Πιστεύει ακράδαντα ότι υπάρχουν μόνο δύο είδη μουσικής, η καλή και η κακή. Σχολιάζει και από τα δύο στις σελίδες του Rocking.gr, αν και οι κακές γλώσσες λένε ότι γράφει κυρίως για ό,τι είναι ή μοιάζει...
David Bowie
Blackstar
Θα αρέσει σε πολλούς, θα τον απολαύσουν λίγοι
Ο λόγος που ουδέποτε αποκαθηλώθηκε από τον θρόνο του ο Bowie από μουσικοκριτικούς και κάθε λογής σοφιστικέ αμφισβητίες είναι ότι δεν έδωσε ποτέ το δικαίωμα να θεωρηθεί εκτός της εποχής που ζούσε. Αντιθέτως δυο-τρεις φορές μπορεί εύκολα κανείς να του πιστώσει και ότι ήταν μπροστά από αυτήν. Σε κάθε δεκαετία προσαρμοζόταν και τοποθετούσε τον εαυτό του στην πρώτη γραμμή της μουσικής επικαιρότητας, είτε αυτό σήμαινε μουσική πρωτοπορία (π.χ. "Station To Station") είτε χορευτική αμεσότητα (λέγε με και "Let's Dance") είτε οτιδήποτε άλλο με το οποίο αποφάσισε να καταπιαστεί. Η μόνη φορά που ίσως, ανεξαρτήτως του σπουδαίου ποιοτικού αποτελέσματος, θα μπορούσε να πει κανείς ότι κοίταξε προς το παρελθόν του ήταν το προ τριετίας "The Next Day" που λες και ήταν φτιαγμένο να αρέσει σε όλους. Και άρεσε. Ποιά είναι η επόμενη λογική, για τα δεδομένα του, κίνηση; Ένας δίσκος που θα αρέσει σε λίγους. Ή καλύτερα που θα αρέσει σε πολλούς αλλά θα απολαύσουν λίγοι.
Η πρώτη ακρόαση του "Blackstar" είναι και η πιο δύσκολη. Η ενορχήστρωση και η φωνητική μελωδία σε πολλές στιγμές του δείχνουν να πατάνε σε διαφορετικές, παράλληλες πορείες. Δεν υπάρχει η γνώριμη δομή των τραγουδιών με τα κουπλέ και τα ρεφρέν τους και τις γέφυρες που τα ενώνουν ή όπου υπάρχει είναι ιδιαιτέρως δυσδιάκριτη. Το μεγάλο βάρος δίνεται, τόσο συνθετικά όσο και από την παραγωγή, στα ρυθμικά μέρη τα οποία τις περισσότερες φορές κυριαρχούνται από ξερούς οργανικούς ήχους και μόνο συνεπικουρούνται από ηλεκτρονικούς. Ίσως μάλιστα αυτή να είναι και η ειδοποιός διαφορά του "Blackstar" από τους δίσκους του της δεκαετίας του '90, γιατί κατά τα άλλα φαίνεται να έχει γεννηθεί από τον ίδιο σπόρο. Αυτό πάντως που από την αρχή φαίνεται είναι ότι η μουσικότητα κυριαρχεί στον δίσκο και ότι ο όρος «κακοφωνία», που καταχρηστικά χρησιμοποιείται για οτιδήποτε δεν είναι αρκετά μαζικό ώστε να μπορεί να παιχθεί στο ραδιόφωνο, εδώ ακούγεται υπερβολικός (ακόμα και με την θετική έννοια).
Οι επόμενες ακροάσεις αναδεικνύουν τα περισσότερα χαρίσματα του δίσκου. Η βαθιά του ενορχήστρωση πιστοποιείται με απρόσμενες προσθήκες οργάνων (ακόμα να ξεπεράσω το φλάουτο-από-το-πουθενά στο ομότιτλο τραγούδι), την ποικιλία ήχων, τα πνευστά (μεγάλη αγάπη του το σαξόφωνο εξάλλου), τη δέουσα χρήση των ηλεκτρονικών ήχων. Ο μελωδικός του χαρακτήρας αποδεικνύεται με τις διάσπαρτες φράσεις μέσα στα τραγούδια αλλά και τα κεντρικά μοτίβα σε κάποια από αυτά (η εισαγωγή στο "Girl Loves Me" θα ήταν αρκετός λόγος για την κυκλοφορία καινούργιου δίσκου από μόνη της). Και περισσότερο από όλα, μαθαίνεις να εκτιμάς τις ευαίσθητες ισορροπίες τραγουδιών όπως το "Lazarus" που τρέχουν σε βιομηχανικά γρήγορους ρυθμούς μουσικά και μυστικιστικά αργούς φωνητικά. Άκρως ενδιαφέρον και το γεγονός ότι οι στίχοι όλων των τραγουδιών αποδίδονται σε πρώτο πρόσωπο και σε συνδυασμό με την εσωστρέφεια που εκφράζουν δείχνουν ίσως και τον δρόμο για τον «σωστό» τρόπο ακρόασης του δίσκου.
Το τελευταίο πράγμα που χρειάζεται το "Blackstar" είναι μία δασκαλίστικη λογική για το τι πρεσβεύει και πώς και γιατί θα έπρεπε κάποιος να το εκτιμήσει. Το αν αντλεί έμπνευση από τους Radiohead ή τους Death Grips, τον Kendrick Lamar ή τον Sun Ra φαίνεται εξίσου ασήμαντο. Αν είναι rock ή jazz ή experimental ή art rock ή electronica... ας είμαστε σοβαροί. Είναι ένας γερά θεμελιωμένος δίσκος σε όλα όσα μπορεί η μουσική να είναι σήμερα. Σε αντίθεση με την απρόσμενη επιστροφή του το 2013, ο Bowie έφτιαξε έναν δίσκο που δεν είναι τόσο δύσκολος όσο παρουσιάζουν όσοι από τη μία προσπαθούν να σε πείσουν να σου αρέσει προβάλλοντας από την άλλη μια κάποια ιδιαιτερότητά του ως κρυμμένο μυστικό που οι εκλεκτοί μόνο ξεκλειδώνουν. Ούτε όμως είναι και δε θα έπρεπε ντε και καλά να είναι, για όλους. Χωρίς φόβο, χωρίς προσπάθεια να τον καταλάβεις, νιώσε απλά ευτυχής αν τον απολαμβάνεις, είναι ένας πολύ καλός δίσκος.