Αντιλαμβάνεται τη μουσική άλλοτε ως μια εναλλακτική γέφυρα επικοινωνίας, άλλοτε ως ένα θέαμα βγαλμένο από το θέατρο των ονείρων κι άλλοτε ως έναν πόνο που οφείλει να βιώσει αναζητώντας μια κάποια λύτρωση....
Closure In Moscow
Pink Lemonade
Sabretusk (2014)
Από τον Χρήστο Καραδημήτρη, 05/06/2014
Οι άξιοι συνεχιστές της κληρονομιάς των The Mars Volta είναι από την Αυστραλία και με το νέο τους album την πάνε ακόμα παραπέρα
Πέντε χρόνια μετά το εντυπωσιακό ντεμπούτο τους (κι έξι μετά το EP τους θα πουν κάποιοι) οι Αυστραλοί Closure In Moscow επιστρέφουν, με σκοπό να εντυπωσιάσουν ακόμα περισσότερο κόσμο και να καλύψουν το κενό που άφησε η διάλυση των The Mars Volta στο μουσικό στερέωμα. Το πολύχρωμο εξώφυλλο υποδηλώνει την ψυχεδέλεια και ο τίτλος του άλμπουμ την τρέλα που κουβαλάνε, ενώ οι λέξεις Pink και Lemonade δίνουν μια mainstream εντύπωση, που δεν είναι λανθασμένη. Όπως ο συνδυασμός αυτών των δύο λέξεων, έτσι και η μουσική του άλμπουμ, ίσως μπερδεύει και ξενίζει σε πρώτη επαφή, αλλά πιστέψτε με, ανταμείβει τους τολμηρούς που θα δοκιμάσουν.
Στο περίεργο progressive μουσικό κόσμο της μπάντα, υπήρχαν και στο παρελθόν οι Mars Volta αναφορές, μόνο που εδώ είναι εμφανέστερες, αν και μόνο επιφανειακά, καθώς όποιος ακούσει καλύτερα θα καταλάβει πως παίζουν πολλά περισσότερα μέσα στις μουσικές των Closure In Moscow. Υπάρχει pop υπόστρωμα και κυρίως υπάρχει ένας φοβερός τραγουδιστής εν ονόματι Christopher de Cinque που κάνει ό,τι γουστάρει με τη φωνή του σε ερμηνευτικό επίπεδο, υποστηριζόμενος φυσικά από μουσικούς με τρομερό επίπεδο.
Το μόνο στοιχείο που μπορεί να αποτρέψει το να χαρακτηριστεί το νέο τους άλμπουμ αβίαστα ως αριστούργημα είναι η έλλειψη μέτρου που διακατέχει κάποιες συνθέσεις και τον πειραματισμό της μπάντας, κάτι που ενδεχομένως στοιχίζει και θα τρομάξει πιο ευκαιριακούς ακροατές. Παραδείγματος χάριν, αν το ομώνυμο τραγούδι και το καταπληκτικό ως τη μέση "Brahmatron Song" δεν είχαν τα μεγάλα και άσχετα με τη βάση του τραγουδιού τελειώματα, θα ήταν τραγούδια που απευθύνονταν σε πολύ περισσότερο κόσμο. Επίσης, μια σχετικά ξεκάρφωτη ambient σύνθεση σαν το "Beckon Fire" χαλάει τη ροή του δίσκου, ενώ το γεγονός πως το άλμπουμ κλείνει με ένα γιαπωνέζικο τραγούδι, με 8bito ήχο λες και γράφτηκε για κάποιο παιδικό στα '80s, είναι αλήθεια πως δεν βοηθάει ιδιαίτερα. Συμφωνώ πως αυτοί είναι ενδεχόμενοι ανασταλτικοί παράγοντες, αλλά ταυτόχρονα αποτελούν μέρος της τρέλας που κουβαλούν και παρόλο που αν έλειπαν θα δημιουργούσαν ένα πολύ πιο θελκτικό εμπορικά αποτέλεσμα, νομίζω πως εν τέλει τους προσδίδουν χαρακτήρα.
Από εκεί και πέρα το άλμπουμ χαρίζει απλόχερα μαγικές μουσικές στιγμές. Στα 90 δευτερόλεπτα του εναρκτήριου "The Fool" αν και μοιάζουν ημιτελή παίρνεις τα χαμπάρια σου, το ομώνυμο είναι γεμάτο τρομερές μελωδίες και στο "Neoprene Byzantine" αντιλαμβάνεσαι ότι τέτοια μουσική δεν είχε ξαναγραφτεί από το "Frances The Mute" και έπειτα. Ομοίως, στα πρώτα 5 λεπτά του εξαιρετικού "Brahmatron Song" ή στα "The Church Of The Technochrist" και "Happy Days", τα οποία αμφότερα έχουν αυτό το φοβερό στοιχείο που τα κάνει την ίδια στιγμή προσβάσιμα και τόσο απαιτητικά. Ειδική μνεία θα κάνω στο "Seeds Of Gold", μια καταπληκτική, σχεδόν χορευτική σύνθεση που αν είχαν γράψει οι Muse θα αποτελούσε ήδη το hit του καλοκαιριού. Κολλητικό όσο δεν πάει, ακούγεται το ίδιο ευχάριστα στη ροή του δίσκου, όσο και σε ένα καλοκαιρινό παραθαλάσσιο μπαράκι και για τον γράφοντα έχει ήδη καπαρώσει θέση στο soundtrack των διακοπών.
Το άλμπουμ σίγουρα είναι απαιτητικό και χρειάζεται έναν δεδομένο αριθμό ακροάσεων για ξεδιπλωθεί ακόμα και σε εκπαιδευμένα (π.χ. στο prog) αυτιά, αλλά αξίζει τον κόπο. Περιέχει στιγμές μουσικής ιδιοφυίας, περιλαμβάνει ερμηνείες από έναν τραγουδιστή με εξαιρετικές ικανότητες και στο τέλος σε ταξιδεύει με την τρέλα του. Ακόμα και το γιαπωνέζικο κλείσιμο με έκανε να νοσταλγήσω και να θέλω να αγοράσω Sega Master System, να πάω να χαλάσω 500άρικο σε 50αρικα για να παίξω φλιμπεράκια και να περάσω την υπόλοιπη μέρα μου βλέποντας Καπαμαρού και Τζουμαρού. Άσε που έχει και drum solo (τι Θεοί!)...
Οι Closure In Moscow δείχνουν να είναι μια μπάντα με απεριόριστες δυνατότητες, που μπορούν αν τιθασεύσουν το ταλέντο τους να κάνουν μεγάλη εμπορική επιτυχία. Δεν είμαι σίγουρος πως αυτή μπορεί να επιτευχθεί μέσω του "Pink Lemonade" καθώς δεν έχει τους απαραίτητους συμβιβασμούς, αλλά όσον αφορά στο καλλιτεχνικό επίπεδο θεωρώ πως αξίζει να αναγνωριστούν, καθώς τους πάει ένα βήμα μπροστά και τους καθιστά ως άξιους συνεχιστές της κληρονομιάς των The Mars Volta. Όχι, όμως, στο επίπεδο που άφησαν φεύγοντας, αλλά σε αυτό του δεύτερου άλμπουμ τους.
Στο περίεργο progressive μουσικό κόσμο της μπάντα, υπήρχαν και στο παρελθόν οι Mars Volta αναφορές, μόνο που εδώ είναι εμφανέστερες, αν και μόνο επιφανειακά, καθώς όποιος ακούσει καλύτερα θα καταλάβει πως παίζουν πολλά περισσότερα μέσα στις μουσικές των Closure In Moscow. Υπάρχει pop υπόστρωμα και κυρίως υπάρχει ένας φοβερός τραγουδιστής εν ονόματι Christopher de Cinque που κάνει ό,τι γουστάρει με τη φωνή του σε ερμηνευτικό επίπεδο, υποστηριζόμενος φυσικά από μουσικούς με τρομερό επίπεδο.
Το μόνο στοιχείο που μπορεί να αποτρέψει το να χαρακτηριστεί το νέο τους άλμπουμ αβίαστα ως αριστούργημα είναι η έλλειψη μέτρου που διακατέχει κάποιες συνθέσεις και τον πειραματισμό της μπάντας, κάτι που ενδεχομένως στοιχίζει και θα τρομάξει πιο ευκαιριακούς ακροατές. Παραδείγματος χάριν, αν το ομώνυμο τραγούδι και το καταπληκτικό ως τη μέση "Brahmatron Song" δεν είχαν τα μεγάλα και άσχετα με τη βάση του τραγουδιού τελειώματα, θα ήταν τραγούδια που απευθύνονταν σε πολύ περισσότερο κόσμο. Επίσης, μια σχετικά ξεκάρφωτη ambient σύνθεση σαν το "Beckon Fire" χαλάει τη ροή του δίσκου, ενώ το γεγονός πως το άλμπουμ κλείνει με ένα γιαπωνέζικο τραγούδι, με 8bito ήχο λες και γράφτηκε για κάποιο παιδικό στα '80s, είναι αλήθεια πως δεν βοηθάει ιδιαίτερα. Συμφωνώ πως αυτοί είναι ενδεχόμενοι ανασταλτικοί παράγοντες, αλλά ταυτόχρονα αποτελούν μέρος της τρέλας που κουβαλούν και παρόλο που αν έλειπαν θα δημιουργούσαν ένα πολύ πιο θελκτικό εμπορικά αποτέλεσμα, νομίζω πως εν τέλει τους προσδίδουν χαρακτήρα.
Από εκεί και πέρα το άλμπουμ χαρίζει απλόχερα μαγικές μουσικές στιγμές. Στα 90 δευτερόλεπτα του εναρκτήριου "The Fool" αν και μοιάζουν ημιτελή παίρνεις τα χαμπάρια σου, το ομώνυμο είναι γεμάτο τρομερές μελωδίες και στο "Neoprene Byzantine" αντιλαμβάνεσαι ότι τέτοια μουσική δεν είχε ξαναγραφτεί από το "Frances The Mute" και έπειτα. Ομοίως, στα πρώτα 5 λεπτά του εξαιρετικού "Brahmatron Song" ή στα "The Church Of The Technochrist" και "Happy Days", τα οποία αμφότερα έχουν αυτό το φοβερό στοιχείο που τα κάνει την ίδια στιγμή προσβάσιμα και τόσο απαιτητικά. Ειδική μνεία θα κάνω στο "Seeds Of Gold", μια καταπληκτική, σχεδόν χορευτική σύνθεση που αν είχαν γράψει οι Muse θα αποτελούσε ήδη το hit του καλοκαιριού. Κολλητικό όσο δεν πάει, ακούγεται το ίδιο ευχάριστα στη ροή του δίσκου, όσο και σε ένα καλοκαιρινό παραθαλάσσιο μπαράκι και για τον γράφοντα έχει ήδη καπαρώσει θέση στο soundtrack των διακοπών.
Το άλμπουμ σίγουρα είναι απαιτητικό και χρειάζεται έναν δεδομένο αριθμό ακροάσεων για ξεδιπλωθεί ακόμα και σε εκπαιδευμένα (π.χ. στο prog) αυτιά, αλλά αξίζει τον κόπο. Περιέχει στιγμές μουσικής ιδιοφυίας, περιλαμβάνει ερμηνείες από έναν τραγουδιστή με εξαιρετικές ικανότητες και στο τέλος σε ταξιδεύει με την τρέλα του. Ακόμα και το γιαπωνέζικο κλείσιμο με έκανε να νοσταλγήσω και να θέλω να αγοράσω Sega Master System, να πάω να χαλάσω 500άρικο σε 50αρικα για να παίξω φλιμπεράκια και να περάσω την υπόλοιπη μέρα μου βλέποντας Καπαμαρού και Τζουμαρού. Άσε που έχει και drum solo (τι Θεοί!)...
Οι Closure In Moscow δείχνουν να είναι μια μπάντα με απεριόριστες δυνατότητες, που μπορούν αν τιθασεύσουν το ταλέντο τους να κάνουν μεγάλη εμπορική επιτυχία. Δεν είμαι σίγουρος πως αυτή μπορεί να επιτευχθεί μέσω του "Pink Lemonade" καθώς δεν έχει τους απαραίτητους συμβιβασμούς, αλλά όσον αφορά στο καλλιτεχνικό επίπεδο θεωρώ πως αξίζει να αναγνωριστούν, καθώς τους πάει ένα βήμα μπροστά και τους καθιστά ως άξιους συνεχιστές της κληρονομιάς των The Mars Volta. Όχι, όμως, στο επίπεδο που άφησαν φεύγοντας, αλλά σε αυτό του δεύτερου άλμπουμ τους.