David Bowie
The Next Day
Columbia (2013)
Από τον Παντελή Μαραγκό, 11/03/2013
«Τίποτε λιγότερο από «Alive and kicking» που έλεγαν οι Simple Minds. Από τις σημαντικότερες επιστροφές στην ιστορία της μουσικής»
«Here I am, not quite dying»
Τι να πω κι εγώ και τι να γράψω τώρα, όταν, εν έτει 2013, ακούω τον Bowie να λέει αυτούς τους στίχους με ορμή οδοστρωτήρα; Πέρασαν δέκα χρόνια από το τελευταίο του άλμπουμ και -κακά τα ψέμματα- από καιρό είχαμε αρχίσει να συμβιβαζόμαστε με την ιδέα ότι δύσκολα θα ξανακούγαμε νέο δίσκο από τον υπέρτατο χαμαιλέoντα της rock. Τα προβλήματα της υγείας του (το 2004 υπέστη καρδιακή προσβολή κι έκτοτε έχουν ανατροφοδοτηθεί πάσης λογής φήμες για ένα σωρό άλλα) και οι μετρημένες στα δάχτυλα δημόσιες εμφανίσεις του μας έδιναν κάθε δίκιο, εδώ που τα λέμε.
Ξαφνικά, όμως, στις 8 του περασμένου Γενάρη -ανήμερα των 66ων γενεθλίων του- δόθηκε στη δημοσιότητα το "Where Are We Now?". Μια μελαγχολική μπαλάντα που μετά τα μισά κλιμακώνεται πολύ όμορφα (σαν τους U2 των αρχών των 90s) και σε κερδίζει με κάθε ακρόαση. Εκεί ο -πάλαι ποτέ- αέρινος Thin White Duke ακούγεται εύθραυστος και με έντονη διάθεση αναπόλησης (για τα χρόνια του Βερολίνου, εν προκειμένω) μοιάζει βυθισμένος σε μια περιρρέουσα ατμόσφαιρα τύπου: «Μάρω-Μάρω μια φορά είν' τα νιάτα» και «περασμένα μεγαλεία, διηγόντας τα να κλαις».
Μαζί με το "Where Are We Now?" και τα νέα της επερχόμενης επιστροφής του, δόθηκε στη δημοσιότητα και το εξώφυλλο του άλμπουμ: ο τίτλος σε ένα λευκό τετράγωνο πάνω από το ιστορικό πορτρέτο του "Heroes" (1977). Έτσι, λίγο η βόλτα στο ψυχροπολεμικό Βερολίνο μέσω του πρώτου single, λίγο το εξώφυλλο˙ όλα προϊδέαζαν ότι θα είχαμε να κάνουμε με κάτι ατμοσφαιρικό, βουτηγμένο στη νοσταλγία. Κι ύστερα ήρθε το σπαρταριστά ζωηρό "The Stars (Are Out Tonight)" και εκεί που είχαμε μπει σε ένα mood κύκνειου άσματος, μας μπέρδεψε ο μπαγάσας.
Ωστόσο, η ευχάριστη έκπληξη -αλλά και η σύγχυση- που προκάλεσε το απροσδόκητο δεύτερο single, δεν πιάνουν μία μπροστά στην αποκόλληση του αμφιβληστροειδούς και την εξάρθρωση της κάτω από την άνω γνάθο που πάθαμε (οι οπαδοί του) όταν πρωτακούσαμε ολόκληρο το "The Next Day", το οποίο δόθηκε ελεύθερο για streaming μέσω iTunes. Δεν είναι ότι ξαφνιαστήκαμε ευχάριστα από μια «αξιοπρεπή» επιστροφή και άλλα τέτοια φλώρικα που γράφονται σε αντίστοιχες περιστάσεις. Το "The Next Day" είναι δισκάρα που σου «κάθεται» με την πρώτη και το ίδιο ενθουσιώδης θα δήλωνα ακόμη κι αν επρόκειτο για το ντεμπούτο μιας άγνωστης, πρωτοεμφανιζόμενης μπάντας.
Έχει βγάλει αρκετούς αξιόλογους δίσκους μετά το ανεπανάληπτο καλλιτεχνικο peak του στα 70s, ενώ -ως γνωστόν- έχει βγάλει και αρκετές πατάτες (βλέπε το Buyer's Guide που είχαμε φτιάξει προ τετραμήνου εντελώς ανυποψίαστοι για την επερχόμενη επιστροφή του). Έτσι, κάθε φορά που στα τελευταία 30 χρόνια έβγαζε ένα συμπαθητικό δίσκο είχε καταντήσει ανέκδοτο το να γεμίζει ο μουσικός Τύπος με τη φράση κλισέ: «το νέο του άλμπουμ είναι ό,τι καλύτερο έχει κυκλοφορήσει από το "Scary Monsters" (1980)».
Ε, να λοιπόν, που ήρθε εκείνη η ευλογημένη ώρα που ο χαμαιλέοντας έβγαλε ένα δίσκο, ικανό να αντέξει τη διαδικασία σύγκρισης με τα προϊόντα της δοξασμένης νιότης του. Ναι, τόσο καλό είναι το "The Next Day" και πλέον, παρέχεται σε μια νέα γενιά η ευκαιρία να μάθει πως είναι να μένεις έκθαμθος μπροστά σε μια πραγματικά άψογη (γαμάτη λέμε) νέα κυκλοφορία του κορυφαίου Bowie.
Ξανακούγοντας, λοιπόν, το εσωστρεφές "Where Are We Now?" ενταγμένο, πλέον, μέσα στο άλμπουμ μπορούμε μετά βεβαιότητας να πούμε ότι αν δεν ήταν το track που θα ξαναέφερνε τον Bowie στις ζωές μας (όχι ότι έφυγε ποτέ), θα ήταν απολύτως ακατάλληλο για να μας εισάγει στο "The Next Day", καθώς σε αντίθεση με το εν λόγω track, ο δίσκος ξεχειλίζει από ενέργεια και είναι ένας από τους πιο rock της συγκλονιστικής δισκογραφίας του.
Η ομάδα που βρίσκεται πίσω από το άλμπουμ δεν διαφέρει από εκείνη του "Heathen" (2002) ή του "Reality" (2003). Ο Tony Visconti στην παραγωγή και στο μπάσο, ο Gerry Leonard στη γεμάτη ουσία κιθάρα, ο Sterling Cambell στα drums και ο ίδιος ο Bowie στα πλήκτρα. Ο ήχος δεν απέχει και πολύ από εκείνον του "Reality", αλλά οι συνθέσεις είναι ξεκάθαρα ανώτερες. Ηχογραφήθηκε στη Νέα Υόρκη κατά τη διάρκεια των δύο τελευταίων ετών και -ανάλογα με το ποια άλμπουμ επιλέγει κανείς να συνυπολογίσει- θεωρείται το 24ο στην 45ετή (και βάλε), αδιανόητα επιδραστική καριέρα του.
Τι σημαίνει όμως ένα εξώφυλλο που παραπέμπει στην ατμοσφαιρική τριλογία του Βερολίνου και γιατί χρησιμοποιήθηκε τώρα, παρ' ότι το ύφος του "The Next Day" είναι ξεκάθαρα διαφορετικό; Στο μυαλό του δεν μπορώ να μπω (άσε που έχει κόψει και τις συνεντεύξεις...), αλλά ακούγοντας ασταμάτητα το άλμπουμ τις τελευταίες ημέρες, θα τολμήσω να πω ότι το παλιό εξώφυλλο δεν παραπέμπει συγκεκριμένα στο 1977 που κυκλοφόρησε το "Heroes", αλλά αποτελεί μια γενικότερη αναφορά στο παρελθόν του, το οποίο επανέρχεται «updated» σχεδόν σε κάθε κομμάτι του δίσκου.
Πλέον δεν έχει ανάγκη να εφεύρει και να υποδηθεί κάποια εναλλακτική persona. Όλες οι σπουδαίες μεταμορφώσεις του παρελθόντος συγκλίνουν υπηρετώντας με σεβασμό τον τωρινό Bowie.
Το εναρκτήριο (ομότιτλο) κομμάτι του δίσκου είναι ένα πραγματικό σοκ. Πατώντας στο "Beauty And The Beast" από το "Heroes" (1977), ένας απολαυστικός (όσο και φρενήρης) Bowie κολυμπάει με ορμή μέσα σε μια θάλασσα από καταπληκτικά κιθαριστικά licks που φέρνουν στο μυαλό την εποχή που δίπλα του είχε τον Carlos Alomar. Και αυτό το απίθανο ρεφρέν:
«Here I am, not quite dying
My body left to rot in a hollow tree
It's shadows throwing shades on the gallows for me»
«Not quite dying» λέει; Χα! Ούτε για αστείο! Πώς το 'λεγαν οι Simple Minds, «Alive and kicking»; Ε, αυτό. Τίποτε λιγότερο. Ένα ξεκίνημα πέρα από κάθε προσδοκία.
Ακολουθεί το "Dirty Boys" με καμπαρετζίδικη διάθεση, ένα πολύ καλό ρεφρέν κι ένα κοφτό σαξόφωνο που μας οδηγεί στο εξαιρετικό "The Stars (Are Out Tonight)", που θυμίζει λίγο το "China Girl". Το κομμάτι απογειώνεται και γίνεται ολοένα και καλύτερο μετά τα 01:33, όταν μια μελωδική αντίστιξη κάνει την εμφάνισή της και το μετατρέπει σε κάτι σαφώς πιο ευχάριστο που σε καλεί να χτυπήσεις παλαμάκια.
Όπως φαίνεται και στο πολύ καλό video της Floria Sigismondi, το "The Stars..." αποτελεί μια αλληγορία για την αδηφάγο πραγματικότητα της μανιώδους σκανδαλοθηρίας. Ο Bowie έχει περάσει, πλέον, στο παρασκήνιο (όχι ότι τον έχουν αφήσει κι εντελώς ήσυχο) και λειτουργεί ως αποστασιοποιημένος παρατηρητής, όπως ο μέσος καθηλωμένος άνθρωπος που παρακολουθεί αμήχανος τις ζωές των διασημοτήτων που προβάλλονται νυχθημερόν.
«We live closer to the earth, never to the heavens
[...]
We will never get rid of these stars, but I hope they live forever»
Και κάπου εκεί επανεμφανίζονται τα όρνια για να «ρουφήξουν» τη γύρη που έχει ξανασυγκεντρώσει, τώρα που ξαναβγαίνει στο προσκήνιο. («And they know just what we do. That we toss and turn at night / They're waiting to make their move on us»). Από κοντά και η Tilda Swinton, που χάνει τον εαυτό της στην πορεία.
Πλέον γίνεται αντιληπτό ότι υπάρχει μια υποβόσκουσα απόγνωση που προσθέτει απροσδόκητα βάθη στο φαινομενικά uptempo άλμπουμ. Η θνητότητα και το τέλος που πλησιάζει είναι οπωσδήποτε από τα κεντρικά θέματα του δίσκου. «Wave goodbye to life without pain» μας λέει στο "Love Is Lost" και γίνεται φανερή η σκιά που έχουν ρίξει πάνω του οι περιπέτειες της εύθραυστης υγείας του.
Μετά το "Where Are We Now?" έρχεται το "Valentine's Day", το οποίο εκ πρώτης όψεως είναι η πιο χαριτωμένη μελωδία του άλμπουμ, αλλά πίσω από την εύθυμη και χαλαρή ενορχήστρωσή του αποκαλύπτεται η πικρή πλευρά μιας από τις πιο σκοτεινές στιγμές του, καθώς έχει να κάνει με ένα οπλισμένο παιδί που αιματοκυλίζει ένα σχολείο. Εξαιρετική ηχογράφηση, πράγματι.
To "If You Can See Me" που ακολουθεί είναι μακράν η πιο «δύσκολη» σύνθεση του δίσκου, με τον Δούκα να δίνει μια φρενήρη ερμηνεία βγαλμένη από το έπος του "Station To Station" (1976). Παραδόξως, όμως, ακούγεται σχετικά άνετα, λαμβάνοντας υπόψη το πόσο avant-garde είναι. Το δίχως άλλο, με το κομμάτι αυτό ο Bowie αποδεικνύει ότι, ακόμη και σήμερα, παραμένει στην αιχμή της πρωτοπορίας για την πλάκα του. Αυτό που σίγουρα καταφέρνει -και εδώ είναι η μαγκιά του καλού sequencing- είναι ότι κάνει το "I'd Rather Be High" που ακολουθεί να ακούγεται σαν μια μελωδική όαση (όχι ότι δεν είναι).
Με ένα riff που θα ζήλευαν κι οι Suede (τα παιδιά του δηλαδή), το κομμάτι αυτό αντηχεί το "Every One Says Hi" από το "Heathen" (2002), ένα από τα τελευταία σπουδαία τραγούδια που μας είχε δώσει (...μέχρι τώρα, δηλαδή, που μας δίνει μια ντουζίνα μαζεμένη). Εδώ γίνεται φανερή και μια έντονα αντιμιλιτιραστική διάθεση.
«I'd rather be high, I'd rather be flying
I'd rather be dead or out of my head
Than training these guns of those men in the sand»
Η άψογη παραγωγή και οι στίχοι «Who would have ever thought of it? / Who would have ever dreamed?» στο "Boss Of Me" υπογραμμίζουν την έκπληξή μου για το πόσο απίθανα κυλάει η επιστροφή του. Πραγματικά, «ποιός το περίμενε»; Δίσκος που σου κάθεται με την πρώτη και γίνεται ολοένα και καλύτερος, καθώς προχωράει.
Το "Dancing Out In Space" θυμίζει μακρινό παιδί του "Modern Love" από το "Let's Dance" (1983), χωρίς, ωστόσο, να φτάνει και πολύ μακριά. Ακούγεται ευχάριστα, αλλά μπροστά στα υπόλοιπα, φαντάζει ως μια από τις πιο «δεύτερες» συνθέσεις. Το "How Does The Grass Grow?" έχει τα χρώματα του "Low" (1977) και μοιάζει με σουρεαλιστική εκπομπή του Major Tom από το "Space Oddity" (1969), που έχει από καιρό, πλέον, εμπεδώσει τη μορφή του αρλεκίνου με την οποία μας επανασυστήθηκε στο "Ashes To Ashes" (1980). Πολύχρωμο και ζωηρό σαν το "Sound And Vision", μοιάζει σαν άσκηση πάνω στο "Boys Keep Swinging" από το "Lodger" (1979), ενώ έχει κι ένα περιπαιχτικό ρεφρέν που φέρνει στο μυαλό τις απολιθωμένες χαριτωμενιές του "The Laughing Gnome" από το μακρινό 1967.
Ολόκληρη η καριέρα του Bowie αποτελεί μια περίτρανη απόδειξη ότι δεν είναι από εκείνους που ορίζονται από τις περιστάσεις, αλλά ανήκει στην εκλεκτή κατηγορία των καλλιτεχνών που τις δημιουργούν. Ασυμβίβαστος, γράφει και εμφανίζεται όποτε εκείνος νιώθει ότι έχει κάτι αξιόλογο να πει. Να είστε σίγουροι πως δεν επρόκειτο να επιστρέψει αν δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές και σήμερα.
Ιδιαίτερα τώρα, που σε όποια γωνιά του πλανήτη και να κοιτάξει «he can hear the nation cry», αναρωτιέται: «Who will set the world on fire?», για να δώσει ο ίδιος την απάντηση: «YOU will set the world on fire» στο εξαιρετικό track με τον ίδιο τίτλο. Το riff της εισαγωγής θυμίζει εκείνο του Jack White από το "Sixteen Saltines", που με τη σειρά του μας έρχεται από τα "Χτυποκάρδια στο Beverly Hills" (true story!), αλλά -ευτυχώς- δεν σταματά εκεί. Μια πραγματική rock γιορτή και ένα από τα καλύτερα κομμάτια του δίσκου.
Παύση για να πάρουμε μια ανάσα και να εκτιμήσουμε την αξία του "The Next Day". Πιο ζωηρό από ό,τι θα ευχόταν κι ο πιο αισιόδοξος οπαδός του, πατάει στο παρόν και κλείνει πονηρά το μάτι στο μέλλον (ο Visconti λέει ότι έχουν ηχογραφηθεί άλλα τόσα κομμάτια). Δίσκος που προορίζεται για να παιχτεί και όχι για να σκονίζεται σε δισκοθήκες φανατικών των παλιών καλών ημερών του που ...«το πήραμε, μωρέ, κι αυτό για λόγους πληρότητας». Μεστό και εύστροφο rock χωρίς ανούσια σημεία και ένας Bowie που σφύζει από ζωή. Ακούγοντας αυτό το απίθανο άλμπουμ, σε πιάνει καημός που δε θα περιοδεύσει. Αυτά τα κομμάτια θα λειτουργούσαν περίφημα live.
Πίσω στο tracklist και το απίθανο σερί συνεχίζεται με το ωραιότατο βαλσάκι "You Feel So Lonely You Could Die", το οποίο τον συνδέει με το "Five Years" από το "The Rise And Fall Of Ziggy Stardust And The Spiders From Mars" (1972). Αχ και να ζούσε ο παλιόφιλος ο Lennon, να το έλεγαν παρέα. Αχ (επίσης) να ήταν αυτό το κομμάτι που θα έκλεινε το δίσκο και όχι το "Heat", το οποίο μπορεί να είναι μην είναι κάτι ιδιαίτερο (σίγουρα δεν είναι αντάξιο να κλείσει ένα τέτοιο άλμπουμ), αλλά έχει έντονο άρωμα από τα ατμοσφαιρικά του Βερολίνου και μια χαρακτηριστική θεατρικότητα.
Ο δίσκος είναι πραγματικά απολαυστικός και σταματώ εδώ την ψευτοαπόπειρά μου να τον αναλύσω περαιτέρω (λες κι είναι εύκολο...). Το "The Next Day" κυλάει νεράκι και αυτό έχει ασύγκριτα μεγαλύτερη σημασία από οτιδήποτε μπορώ να γράψω. Άλλωστε κι ο ίδιος ο Bowie ανέκαθεν ισχυριζόταν ότι όλες οι μορφές της τέχνης πρέπει να παραμένουν ελεύθερες προς ερμηνεία. Ανεξάρτητα από τις προθέσεις του καλλιτέχνη, οι προσωπικές ερμηνείες των δεκτών (ακροατών, θεατών κλπ.) προσθέτουν μια επιπρόσθετη διάσταση και περαιτέρω περιεχόμενο στο έργο.
Παρεμπιπτόντως, μην ξεχνάμε ότι, μαζί με τη δισκογραφική του επιστροφή, το Victoria & Albert Museum of Art & Design στο Λονδίνο ετοιμάζεται να ανοίξει τις πόρτες του για να φιλοξενήσει την αναδρομική έκθεση David Bowie Is (23/03 - 11/08) και από καιρό έχει γίνει γνωστό ότι η προπώληση έχει ξεπεράσει κάθε προηγούμενο στην ιστορία του Μουσείου.
Τελεία και παύλα. Ο Bowie και ο Visconti χτύπησαν φλέβα χρυσού και πέτυχαν 100% στο να δημιουργήσουν έναν μοντέρνο δίσκο που επαναφέρει το Δούκα στο προσκήνιο και τον επανασυνδέει με έναν αχαλίνωτα δημιουργικό τρόπο με το συγκλονιστικό παρελθόν του. Θα το πω όσο πιο χοντρά μπορώ. Το "The Next Day" έχει περισσότερα καλά τραγούδια από όσα υπάρχουν στους τελευταίους πέντε δίσκους του μαζί (και δεν είμαι από εκείνους που τους θεωρούν κακούς).
Το άλμπουμ είναι ένα ανατριχιαστικά αιχμηρό μάθημα προς τους απανταχού μαθουσάλες που βγάζουν δίσκους χωρίς να έχουν κάτι καινούργιο ή έστω αξιόλογο να πουν. Παράλληλα, συνιστά και ένα ανεπανάληπτο τεκμήριο για τις ευεργετικές ιδιότητες της αγρανάπαυσης. Βέβαια, δεν είναι μόνο η αγρανάπαυση˙ σίγουρα βοηθάει ότι αυτός που ξεκουραζόταν ήταν ο Bowie και όχι όποιος κι όποιος...
Το "The Next Day" δεν είναι απλά ένα απροσδόκητα καλό άλμπουμ. Πρόκειται για μια έκπληξη μεγατόνων, χωρίς δεύτερη κουβέντα. Ποιά η θέση του, λοιπόν, μέσα στο σύμπαν της ανεκτίμητης δισκογραφίας του Bowie; Μπορεί να συγκριθεί με τα αριστουργήματα των 70s; Ο μόνος λόγος που η απάντηση δεν είναι αβίαστα καταφατική, είναι ότι εκείνα τα άλμπουμ είναι ανεπανάληπτα. Ο χρόνος θα δείξει όμως. Μέχρι τότε, δεν έχω τον παραμικρό ενδοιασμό να γράψω ότι το άλμπουμ αυτό θέτει σοβαρότατη υποψηφιότητα για την κατηγορία «best comeback album ever».
Τι να πω κι εγώ και τι να γράψω τώρα, όταν, εν έτει 2013, ακούω τον Bowie να λέει αυτούς τους στίχους με ορμή οδοστρωτήρα; Πέρασαν δέκα χρόνια από το τελευταίο του άλμπουμ και -κακά τα ψέμματα- από καιρό είχαμε αρχίσει να συμβιβαζόμαστε με την ιδέα ότι δύσκολα θα ξανακούγαμε νέο δίσκο από τον υπέρτατο χαμαιλέoντα της rock. Τα προβλήματα της υγείας του (το 2004 υπέστη καρδιακή προσβολή κι έκτοτε έχουν ανατροφοδοτηθεί πάσης λογής φήμες για ένα σωρό άλλα) και οι μετρημένες στα δάχτυλα δημόσιες εμφανίσεις του μας έδιναν κάθε δίκιο, εδώ που τα λέμε.
Ξαφνικά, όμως, στις 8 του περασμένου Γενάρη -ανήμερα των 66ων γενεθλίων του- δόθηκε στη δημοσιότητα το "Where Are We Now?". Μια μελαγχολική μπαλάντα που μετά τα μισά κλιμακώνεται πολύ όμορφα (σαν τους U2 των αρχών των 90s) και σε κερδίζει με κάθε ακρόαση. Εκεί ο -πάλαι ποτέ- αέρινος Thin White Duke ακούγεται εύθραυστος και με έντονη διάθεση αναπόλησης (για τα χρόνια του Βερολίνου, εν προκειμένω) μοιάζει βυθισμένος σε μια περιρρέουσα ατμόσφαιρα τύπου: «Μάρω-Μάρω μια φορά είν' τα νιάτα» και «περασμένα μεγαλεία, διηγόντας τα να κλαις».
Μαζί με το "Where Are We Now?" και τα νέα της επερχόμενης επιστροφής του, δόθηκε στη δημοσιότητα και το εξώφυλλο του άλμπουμ: ο τίτλος σε ένα λευκό τετράγωνο πάνω από το ιστορικό πορτρέτο του "Heroes" (1977). Έτσι, λίγο η βόλτα στο ψυχροπολεμικό Βερολίνο μέσω του πρώτου single, λίγο το εξώφυλλο˙ όλα προϊδέαζαν ότι θα είχαμε να κάνουμε με κάτι ατμοσφαιρικό, βουτηγμένο στη νοσταλγία. Κι ύστερα ήρθε το σπαρταριστά ζωηρό "The Stars (Are Out Tonight)" και εκεί που είχαμε μπει σε ένα mood κύκνειου άσματος, μας μπέρδεψε ο μπαγάσας.
Ωστόσο, η ευχάριστη έκπληξη -αλλά και η σύγχυση- που προκάλεσε το απροσδόκητο δεύτερο single, δεν πιάνουν μία μπροστά στην αποκόλληση του αμφιβληστροειδούς και την εξάρθρωση της κάτω από την άνω γνάθο που πάθαμε (οι οπαδοί του) όταν πρωτακούσαμε ολόκληρο το "The Next Day", το οποίο δόθηκε ελεύθερο για streaming μέσω iTunes. Δεν είναι ότι ξαφνιαστήκαμε ευχάριστα από μια «αξιοπρεπή» επιστροφή και άλλα τέτοια φλώρικα που γράφονται σε αντίστοιχες περιστάσεις. Το "The Next Day" είναι δισκάρα που σου «κάθεται» με την πρώτη και το ίδιο ενθουσιώδης θα δήλωνα ακόμη κι αν επρόκειτο για το ντεμπούτο μιας άγνωστης, πρωτοεμφανιζόμενης μπάντας.
Έχει βγάλει αρκετούς αξιόλογους δίσκους μετά το ανεπανάληπτο καλλιτεχνικο peak του στα 70s, ενώ -ως γνωστόν- έχει βγάλει και αρκετές πατάτες (βλέπε το Buyer's Guide που είχαμε φτιάξει προ τετραμήνου εντελώς ανυποψίαστοι για την επερχόμενη επιστροφή του). Έτσι, κάθε φορά που στα τελευταία 30 χρόνια έβγαζε ένα συμπαθητικό δίσκο είχε καταντήσει ανέκδοτο το να γεμίζει ο μουσικός Τύπος με τη φράση κλισέ: «το νέο του άλμπουμ είναι ό,τι καλύτερο έχει κυκλοφορήσει από το "Scary Monsters" (1980)».
Ε, να λοιπόν, που ήρθε εκείνη η ευλογημένη ώρα που ο χαμαιλέοντας έβγαλε ένα δίσκο, ικανό να αντέξει τη διαδικασία σύγκρισης με τα προϊόντα της δοξασμένης νιότης του. Ναι, τόσο καλό είναι το "The Next Day" και πλέον, παρέχεται σε μια νέα γενιά η ευκαιρία να μάθει πως είναι να μένεις έκθαμθος μπροστά σε μια πραγματικά άψογη (γαμάτη λέμε) νέα κυκλοφορία του κορυφαίου Bowie.
Ξανακούγοντας, λοιπόν, το εσωστρεφές "Where Are We Now?" ενταγμένο, πλέον, μέσα στο άλμπουμ μπορούμε μετά βεβαιότητας να πούμε ότι αν δεν ήταν το track που θα ξαναέφερνε τον Bowie στις ζωές μας (όχι ότι έφυγε ποτέ), θα ήταν απολύτως ακατάλληλο για να μας εισάγει στο "The Next Day", καθώς σε αντίθεση με το εν λόγω track, ο δίσκος ξεχειλίζει από ενέργεια και είναι ένας από τους πιο rock της συγκλονιστικής δισκογραφίας του.
Η ομάδα που βρίσκεται πίσω από το άλμπουμ δεν διαφέρει από εκείνη του "Heathen" (2002) ή του "Reality" (2003). Ο Tony Visconti στην παραγωγή και στο μπάσο, ο Gerry Leonard στη γεμάτη ουσία κιθάρα, ο Sterling Cambell στα drums και ο ίδιος ο Bowie στα πλήκτρα. Ο ήχος δεν απέχει και πολύ από εκείνον του "Reality", αλλά οι συνθέσεις είναι ξεκάθαρα ανώτερες. Ηχογραφήθηκε στη Νέα Υόρκη κατά τη διάρκεια των δύο τελευταίων ετών και -ανάλογα με το ποια άλμπουμ επιλέγει κανείς να συνυπολογίσει- θεωρείται το 24ο στην 45ετή (και βάλε), αδιανόητα επιδραστική καριέρα του.
Τι σημαίνει όμως ένα εξώφυλλο που παραπέμπει στην ατμοσφαιρική τριλογία του Βερολίνου και γιατί χρησιμοποιήθηκε τώρα, παρ' ότι το ύφος του "The Next Day" είναι ξεκάθαρα διαφορετικό; Στο μυαλό του δεν μπορώ να μπω (άσε που έχει κόψει και τις συνεντεύξεις...), αλλά ακούγοντας ασταμάτητα το άλμπουμ τις τελευταίες ημέρες, θα τολμήσω να πω ότι το παλιό εξώφυλλο δεν παραπέμπει συγκεκριμένα στο 1977 που κυκλοφόρησε το "Heroes", αλλά αποτελεί μια γενικότερη αναφορά στο παρελθόν του, το οποίο επανέρχεται «updated» σχεδόν σε κάθε κομμάτι του δίσκου.
Πλέον δεν έχει ανάγκη να εφεύρει και να υποδηθεί κάποια εναλλακτική persona. Όλες οι σπουδαίες μεταμορφώσεις του παρελθόντος συγκλίνουν υπηρετώντας με σεβασμό τον τωρινό Bowie.
Το εναρκτήριο (ομότιτλο) κομμάτι του δίσκου είναι ένα πραγματικό σοκ. Πατώντας στο "Beauty And The Beast" από το "Heroes" (1977), ένας απολαυστικός (όσο και φρενήρης) Bowie κολυμπάει με ορμή μέσα σε μια θάλασσα από καταπληκτικά κιθαριστικά licks που φέρνουν στο μυαλό την εποχή που δίπλα του είχε τον Carlos Alomar. Και αυτό το απίθανο ρεφρέν:
«Here I am, not quite dying
My body left to rot in a hollow tree
It's shadows throwing shades on the gallows for me»
«Not quite dying» λέει; Χα! Ούτε για αστείο! Πώς το 'λεγαν οι Simple Minds, «Alive and kicking»; Ε, αυτό. Τίποτε λιγότερο. Ένα ξεκίνημα πέρα από κάθε προσδοκία.
Ακολουθεί το "Dirty Boys" με καμπαρετζίδικη διάθεση, ένα πολύ καλό ρεφρέν κι ένα κοφτό σαξόφωνο που μας οδηγεί στο εξαιρετικό "The Stars (Are Out Tonight)", που θυμίζει λίγο το "China Girl". Το κομμάτι απογειώνεται και γίνεται ολοένα και καλύτερο μετά τα 01:33, όταν μια μελωδική αντίστιξη κάνει την εμφάνισή της και το μετατρέπει σε κάτι σαφώς πιο ευχάριστο που σε καλεί να χτυπήσεις παλαμάκια.
Όπως φαίνεται και στο πολύ καλό video της Floria Sigismondi, το "The Stars..." αποτελεί μια αλληγορία για την αδηφάγο πραγματικότητα της μανιώδους σκανδαλοθηρίας. Ο Bowie έχει περάσει, πλέον, στο παρασκήνιο (όχι ότι τον έχουν αφήσει κι εντελώς ήσυχο) και λειτουργεί ως αποστασιοποιημένος παρατηρητής, όπως ο μέσος καθηλωμένος άνθρωπος που παρακολουθεί αμήχανος τις ζωές των διασημοτήτων που προβάλλονται νυχθημερόν.
«We live closer to the earth, never to the heavens
[...]
We will never get rid of these stars, but I hope they live forever»
Και κάπου εκεί επανεμφανίζονται τα όρνια για να «ρουφήξουν» τη γύρη που έχει ξανασυγκεντρώσει, τώρα που ξαναβγαίνει στο προσκήνιο. («And they know just what we do. That we toss and turn at night / They're waiting to make their move on us»). Από κοντά και η Tilda Swinton, που χάνει τον εαυτό της στην πορεία.
Πλέον γίνεται αντιληπτό ότι υπάρχει μια υποβόσκουσα απόγνωση που προσθέτει απροσδόκητα βάθη στο φαινομενικά uptempo άλμπουμ. Η θνητότητα και το τέλος που πλησιάζει είναι οπωσδήποτε από τα κεντρικά θέματα του δίσκου. «Wave goodbye to life without pain» μας λέει στο "Love Is Lost" και γίνεται φανερή η σκιά που έχουν ρίξει πάνω του οι περιπέτειες της εύθραυστης υγείας του.
Μετά το "Where Are We Now?" έρχεται το "Valentine's Day", το οποίο εκ πρώτης όψεως είναι η πιο χαριτωμένη μελωδία του άλμπουμ, αλλά πίσω από την εύθυμη και χαλαρή ενορχήστρωσή του αποκαλύπτεται η πικρή πλευρά μιας από τις πιο σκοτεινές στιγμές του, καθώς έχει να κάνει με ένα οπλισμένο παιδί που αιματοκυλίζει ένα σχολείο. Εξαιρετική ηχογράφηση, πράγματι.
To "If You Can See Me" που ακολουθεί είναι μακράν η πιο «δύσκολη» σύνθεση του δίσκου, με τον Δούκα να δίνει μια φρενήρη ερμηνεία βγαλμένη από το έπος του "Station To Station" (1976). Παραδόξως, όμως, ακούγεται σχετικά άνετα, λαμβάνοντας υπόψη το πόσο avant-garde είναι. Το δίχως άλλο, με το κομμάτι αυτό ο Bowie αποδεικνύει ότι, ακόμη και σήμερα, παραμένει στην αιχμή της πρωτοπορίας για την πλάκα του. Αυτό που σίγουρα καταφέρνει -και εδώ είναι η μαγκιά του καλού sequencing- είναι ότι κάνει το "I'd Rather Be High" που ακολουθεί να ακούγεται σαν μια μελωδική όαση (όχι ότι δεν είναι).
Με ένα riff που θα ζήλευαν κι οι Suede (τα παιδιά του δηλαδή), το κομμάτι αυτό αντηχεί το "Every One Says Hi" από το "Heathen" (2002), ένα από τα τελευταία σπουδαία τραγούδια που μας είχε δώσει (...μέχρι τώρα, δηλαδή, που μας δίνει μια ντουζίνα μαζεμένη). Εδώ γίνεται φανερή και μια έντονα αντιμιλιτιραστική διάθεση.
«I'd rather be high, I'd rather be flying
I'd rather be dead or out of my head
Than training these guns of those men in the sand»
Η άψογη παραγωγή και οι στίχοι «Who would have ever thought of it? / Who would have ever dreamed?» στο "Boss Of Me" υπογραμμίζουν την έκπληξή μου για το πόσο απίθανα κυλάει η επιστροφή του. Πραγματικά, «ποιός το περίμενε»; Δίσκος που σου κάθεται με την πρώτη και γίνεται ολοένα και καλύτερος, καθώς προχωράει.
Το "Dancing Out In Space" θυμίζει μακρινό παιδί του "Modern Love" από το "Let's Dance" (1983), χωρίς, ωστόσο, να φτάνει και πολύ μακριά. Ακούγεται ευχάριστα, αλλά μπροστά στα υπόλοιπα, φαντάζει ως μια από τις πιο «δεύτερες» συνθέσεις. Το "How Does The Grass Grow?" έχει τα χρώματα του "Low" (1977) και μοιάζει με σουρεαλιστική εκπομπή του Major Tom από το "Space Oddity" (1969), που έχει από καιρό, πλέον, εμπεδώσει τη μορφή του αρλεκίνου με την οποία μας επανασυστήθηκε στο "Ashes To Ashes" (1980). Πολύχρωμο και ζωηρό σαν το "Sound And Vision", μοιάζει σαν άσκηση πάνω στο "Boys Keep Swinging" από το "Lodger" (1979), ενώ έχει κι ένα περιπαιχτικό ρεφρέν που φέρνει στο μυαλό τις απολιθωμένες χαριτωμενιές του "The Laughing Gnome" από το μακρινό 1967.
Ολόκληρη η καριέρα του Bowie αποτελεί μια περίτρανη απόδειξη ότι δεν είναι από εκείνους που ορίζονται από τις περιστάσεις, αλλά ανήκει στην εκλεκτή κατηγορία των καλλιτεχνών που τις δημιουργούν. Ασυμβίβαστος, γράφει και εμφανίζεται όποτε εκείνος νιώθει ότι έχει κάτι αξιόλογο να πει. Να είστε σίγουροι πως δεν επρόκειτο να επιστρέψει αν δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές και σήμερα.
Ιδιαίτερα τώρα, που σε όποια γωνιά του πλανήτη και να κοιτάξει «he can hear the nation cry», αναρωτιέται: «Who will set the world on fire?», για να δώσει ο ίδιος την απάντηση: «YOU will set the world on fire» στο εξαιρετικό track με τον ίδιο τίτλο. Το riff της εισαγωγής θυμίζει εκείνο του Jack White από το "Sixteen Saltines", που με τη σειρά του μας έρχεται από τα "Χτυποκάρδια στο Beverly Hills" (true story!), αλλά -ευτυχώς- δεν σταματά εκεί. Μια πραγματική rock γιορτή και ένα από τα καλύτερα κομμάτια του δίσκου.
Παύση για να πάρουμε μια ανάσα και να εκτιμήσουμε την αξία του "The Next Day". Πιο ζωηρό από ό,τι θα ευχόταν κι ο πιο αισιόδοξος οπαδός του, πατάει στο παρόν και κλείνει πονηρά το μάτι στο μέλλον (ο Visconti λέει ότι έχουν ηχογραφηθεί άλλα τόσα κομμάτια). Δίσκος που προορίζεται για να παιχτεί και όχι για να σκονίζεται σε δισκοθήκες φανατικών των παλιών καλών ημερών του που ...«το πήραμε, μωρέ, κι αυτό για λόγους πληρότητας». Μεστό και εύστροφο rock χωρίς ανούσια σημεία και ένας Bowie που σφύζει από ζωή. Ακούγοντας αυτό το απίθανο άλμπουμ, σε πιάνει καημός που δε θα περιοδεύσει. Αυτά τα κομμάτια θα λειτουργούσαν περίφημα live.
Πίσω στο tracklist και το απίθανο σερί συνεχίζεται με το ωραιότατο βαλσάκι "You Feel So Lonely You Could Die", το οποίο τον συνδέει με το "Five Years" από το "The Rise And Fall Of Ziggy Stardust And The Spiders From Mars" (1972). Αχ και να ζούσε ο παλιόφιλος ο Lennon, να το έλεγαν παρέα. Αχ (επίσης) να ήταν αυτό το κομμάτι που θα έκλεινε το δίσκο και όχι το "Heat", το οποίο μπορεί να είναι μην είναι κάτι ιδιαίτερο (σίγουρα δεν είναι αντάξιο να κλείσει ένα τέτοιο άλμπουμ), αλλά έχει έντονο άρωμα από τα ατμοσφαιρικά του Βερολίνου και μια χαρακτηριστική θεατρικότητα.
Ο δίσκος είναι πραγματικά απολαυστικός και σταματώ εδώ την ψευτοαπόπειρά μου να τον αναλύσω περαιτέρω (λες κι είναι εύκολο...). Το "The Next Day" κυλάει νεράκι και αυτό έχει ασύγκριτα μεγαλύτερη σημασία από οτιδήποτε μπορώ να γράψω. Άλλωστε κι ο ίδιος ο Bowie ανέκαθεν ισχυριζόταν ότι όλες οι μορφές της τέχνης πρέπει να παραμένουν ελεύθερες προς ερμηνεία. Ανεξάρτητα από τις προθέσεις του καλλιτέχνη, οι προσωπικές ερμηνείες των δεκτών (ακροατών, θεατών κλπ.) προσθέτουν μια επιπρόσθετη διάσταση και περαιτέρω περιεχόμενο στο έργο.
Παρεμπιπτόντως, μην ξεχνάμε ότι, μαζί με τη δισκογραφική του επιστροφή, το Victoria & Albert Museum of Art & Design στο Λονδίνο ετοιμάζεται να ανοίξει τις πόρτες του για να φιλοξενήσει την αναδρομική έκθεση David Bowie Is (23/03 - 11/08) και από καιρό έχει γίνει γνωστό ότι η προπώληση έχει ξεπεράσει κάθε προηγούμενο στην ιστορία του Μουσείου.
Τελεία και παύλα. Ο Bowie και ο Visconti χτύπησαν φλέβα χρυσού και πέτυχαν 100% στο να δημιουργήσουν έναν μοντέρνο δίσκο που επαναφέρει το Δούκα στο προσκήνιο και τον επανασυνδέει με έναν αχαλίνωτα δημιουργικό τρόπο με το συγκλονιστικό παρελθόν του. Θα το πω όσο πιο χοντρά μπορώ. Το "The Next Day" έχει περισσότερα καλά τραγούδια από όσα υπάρχουν στους τελευταίους πέντε δίσκους του μαζί (και δεν είμαι από εκείνους που τους θεωρούν κακούς).
Το άλμπουμ είναι ένα ανατριχιαστικά αιχμηρό μάθημα προς τους απανταχού μαθουσάλες που βγάζουν δίσκους χωρίς να έχουν κάτι καινούργιο ή έστω αξιόλογο να πουν. Παράλληλα, συνιστά και ένα ανεπανάληπτο τεκμήριο για τις ευεργετικές ιδιότητες της αγρανάπαυσης. Βέβαια, δεν είναι μόνο η αγρανάπαυση˙ σίγουρα βοηθάει ότι αυτός που ξεκουραζόταν ήταν ο Bowie και όχι όποιος κι όποιος...
Το "The Next Day" δεν είναι απλά ένα απροσδόκητα καλό άλμπουμ. Πρόκειται για μια έκπληξη μεγατόνων, χωρίς δεύτερη κουβέντα. Ποιά η θέση του, λοιπόν, μέσα στο σύμπαν της ανεκτίμητης δισκογραφίας του Bowie; Μπορεί να συγκριθεί με τα αριστουργήματα των 70s; Ο μόνος λόγος που η απάντηση δεν είναι αβίαστα καταφατική, είναι ότι εκείνα τα άλμπουμ είναι ανεπανάληπτα. Ο χρόνος θα δείξει όμως. Μέχρι τότε, δεν έχω τον παραμικρό ενδοιασμό να γράψω ότι το άλμπουμ αυτό θέτει σοβαρότατη υποψηφιότητα για την κατηγορία «best comeback album ever».