Dredg
Chuckles And Mr. Squeezy
Superball (2011)
Από τον Πάνο Παπάζογλου, 11/04/2011
Κοίτα να δεις λοιπόν πώς αλλάζουν τα πράγματα και μπάντες όπως οι Dredg καταλήγουν να κυκλοφορήσουν ένα σχεδόν αδιάφορο, άνευρο και μέτριο συνολικά άλμπουμ. Αφοριστική άποψη προφανώς, ως οπαδός πρωτίστως των Dredg και λάτρης του υλικού της μπάντας από το πρώτο άλμπουμ μέχρι και το πρόσφατο, "The Pariah, The Parrot, The Delusion", αλλά νομίζω πως αυτή τη φορά η μπάντα δεν καταφέρνει επ' ουδενί λόγο να προσφέρει κάτι αντάξιο της παραφιλολογίας γύρω από το όνομά της.
Το pop στοιχείο ανέκαθεν υπήρχε στις κυκλοφορίες των Dredg, άλλοτε περασμένο μέσα από το φίλτρο της alternative χροιάς και άλλοτε έμπαινε μπροστά με σαφέστατο προσανατολισμό, όπως έγινε στο προηγούμενο άλμπουμ. Δεν είναι εκεί το θέμα μας. Όταν θεωρείσαι από τις πιο πρωτοποριακές, πειραματικές και αυθεντικές μπάντες της τελευταίας δεκαετίας και έχεις καταφέρει να δημιουργήσεις ένα ισχυρό fanbase, το οποίο με δόσεις υπερβολής σε βάζει δίπλα στους μεγάλους Tool, τότε σίγουρα κάτι τρέχει με μια τέτοια μπάντα. Όταν οι δίσκοι σου αφηγούνται πολύπλοκες θεματολογίες και αφήνουν τεχνηέντως ένα σοφιστικέ υβρίδιο να πλανάται με παράλληλη ακρόαση και προσήλωση στους στίχους σου, τότε μπορείς να χαρακτηριστείς ως μια ενδιαφέρουσα μπάντα που παρέχει ένα φουλ πακέτο μουσικής - στίχων - λογοτεχνικής προσέγγισης. Θα μπορούσαμε να βρούμε αρκετά επιμέρους στοιχεία για να αναλύσουμε στους Dredg, έτσι όπως τους μάθαμε. Με δίσκους σαν το "El Cielo" ή το "Catch Without Arms".
Και φτάνουμε σε ένα σημείο, λοιπόν, που η μπάντα παραδίδει ένα απενοχοποιητικό σχεδόν δελτίο τύπου, όπου εκφράζει τη διάθεση για αλλαγή και βέβαια καμία επανάληψη στις ηχητικές πατέντες του παρελθόντος. Δεκτόν, ειλικρινές και φιλόδοξο από τη μια μεριά και αυτή ακριβώς η φιλοσοφία είναι που πλέον μπορεί να μετατρέψει ένα καλό συγκρότημα σε πρωταγωνιστή. Όμως όταν οι Dredg φαίνεται να επιζητούν και να δέχονται την αρωγή του παραγωγού Dan The Automator όχι μόνο σε θέματα παραγωγής, αλλά και στη διαδικασία των συνθέσεων, τότε κάτι πάει στραβά. Και αν το νέο τους άλμπουμ, "Chuckes And Mr. Squeezy", σου παρακινεί τη περιέργεια με το μυστηριώδες και κατώτερο του αναμενομένου εξώφυλλο, τότε το σύνολό του δε θα καταφέρει να σε κερδίσει σε καμία περίπτωση, παρά μόνο τι λίγες εκείνες φορές που οι Dredg ακούγονται ως Dredg και όχι ως μια pop μπάντα β' διαλογής, με κομμάτια προορισμένα να καταλήξουν σε κάποιο playlist ενός κάπως πιο trendy ραδιοφωνικού σταθμού, για να 'μαστε και επιεικείς. Ψεύτικα σχεδόν drums, βασισμένα σε προγραμματισμένα beats, κιθάρες περασμένες από 100 διαφορετικά επίπεδα, μέχρι να εξαφανιστούν, και συνθέσεις που προσπαθούν να μας πείσουν ότι οι νέοι Dredg, οι ακόμα πιο εμπορικοί Dredg, μπορούν να σταθούν σε ένα χώρο που ο Chris Cornell οδηγήθηκε να επανασυνδέσει τους Soundgarden, μετά από εκείνο το απαίσιο "Scream". Αν και το "Chuckles And Mr. Squeezy", εδώ που τα λέμε, δεν είναι και τόσο κακό άλμπουμ όσο το προαναφερθέν. Το ζήτημα φυσικά δεν είναι η εσκεμμένη αλλαγή πλεύσης προς πιο mainstream μονοπάτια, αλλά η αναποτελεσματικότητα ενός τέτοιου συγκροτήματος να «παίξει μπάλα» σε λημέρια που προορίζονται για ένα άλλο κοινό, λιγότερο απαιτητικό από εκείνο των Dredg.
Here we go again, following all the trends, it has become an obsession, its time to accept it. Κάπως έτσι προλογίζουν το άλμπουμ, λοιπόν, οι Dredg με το το εισαγωγικό "Another Tribe", μόνο που απ' ό,τι φαίνεται λίγοι θα το δεχτούν, ακόμα και μετά την ειρωνική παραδοχή των συγκεκριμένων στίχων.
Παρ' όλα αυτά, και στη γενική έλλειψη της Dredg αισθητικής, όπως μας είχαν συνηθίσει, μπορεί ο ακροατής ακόμα κι έτσι να ανακαλύψει τις ελάχιστες στιγμές μαγείας του άλμπουμ που μπορεί να προσφέρει η μπάντα, όπως για παράδειγμα το "Before It Began" που κλείνει το δίσκο. Όμορφη μελωδία και η χαρακτηριστική φωνή του Gavin σε ερμηνείες που αγγίζουν τα γνωστά επίπεδα, αλλά μέχρι εκεί. Μην περιμένετε να βρείτε κομμάτια σαν το "Ireland", το "Information" ή το "Quotes", που διάνθιζαν το προηγούμενο άλμπουμ της μπάντας και εξισορροπούσαν τις τότε pop ανησυχίες τους. Τώρα ένας R'n'B χαρακτήρας, που φαίνεται να υποφώσκει στις μπασογραμμές και την παραγωγή, μετατρέπει το "Chuckles And Mr. Squeezy" σε αναλώσιμο άλμπουμ, το οποίο δε θα προσφέρει τίποτα παραπάνω από μερικές ακροάσεις, προτού επιστρέψουμε και πάλι σε κάποιο "El Cielo" ή "Leitmotif". Και ας ελπίσουμε να το πράξουν και οι ίδιοι, με βάση τα πρότυπα πειραματισμού που ακολούθησαν, να μη γίνουν έρμαια της κατ' ανάγκην εμπορικότητας και να φτάσουν στο σημείο να ακολουθούν και όχι να προπορεύονται.
Το pop στοιχείο ανέκαθεν υπήρχε στις κυκλοφορίες των Dredg, άλλοτε περασμένο μέσα από το φίλτρο της alternative χροιάς και άλλοτε έμπαινε μπροστά με σαφέστατο προσανατολισμό, όπως έγινε στο προηγούμενο άλμπουμ. Δεν είναι εκεί το θέμα μας. Όταν θεωρείσαι από τις πιο πρωτοποριακές, πειραματικές και αυθεντικές μπάντες της τελευταίας δεκαετίας και έχεις καταφέρει να δημιουργήσεις ένα ισχυρό fanbase, το οποίο με δόσεις υπερβολής σε βάζει δίπλα στους μεγάλους Tool, τότε σίγουρα κάτι τρέχει με μια τέτοια μπάντα. Όταν οι δίσκοι σου αφηγούνται πολύπλοκες θεματολογίες και αφήνουν τεχνηέντως ένα σοφιστικέ υβρίδιο να πλανάται με παράλληλη ακρόαση και προσήλωση στους στίχους σου, τότε μπορείς να χαρακτηριστείς ως μια ενδιαφέρουσα μπάντα που παρέχει ένα φουλ πακέτο μουσικής - στίχων - λογοτεχνικής προσέγγισης. Θα μπορούσαμε να βρούμε αρκετά επιμέρους στοιχεία για να αναλύσουμε στους Dredg, έτσι όπως τους μάθαμε. Με δίσκους σαν το "El Cielo" ή το "Catch Without Arms".
Και φτάνουμε σε ένα σημείο, λοιπόν, που η μπάντα παραδίδει ένα απενοχοποιητικό σχεδόν δελτίο τύπου, όπου εκφράζει τη διάθεση για αλλαγή και βέβαια καμία επανάληψη στις ηχητικές πατέντες του παρελθόντος. Δεκτόν, ειλικρινές και φιλόδοξο από τη μια μεριά και αυτή ακριβώς η φιλοσοφία είναι που πλέον μπορεί να μετατρέψει ένα καλό συγκρότημα σε πρωταγωνιστή. Όμως όταν οι Dredg φαίνεται να επιζητούν και να δέχονται την αρωγή του παραγωγού Dan The Automator όχι μόνο σε θέματα παραγωγής, αλλά και στη διαδικασία των συνθέσεων, τότε κάτι πάει στραβά. Και αν το νέο τους άλμπουμ, "Chuckes And Mr. Squeezy", σου παρακινεί τη περιέργεια με το μυστηριώδες και κατώτερο του αναμενομένου εξώφυλλο, τότε το σύνολό του δε θα καταφέρει να σε κερδίσει σε καμία περίπτωση, παρά μόνο τι λίγες εκείνες φορές που οι Dredg ακούγονται ως Dredg και όχι ως μια pop μπάντα β' διαλογής, με κομμάτια προορισμένα να καταλήξουν σε κάποιο playlist ενός κάπως πιο trendy ραδιοφωνικού σταθμού, για να 'μαστε και επιεικείς. Ψεύτικα σχεδόν drums, βασισμένα σε προγραμματισμένα beats, κιθάρες περασμένες από 100 διαφορετικά επίπεδα, μέχρι να εξαφανιστούν, και συνθέσεις που προσπαθούν να μας πείσουν ότι οι νέοι Dredg, οι ακόμα πιο εμπορικοί Dredg, μπορούν να σταθούν σε ένα χώρο που ο Chris Cornell οδηγήθηκε να επανασυνδέσει τους Soundgarden, μετά από εκείνο το απαίσιο "Scream". Αν και το "Chuckles And Mr. Squeezy", εδώ που τα λέμε, δεν είναι και τόσο κακό άλμπουμ όσο το προαναφερθέν. Το ζήτημα φυσικά δεν είναι η εσκεμμένη αλλαγή πλεύσης προς πιο mainstream μονοπάτια, αλλά η αναποτελεσματικότητα ενός τέτοιου συγκροτήματος να «παίξει μπάλα» σε λημέρια που προορίζονται για ένα άλλο κοινό, λιγότερο απαιτητικό από εκείνο των Dredg.
Here we go again, following all the trends, it has become an obsession, its time to accept it. Κάπως έτσι προλογίζουν το άλμπουμ, λοιπόν, οι Dredg με το το εισαγωγικό "Another Tribe", μόνο που απ' ό,τι φαίνεται λίγοι θα το δεχτούν, ακόμα και μετά την ειρωνική παραδοχή των συγκεκριμένων στίχων.
Παρ' όλα αυτά, και στη γενική έλλειψη της Dredg αισθητικής, όπως μας είχαν συνηθίσει, μπορεί ο ακροατής ακόμα κι έτσι να ανακαλύψει τις ελάχιστες στιγμές μαγείας του άλμπουμ που μπορεί να προσφέρει η μπάντα, όπως για παράδειγμα το "Before It Began" που κλείνει το δίσκο. Όμορφη μελωδία και η χαρακτηριστική φωνή του Gavin σε ερμηνείες που αγγίζουν τα γνωστά επίπεδα, αλλά μέχρι εκεί. Μην περιμένετε να βρείτε κομμάτια σαν το "Ireland", το "Information" ή το "Quotes", που διάνθιζαν το προηγούμενο άλμπουμ της μπάντας και εξισορροπούσαν τις τότε pop ανησυχίες τους. Τώρα ένας R'n'B χαρακτήρας, που φαίνεται να υποφώσκει στις μπασογραμμές και την παραγωγή, μετατρέπει το "Chuckles And Mr. Squeezy" σε αναλώσιμο άλμπουμ, το οποίο δε θα προσφέρει τίποτα παραπάνω από μερικές ακροάσεις, προτού επιστρέψουμε και πάλι σε κάποιο "El Cielo" ή "Leitmotif". Και ας ελπίσουμε να το πράξουν και οι ίδιοι, με βάση τα πρότυπα πειραματισμού που ακολούθησαν, να μη γίνουν έρμαια της κατ' ανάγκην εμπορικότητας και να φτάσουν στο σημείο να ακολουθούν και όχι να προπορεύονται.