουδαίες ιδέες. Το "Lights On", ίσως ό,τι καλύτερο υπάρχει μέσα στην tracklist, έχει μια υπέροχη μελωδία σε κουπλέ και ρεφρέν και επιπλέον ένα πολύ ενδιαφέρον μπάσο. Το ίδιο ισχύει και για το "Give Up". Το «χιτάκι» του δίσκου "Two Weeks", που βρίσκεται πιο κοντά στον εμπορικό ήχο, θα μπορούσε να είναι ένα από τα πιο πρωτοκλασάτα τραγούδια της Beyonce. Η πολυφωνία του "Closer" παραπέμπει σε μια μεταμοντέρνα ψαλμωδία, ενώ η ρευστή ρυθμολογία του "Video Girl" καταργεί κάθε στερεότυπο. Γενικότερα, ο δίσκος περιέχει σχεδόν μόνο καλά κομμάτια και είναι οπωσδήποτε από αυτούς που ακούγονται ολόκληροι.
Το "LP1" είναι για τη Barnett μια αδιαμφισβήτητη επιτυχία σε πολλά επίπεδα. Είναι ένας δίσκος που αφουγκράζεται τις τάσεις της εποχής, αλλά κάνει και ένα βήμα παραπέρα, αποτελώντας μια ξεχωριστή ηχητική πρόταση που δεν μοιάζει ιδιαίτερα σε τίποτα από αυτά που ξέραμε μέχρι τώρα. Είναι άκουσμα εκκεντρικό και φουτουριστικό, το οποίο όμως δεν θυσιάζει τη μουσικότητα και τη συναισθηματική του υπόσταση. Χωρίς να μπορεί να σηκώσει τον βαρύ τίτλο του αριστουργήματος, είναι ένας δίσκος προορισμένος για να επηρεάσει και να εμπνεύσει. Μην εκπλαγείτε, λοιπόν, αν τον δείτε υποψήφιο, ή ακόμα και νικητή του φετινού Mercury Prize.
Παρατηρούμε, λοιπόν, τα τελευταία χρόνια από την πλευρά των καλλιτεχνών, μαύρων ή λευκών, μια δημιουργική έξαρση, με πολύ ενδιαφέρουσες ζυμώσεις στον χώρο της μαύρης μουσικής, η οποία τυγχάνει μάλιστα ιδιαίτερης αποδοχής από αρκετούς πρώην ορκισμένους ροκάδες. Μινιμαλισμός και ηλεκτρονικά στοιχεία είναι οι λέξεις κλειδιά, που δίνουν φρέσκο αέρα σε μουσικές οι οποίες βρίσκουν τις ρίζες τους αρκετές δεκαετίες πίσω. Τα παραδείγματα δεν είναι λίγα. Η ιδιαίτερη soul του James Blake, της Jessie Ware, του Jamie Woon και των Rhye. Το εναλλακτικό hip hop των Death Grips, των Shabazz Palaces και του Kanye West (ο οποίος τώρα που πειραματίζεται περνάει την χειρότερη εμπορικά περίοδο στην καριέρα του). Το ατμοσφαιρικό R&B του Frank Ocean, του The Weeknd και των How To Dress Well. Όλοι τους μουσικοί που λίγο πολύ πειραματίζονται και γι' αυτόν τον λόγο έχουν απήχηση περισσότερο στο indie κοινό, παρά στους απανταχού φίλους της μαύρης μουσικής.
Ο πιο πρόσφατος κρίκος (και από τους πιο αξιοσημείωτους μάλιστα) σε αυτή τη μουσική αλυσίδα, είναι η Tahliah Barnett, ο άνθρωπος δηλαδή που βρίσκεται πίσω από το καλλιτεχνικό όνομα FKA Twigs. Αν και η βάση της μουσικής της είναι το R&B, η Barnett, ως Βρετανίδα, έχει μελετήσει καλά την trip-hop και την ηλεκτρονική μουσική παράδοση της χώρας της, δίνοντας στο είδος μια εντελώς διαφορετική διάσταση από αυτήν που είχαμε συνηθίσει ως τώρα. Το ντεμπούτο της κατέφθασε έπειτα από μια σειρά από ενδιαφέροντα single και EP που προετοίμασαν το έδαφος και έχει προκαλέσει μεγάλη αναστάτωση στον μουσικό κόσμο, κυρίως λόγω της αντισυμβατικής προσέγγισης της παραγωγής, η οποία του έχει δώσει μια εντυπωσιακή ιδιαιτερότητα.
Η FKA Twigs φτιάχνει μουσική ασπόνδυλη και αιθέρια. Οι ρυθμοί μέσα στα κομμάτια της μεταμορφώνονται συνεχώς με τον πιο απρόβλεπτο τρόπο. Επιταχύνουν και επιβραδύνουν, πυκνώνουν και αραιώνουν, σταματούν και ξαναρχίζουν. Οι ηλεκτρονικοί ήχοι που χρησιμοποιεί είναι πραγματικά ευφάνταστοι και πολλές φορές ηχούν τόσο αλλόκοτοι, που μοιάζουν βγαλμένοι από το μέλλον. Υπάρχουν εκπληκτικές λεπτομέρειες για να προσέξει κανείς στον τρόπο με τον οποίο είναι δομημένα τα κομμάτια. Το ευρηματικό "Preface", που ανοίγει τον δίσκο, δίνει μια πολύ καλή πρώτη γεύση για το τι πρόκειται να επακολουθήσει. Τα δε φωνητικά θυμίζουν μια μίξη από Grimes και Mariah Carey της R&B περιόδου και παρόλο που δεν διακρίνονται για την πρωτοτυπία τους, δένουν τέλεια με την όλη αιθέρια ατμόσφαιρα που δημιουργεί η μουσική. Η Barnett, ερωτική και πολλές φορές έντονα σεξουαλική, με τους στίχους και τις ερμηνείες της δίνει το απαραίτητο «ανθρώπινο» αντιστάθμισμα στην κατά τ' άλλα...εξωγήινη αισθητική της όλης ηχογράφησης.
Το ευχάριστο στην περίπτωση του "LP1", σε αντίθεση με πολλούς σύγχρονους πειραματικούς δίσκους, είναι ότι ο ομολογουμένως εντυπωσιακός ήχος δεν βρίσκεται εκεί για να καλύψει συνθετικές αδυναμίες. Μέσα σ' όλα αυτά τα αξιοπρόσεκτα που συμβαίνουν σε ηχητικό επίπεδο, τα τραγούδια είναι εκεί, γεμάτα με σπουδαίες ιδέες. Το "Lights On", ίσως ό,τι καλύτερο υπάρχει μέσα στην tracklist, έχει μια υπέροχη μελωδία σε κουπλέ και ρεφρέν και επιπλέον ένα πολύ ενδιαφέρον μπάσο. Το ίδιο ισχύει και για το "Give Up". Το «χιτάκι» του δίσκου "Two Weeks", που βρίσκεται πιο κοντά στον εμπορικό ήχο, θα μπορούσε να είναι ένα από τα πιο πρωτοκλασάτα τραγούδια της Beyonce. Η πολυφωνία του "Closer" παραπέμπει σε μια μεταμοντέρνα ψαλμωδία, ενώ η ρευστή ρυθμολογία του "Video Girl" καταργεί κάθε στερεότυπο. Γενικότερα, ο δίσκος περιέχει σχεδόν μόνο καλά κομμάτια και είναι οπωσδήποτε από αυτούς που ακούγονται ολόκληροι.
Το "LP1" είναι για τη Barnett μια αδιαμφισβήτητη επιτυχία σε πολλά επίπεδα. Είναι ένας δίσκος που αφουγκράζεται τις τάσεις της εποχής, αλλά κάνει και ένα βήμα παραπέρα, αποτελώντας μια ξεχωριστή ηχητική πρόταση που δεν μοιάζει ιδιαίτερα σε τίποτα από αυτά που ξέραμε μέχρι τώρα. Είναι άκουσμα εκκεντρικό και φουτουριστικό, το οποίο όμως δεν θυσιάζει τη μουσικότητα και τη συναισθηματική του υπόσταση. Χωρίς να μπορεί να σηκώσει τον βαρύ τίτλο του αριστουργήματος, είναι ένας δίσκος προορισμένος για να επηρεάσει και να εμπνεύσει. Μην εκπλαγείτε, λοιπόν, αν τον δείτε υποψήφιο, ή ακόμα και νικητή του φετινού Mercury Prize.