Deathspell Omega
Paracletus
Το "Paracletus" αποτελεί την τρίτη full-length κυκλοφορία για την «Ορδόδοξη» περίοδο των Deathspell Omega και την όγδοη συνεχή προσφορά νέου υλικού μέσα σε διάστημα 6 μόλις ετών -συνυπολογίζοντας το καταπληκτικό "Manifestations 2002", το οποίο μέχρι πρότινος έμενε ακυκλοφόρητο-, χρονικό πλαίσιο που φέρει το σχήμα σε υπέρ του δέοντος παραγωγικά επίπεδα, με την ποιότητα να παραμένει αμείωτη και το ενδιαφέρον από τους όποιους κύκλους να αυξάνεται με την προσχώρηση νέων φίλων στις τάξεις του. Φαινόμενο συχνό, θα μονολογούσε κανείς, αναλογιζόμενος την καλλιτεχνική μεγέθυνση που παρατηρήθηκε σε περιπτώσεις ανάλογων group, χάριν του φαινομένου γνωστού κι ως «internet hype», μόνο που στην περίπτωση των Deathspell Omega ο κύριος λόγος αποδοχής αφορά την ίδια την ουσία του νέου αυτού αποκτήματος, καθότι αποτελεί την πιο βατή πλευρά που έχουν παρουσιάσει στη μέχρι τώρα δισκογραφική τους πορεία.
Εκπληρώνοντας προσωπικές (και μη) υποθέσεις, ο δίσκος ξεκινά από εκεί που σταμάτησαν με το "Chaining The Katechon", όσον αφορά τη μουσική πλευρά του θέματος, με εξίσου ισχυρά σημεία αναφοράς να καταδεικνύουν επιπροσθέτως την περίοδο του "Kénôse" ως πηγή συνθετικής αφετηρίας - αν και θα μπορούσε να συμπεριλάβει κανείς το "Si Monumentum" για τον απλούστατο λόγο ότι εγκλωβίστηκαν για πρώτη φορά έπειτα από χρόνια σε πεντάλεπτα συνθετικά standards. Η προσοχή, πάντως, εστιάζεται στα δύο αυτά EPs, με το "Kénôse" να διαφαίνεται στο θέμα της οργανικής αίσθησης που συναντάται σε καίριες μελωδικές στιγμές και δυσαρμονικές ρυθμικές, και τις όποιες εκρήξεις του να έρχονται σε αναλογία με τα πρότυπα που επικρατούν για τις αντίστοιχες του "Chaining" - δίχως να παραβλέπουμε την όποια καταλυτική επιρροή στις κιθάρες του δεύτερου, με τον όλο χαρακτήρα να μοιάζει εμφανώς πιο απελευθερωμένος, παρ' όλα τα στεγανά που τίθενται, δεδομένης της διάρκειας των συνθέσεων. Η αλήθεια βέβαια είναι πως πίσω από τις κιθάρες του "Paracletus" υπάρχουν πολλά και πιο βασικά στοιχεία που αφορούν το όλο ύφος του και φέρουν το group ένα βήμα μπροστά, καθώς επιχείρησε ξανά κάτι καινούργιο στον ήχο του, με μια χαρακτηριστική διαφάνεια να καθορίζει τις όποιες δομές του δίσκου.
Απορρίπτοντας κάθε προκάλυμμα, φέροντας το θέμα στις βάσεις του, οι Deathspell Omega δε μοιάζουν τόσο ακραίοι από μουσικής, όσο από συνθετικής άποψης στο τελευταίο μέρος της περιβόητης τριλογίας. Η μέθοδος είναι απλή. Απομονώστε τις κιθάρες και πείτε μου τι ακούτε. Μελωδίες; Ναι, μα υπάρχουν πολλά περισσότερα γύρω από αυτές. Ο Hasjarl μοιάζει λες και «ροκάρει» ακατάπαυστα καθ' όλη τη διάρκεια του performing, ενώ σε πολλά σημεία, μάλιστα, οι κιθάρες δεν έχουν καν παραμόρφωση. Αμφιβάλλετε; Μπορείτε απλά να προχωρήσετε στην παραπάνω δοκιμή. Και, μάλιστα, το θαυμαστό της όλης υπόθεσης είναι πως κατάφεραν να κρατήσουν τις μελωδίες αναλλοίωτες, με το όλο feeling να μοιάζει παντελώς ανέπαφο και τον εκτελεστικό οργασμό από πλευράς μελών πιο ισχυρό από ποτέ. O Mikko Aspa παραδίδει μία από τις πιο συγκλονιστικές ερμηνείες της καριέρας του, με τα φωνητικά του να ξεπερνούν το σύνηθες φράγμα εκφραστικότητας, αγγίζοντας τα όρια του επικού. Κάθε φορά που φτάνει η βελόνα στο 2:56 του "Abscission", υπό τους ήχους της επίκλησης «O deformity, hear the weeping prayers. Arise from rot, be my child! Be my promise!», αισθάνομαι λες και πραγματικά ανοίγει η γη στα δύο, με τον απόηχο της επόμενης φράσης να διαδέχεται η απότομη αλλαγή του tempo, υποκινούμενη από μια υπερηχητική επίθεση ενός drummer, τα θέματα του οποίου δεν προλαβαίνω να μετρώ.
Κι εδώ έχουμε κάτι που μου είχε λείψει τελευταία από τους Deathspell Omega. Τα τύμπανα. Έχουν πλούσιο και πλήρως οργανικό ήχο, πτυχή που συναντάται και στα υπόλοιπα μέρη του δίσκου, ασφαλώς, απλά σε αυτό το σημείο ξεχωρίζει εμφανέστερα και με απόλυτα αποστομωτικό τρόπο. Από εκεί και ύστερα, λοιπές μουσικές πλευρές που έχουν σημειωθεί ξανά στο παρελθόν, καθώς και στοιχεία που για πρώτη φορά ξεδιπλώθηκαν με ανάλογο τρόπο (βλέπε τον περιβόητο επίλογο που ακούει στον τίτλο "Apokatastasis Pantôn", ο μελωδικός χαρακτήρας του οποίου διατηρεί ρίζες με το παρελθόν, αλλά για πρώτη φορά προκαλεί ευνόητους post rock συνειρμούς), μοιάζουν διατεταγμένα με τέτοιο τρόπο, ώστε η όλη δομή να χωρίζεται σε δύο ενότητες από μουσικής αλλά και στιχουργικής άποψης, με την κάθε Επίκληση να εγκαινιάζει διαφορετική πλευρά του βινυλίου και το "Apokatastasis Pantôn" να αποτελεί το μερικώς φορτισμένο, μα επικό επίλογο του όλου concept. Αν και οι Deathspell Omega φέραν ανέκαθεν συγκεκριμένη ροή στους δίσκους τους, ανάλογη της εκάστοτε θεματολογίας, με το παράδειγμα της διπλής βινυλιακής έκδοσης του "Si Monumentum" να αποτελεί την πλέον συγγενή περίπτωση, από τη στιγμή που οι τρεις «προσευχές» εγκαινιάζουν τρεις διαφορετικές πλευρές, με το "Carnal Malefactor" να συμπληρώνει το καρρέ και το tribute track ονόματι "Malign Paradigm" να κλείνει με τον πλέον αρμόδιο τρόπο το δίσκο.
Μικρή σφήνα εδώ θα τοποθετηθεί για τα ελαττώματα που φέρει το "Paracletus" ως κυκλοφορία, επειδή, ναι, υπάρχουν και τέτοια. Για να είμαι ειλικρινής, προσωπικά δε θεωρώ πως έχουμε να κάνουμε με το magnum opus της μπάντας, όπως φαντάζομαι πως ήδη υποθέσατε, λόγω της αποθεωτικής φύσης του κειμένου. Από την άλλη, όμως, θεωρώ λίγο άδικο να θέσω την όποια σύγκριση με τα προηγούμενα, καθώς ένα σχήμα δε μπορεί να βγάζει πάντα δίσκους του 9μιση - κάποια στιγμή θα βγάλει κι ένα 9άρι, για να μιλήσουμε στη γλώσσα του λαού. Ο λόγος για τον οποίο το θέτω ένα μικρό σκαλί κάτω από τα προηγούμενα έχει να κάνει με την ίδια τη φύση του, η οποία, καθότι πιο βατή, μοιραία αποκαλύπτει σε μεγαλύτερο βαθμό τις όποιες «κοιλιές» στη σύνθεση, οι οποίες συναντώνται και στο παρελθόν, αλλά δεν έμοιαζαν εξίσου διάφανες στις εντυπώσεις του ακροατή, λόγω του πιο στρυφνού χαρακτήρα των συνθέσεων.
Για τις εννοιολογικές προεκτάσεις του concept δεν πρόκειται να κάνουμε ιδιαίτερο λόγο, καθότι το θέμα θα τραβούσε πολύ - το μόνο που θα αναφέρουμε είναι πως οι Deathspell Omega φαίνεται πως έχουν χαράξει μια πολύ σαφή πορεία, με τον ανίερο χαρακτήρα του πρώτου μέρους να αγγίζει μια ποιητική και σύναμα τελετουργική χροιά, καταδεικνύοντας ως κεντρικό το πρόσωπο του Πατέρα («si momumentum requires, circumspice, the monument of a deceiving spirit, of myriads of deceiving spirits born of our godly father, thou that acknowledgest the son, do not deny the father», ερχόμενο σε παραλληλισμό με το ότι ο τίτλος του δίσκου μεταφράζεται ως «if you seek His monument, look around you» και η εν λόγω φράση αναγράφεται στον τύμβο του Christopher Wren, ενός από τους πιο διάσημους αρχιτέκτονες κι υπευθύνου της ανέγερσης του καθεδρικού ναού του Αποστόλου Παύλου), με ποικίλες ακόμη αναφορές στην Παλαία και Καινή Διαθήκη να παρεμβάλλονται σε όλο το μήκος και πλάτος του δίσκου. Το δεύτερο μέρος συνεχίζει χρησιμοποιώντας ως τίτλο το απόσπασμα ενός χωρίου που παραπέμπει σε μια από τις παραβολές του Ιησού, ο οποίος παρουσιάζει την αιώνια τιμωρία ως αποτέλεσμα των πράξεων του ανθρώπου επί γης («anything you refused to do for any of my people here, you refused to do for me»), για να έρθουν οι Deathspell Omega και να το αμφισβητήσουν («what pleasure of inconceivable purity there is in being an object of abhorrence for the sole being to whom destiny links my life?»), κλείνοντας με το τρίτο μέρος που χρησιμοποιεί τον Παράκλητο, μια προσφώνηση του Αγίου Πνεύματος, ωσάν άλλου υπερασπιστή και φορέα της Θείας υπόσχεσης, στα πλαίσια του concept της Αποκατάστασης των Πάντων, μια θεολογική διδασκαλία που έχει να κάνει με την «αποκατάσταση της Δημιουργίας στο αρχαίο της κάλλος», διδαχή που έχει απορριφθεί από την Ορθόδοξη Εκκλησία.
Όλα αυτά βέβαια θα μου πείτε πως δεν είναι κάτι το τόσο σπουδαίο, ο οποιοσδήποτε έχει όρεξη κι έχει διαβάσει την Καινή Διαθήκη, χρησιμοποιώντας παράλληλα λίγη φαντασία (το «drink the devil's blood, holy essence that consumes even the stars, drink and become one of his million hands, one of his million eyes» έρχεται σε άμεσο παραλληλισμό με τη γνωστή μας Θεία Λειτουργία, φερ' ειπείν, και το εννοιολογικό της υπόβαθρο), μπορεί να δημιουργήσει κάτι ανάλογο. Κι εδώ έρχομαι να συμφωνήσω, καθότι η μαγεία των Deathspell Omega δεν κρύβεται στο ότι κάνουν κάτι πρωτόγνωρο, παρά στο αποτέλεσμα της όλης πρότασης που μοιάζει κάτι παραπάνω από ολοκληρωμένο. Όπως μπορείτε να αντιληφθείτε, δεν έχουν κενά σε καμία απολύτως πτυχή τους - αντίθετα, το έργο τους διέπεται από σαφή προσανατολισμό και χαρακτηριστική προσήλωση, όσον αφορά το μουσικό, αλλά και στιχουργικό κομμάτι.
Δεύτερος και ουσιαστικότερος λόγος πίσω από τον οποίο κρύβεται η σταδιακή αυτή άνοδος στις εντυπώσεις του μεταλλικού ακροατηρίου δεν είναι παρά το γεγονός ότι ελάχιστοι έθεσαν τόσο υψηλά standards στους εαυτούς τους κι ακόμα λιγότεροι άγγιξαν αυτές τις προσδοκίες, δίχως πρόσθετες τακτικές. Οι Deathspell Omega δε διαφημίζονται, δε δίνουν συνεντεύξεις, δεν κάνουν live, ούτε απασχολούνται με άλλο πιθανό τρόπο όσον αφορά το κοινό τους - εαν τυχόν αλλάξουν στάση, αυτό είναι άλλο θέμα, αλλά, προς το παρόν, το κοινό είναι εκείνο που με δική του πρωτοβουλία ασχολείται μαζί τους. Κάποιος θα έθετε το πρόσθετο επιχείρημα «η τακτική word of mouth που χρησιμοποιεί η Noevdia αποτελεί ένα μέσο που ο καθένας θα επιθυμούσε να τον εκφράζει», κάτι που, μεταξύ μας, ισχύει, αλλά η αδιαμφισβήτητη αλήθεια καταδεικνύει μια συγγραφικά άψογη πορεία, που ξεκινά από την εποχή του "Si Monumentum", με τόσες άρτιες δουλειές ενδιάμεσα και μηδενικά σκαμπανεβάσματα, γενόμενο που γιγάντωσε το όποιο καλλιτεχνικό status. Εδώ ενδέχεται να αντιπροβληθούν ποικίλες διαφορετικές προτιμήσεις, ασφαλώς, αλλά η πραγματικότητα δείχνει πως κάθε έργο των Deathspell Omega που αφορά την περίοδο υπό εξέταση μοιάζει πραγματικά καλό, δεδομένου του φάσματος στο οποίο ανήκει.
Κάπως έτσι, λοιπόν, κι ενώ θεωρώ πως δεν κατάφεραν να γράψουν τον δίσκο-ορόσημο τη δεκαετία που μας πέρασε, το "Paracletus" των Deathspell Omega αποδεικνύει για μια ακόμη φορά πως οι εν λόγω κύριοι αποτελούν το σημαντικότερο black metal σχήμα της εποχής που διανύουμε, βάσει της συνεπούς τελειομανίας που διέπει το έργο του. Το "Fas" μπορεί να απέτυχαν να το εκθρονίσουν, στις προσωπικές μου εντυπώσεις, έστω, με το "Kénôse" να εξακολουθεί να πλησιάζει ανά καιρούς σε μια μάχη που ποτέ δε θα λήξει, αλλά δεν έχει καμία απολύτως σημασία, γιατί η εποχή που πήγαινες σε ένα δισκάδικο κι αγόραζες το δίσκο της αγαπημένης σου μπάντας με τα μάτια κλειστά και το χέρι τρεμάμενο, ανυπομονώντας να πας σπίτι για να το ακούσεις, έχει περάσει ανεπιστρεπτί και οι Deathspell Omega φαίνεται πως ανήκουν ανάμεσα στους πραγματικά ελάχιστους σημερινούς καλλιτέχνες που αψηφούν την πάροδο του χρόνου και σε γυρνούν από μία έως δύο δεκαετίες πίσω. Γι' αυτόν ακριβώς το λόγο, φίλε μου, εσύ που διαβάζεις τα παρακάτω λόγια και ξεροστάλιαζες κάποτε στα Happening και Rock City, έκανες οικονομία τα κατοστάρικα από το κολατσιό για να αγοράσεις τον αγαπημένο σου νέο δίσκο, δεν είχες internet, αλλά έγραφες κασσέτες, έχεις την παραμικρή ιδέα του τι σημαίνει αυτό; Το metal έπαψε να είναι «επικίνδυνη μουσική» τα τελευταία χρόνια και η απόδειξη είναι πως όλοι αυτοί οι δίσκοι που θαυμάζουμε ωχριούν μπροστά στα αριστουργήματα του παρελθόντος, πλην ελαχίστων φωτεινών εξαιρέσεων. Ο καιρός των Θηρίων ήρθε και παρήλθε, με τρόπο που δεν θα υπάρξουν ξανά οι νέοι Bathory, Mayhem, Burzum και Dødheimsgard, γιατί, πολύ απλά, η μουσική αυτή έχασε τα δόντια της. Όχι όλα, όμως.