Κομπιούτερς, αριθμοί και μουσικές. Προτιμά το ροκ του σκοτεινό και έξυπνο. (Συνήθως.) Εκτιμά εξίσου ιδιότροπες και πιασάρικες μελωδίες. Πιστεύει ότι η ιδανική ακρόαση δίσκου γίνεται συνοδεία booklet....
Deftones
Gore
Πειραματικά εναλλακτικό metal υψηλού επιπέδου, για το ευρύ κοινό
Το πόσο δύσκολο είναι για ένα συγκρότημα με περισσότερα από είκοσι χρόνια ύπαρξης, να ηχογραφεί δίσκους που να έχουν πραγματικά κάτι να πουν, δεν σηκώνει αμφισβήτηση. Αρκεί μια ματιά σε αντίστοιχες περιόδους λιγότερο ή περισσότερο μεγάλων ονομάτων του ευρύτερου χώρου της ροκ και το συμπέρασμα είναι προφανές. Αν σε αυτό προσθέσουμε το γεγονός ότι δεν κοιτάμε μια περίπτωση που κινείται στον χώρο του underground, αλλά παίζει με τους όρους της σύγχρονης μουσικής βιομηχανίας, το επίτευγμα αποκτά ακόμα μεγαλύτερη αξία.
Οι Deftones έχουν ακόμα περισσότερο ενδιαφέρον ως περίπτωση μπάντας που δεν χάθηκαν με την πάροδο του χρόνου, καθώς ανήκουν σε εκείνη τη μικρή συνομοταξία που κατάφερε να επιζήσει από το σκάσιμο του nu metal κάπου στα μέσα της περασμένης δεκαετίας. Είναι πραγματικά αξιοσημείωτος ο τρόπος που από τα γεμάτα οργή "Adrenaline" και "Around The Fur", έφτασαν στους πειραματισμούς του "White Pony" και τον ιδιότροπο ρομαντισμό του "Saturday Night Wrist". Όπως επίσης και το γεγονός ότι συνέχισαν να εξελίσσουν τον ήχο τους, ακόμα και μετά το ατύχημα του Chi Cheng και την αλλαγή μπασσίστα, κυκλοφορώντας το "Diamond Eyes" πριν από περίπου έξι χρόνια.
Το "Gore" έρχεται ως φυσική συνέχεια του εξαιρετικού "Koi No Yokan", το οποίο χωρίς καμία υπερβολή ανήκει πολύ ψηλά στη λίστα με τις καλύτερες κυκλοφορίες της μπάντας. Έτσι ενώ η ambient αισθητική είναι παρούσα, το ατμοσφαιρικό, σχεδόν post-rock, χτίσιμο των κομματιών δίνει σε μεγάλο βαθμό τη θέση του σε μια πιο ηλεκτρονική προσέγγιση. Χαρακτηριστικό δείγμα είναι το πρώτο single και εισαγωγικό "Prayers/Triangles", που συνδυάζοντας τα ηλεκτρονικά στοιχεία με τον κλασικό Deftones ήχο, πατάει στις χαρακτηριστικές γραμμές του Chino Moreno και δημιουργεί την πιο πιασάρικη στιγμή του δίσκου, κρατώντας την ένταση σχετικά χαμηλά. Πριν, ωστόσο, πεταχτεί κάποιος κι αρχίσει να φωνάζει για τα σχόλια του Stephen Carpenter σύμφωνα με τα οποία δεν ήθελε να παίξει στο δίσκο, στα "Acid Hologram", "Doomed User" και "Geometric Headdress" που ακολουθούν, η οχτάχορδη κυριαρχεί, με τα ηλεκτρονικά tricks να ακολουθούν και τους ρυθμούς να αλλάζουν διαρκώς. Ειδικά το δεύτερο, με το ιδιαίτερο μέτρημα και τα ξεσπάσματα, είναι εύκολα στις δυνατότερες στιγμές του δίσκου.
Δεν είναι όμως μέχρι τα κομμάτια που ακολουθούν, όπου ο πειραματισμός έρχεται σε πρώτο πλάνο και το άλμπουμ εντυπωσιάζει πραγματικά. Το "Hearts/Wires", στηριζόμενο σε μια πανέμορφη ατμόσφαιρα και το ουσιώδες rhythm section των Cunningham/Vega, συνειρμικά περισσότερο, φέρνει στο μυαλό στιγμές από "Saturday Night Wrist", με την καλύτερη δυνατή έννοια. Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει στο κιθαριστικό "Pittura Infamante", ενώ το "Xenon" συνεχίζει σε εναλλακτικό rock ύφος έχοντας κάτι από Seattle. Στο υπέροχο "(L)MIRL", τα ατμοσφαιρικά στοιχεία είναι πιο έντονα από ποτέ και στο ομώνυμο τα heavy κοψίματα βρίσκουν άψογη ισορροπία με τα ηλεκτρονικά περάσματα. Η κορύφωση έρχεται με το "Phantom Bride", το οποίο κινείται σε ξεκάθαρα μελωδικά μονοπάτια, με τον Moreno να δίνει μια από τις καλύτερες ερμηνείες του και το σόλο του Jerry Cantrell να ανεβάζει το αποτέλεσμα τουλάχιστον ένα επίπεδο. Το "Rubicon", αν και λιγότερο εντυπωσιακό, επαναφέρει την ένταση και λειτουργεί ως ένα δυναμικά groovy κλείσιμο.
Παρά τα σχεδόν πενήντα λεπτά που διαρκεί, ο δίσκος κυλά πολύ όμορφα και υπάρχουν φορές που το repeat έρχεται χωρίς δεύτερη σκέψη. Συγκρίσεις με προηγούμενες κυκλοφορίες δεν ξέρω πόσο νόημα έχουν, σε κάθε περίπτωση πάντως το "Gore" στέκεται εξαιρετικά και βάζει με άνεση υποψηφιότητα για τα καλύτερα της χρονιάς. Θα ήταν βέβαια παράληψη να μην αναφερθεί ότι σαν σύνολο η πρώτη ακρόαση ίσως φανεί σχεδόν απογοητευτική, ειδικά για όσους προτιμούν την πιο επιθετική πλευρά της μπάντας. Τα μεμονωμένα κομμάτια που μπορεί να εντυπωσιάσουν είναι μετρημένα, όμως με λίγο χρόνο και προσοχή, εμφανίζονται σημεία που σε κερδίζουν και μελωδίες που σου κολλάνε σε ανύποπτο χρόνο. Και εκεί είναι που βρίσκεται η ουσία των Deftones· γράφουν πειραματική, σχεδόν προοδευτική, heavy μουσική που μπορεί και απευθύνεται σε ευρύ κοινό. Το ότι καταφέρνουν να το κάνουν χωρίς να αντιγράφουν τους εαυτούς τους, χωρίς να νερώνουν το ύφος τους, αλλά και χωρίς να χάνουν την ηχητική τους ταυτότητα, δείχνει το επίπεδο στο οποίο βρίσκονται.