Blind Guardian

Beyond The Red Mirror

Nuclear Blast (2015)
Από τον Κώστα Πολύζο, 14/01/2015
Δεν συμβιβάζονται αλλά προσπαθούν να μας μεταφέρουν το όραμά τους, εμμένοντας «εγωιστικά» στην αναζήτηση ενός ακόμα αριστουργήματος
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;
Είναι περίεργο το συναίσθημα να γράφεις πρώτη φορά κριτική για καινούργιο δίσκο μιας μπάντας την οποία υπεραγαπάς. Περίεργο και δύσκολο, καθώς η γραμμή που χωρίζει την «αντικειμενικότητα» από την «υποκειμενικότητα» (και οι δύο λέξεις σε εισαγωγικά γιατί όλα είναι σχετικά) είναι πολύ λεπτή. Από την μια ίσως θες να είσαι επιεικής με τυχόν αδυναμίες, αλλά από την άλλη νιώθεις πως δεν πρέπει να εθελοτυφλείς μπροστά σε αυτές. Οι Blind Guardian λοιπόν πίστευα πως θα μου βάλουν δύσκολα με τον δέκατο στούντιο δίσκο τους για αυτόν ακριβώς τον λόγο. Τελικά, η αιτία που δυσκολεύτηκα ήταν αρκετά διαφορετική. Αλλά, αρκετά με εμένα...

Ακούγοντας για πρώτη φορά το "Beyond The Red Mirror" ομολογώ πως «τα χρειάστηκα». Κάτι η μεγάλη διάρκεια των τραγουδιών, κάτι η παραφορτωμένη παραγωγή και οι δαιδαλώδεις συνθέσεις με έκαναν να αισθανθώ πως το όραμα της μπάντας κάπου έχει χαθεί και συμπεριφερόταν σαν τον σκύλο που κυνηγάει την ουρά του. Βέβαια, με τις ακροάσεις που ακολούθησαν, με πιο καθαρό μυαλό και συνειδητοποιώντας πως μιλάμε για τον καινούργιο δίσκο των Blind Guardian, τα κομμάτια του παζλ αρχίσανε να μαζεύονται και η αλήθεια του δίσκου σιγά-σιγά άρχισε να αποκαλύπτεται. Το γεγονός αυτό, όμως, δεν αναιρεί πως πρόκειται για δύσκολο άκουσμα, καθώς για ακόμα μια φορά, οι συνθέσεις δεν πατάνε σε εύκολες διαδρομές, είναι πολυδιάστατες και αρκετά «φορτωμένες» ανά σημεία.

Η παραγωγή μου φαίνεται πως έχει θέματα καθώς ακούγεται κάπως «πλαστική». Τα τύμπανα είναι σχετικά πίσω στη μίξη και ώρες-ώρες μοιάζουν εντελώς άψυχα. Το κυριότερο στοιχείο, όμως, είναι όταν ανά στιγμές ανακατεύονται πολλές στρώσεις φωνητικών, κιθάρων, ορχήστρας, πλήκτρων και εφέ, νιώθοντας να χάνεται η μπάλα και να μην μπορείς εύκολα να απομονώσεις ήχους. Σου δίνει την αίσθηση πως απλά ακούς τον Hansi να τραγουδά με «κάτι» να παίζει από πίσω. Εν τέλει, τα παραπάνω, δεν αποτελούν κάποιου είδους «deal breaker», αλλά αν ψάχνουμε όλες τις λεπτομέρειες, είναι παράγοντες που αφαιρούν πόντους από το συνολικό αποτέλεσμα.

Στο "Beyond The Red Mirror" το όραμα της μπάντας μάλλον έχει να κάνει με το γίνει ο ήχος τους πιο «μεγάλος» και πιο «επικός». Βασικός αρωγός σε αυτή την προσπάθεια είναι η χρήση χορωδίας, ορχηστρικών σημείων (παιγμένα από πραγματική ορχήστρα), αλλά και «εξάντληση» της ανάπτυξης κάθε τραγουδιού ανεξαρτήτου χρονικών περιορισμών. Οι Γερμανοί ποτέ δεν ήταν άλλωστε radio friendly. Κάτι τέτοιο γίνεται αντιληπτό με το εναρκτήριο "Ninth Wave" που μπαίνει αρκετά ψαρωτικά καθώς οι ψαλμωδίες δημιουργούν φοβερή ατμόσφαιρα και -λογικά- θα αποτελέσει το ιδανικό άνοιγμα για τις συναυλίες τους.  Εδώ είναι που καταλαβαίνεις το πόσο δύσκολο είναι πλέον να κάνεις την παραγωγή / μίξη ενός δίσκου των Blind Guardian. Η αναζήτηση της ισορροπίας μεταξύ της ορχήστρας και της μπάντας είναι το δικό τους ιερό δισκοπότηρο και το καταλαβαίνεις από τις αυξομειώσεις στην έντασή τους, ανάλογα ποιο μέρος θα πρέπει να πρωταγωνιστήσει. Το τραγούδι αυτό καθεαυτό είναι από τα πιο πειραματικά του δίσκου, με έξοχη κιθαριστική δουλειά και ωραιότατο refrain.

Σχετικά με τις υπόλοιπες συνθέσεις τώρα, είναι προφανές πως η πιο straight forward αισθητική του "Imaginations From The Other Side" για την ώρα έχει εγκαταλειφθεί (για πιο πριν δεν το συζητάμε καν). Αν ψάχνουμε να βρούμε κάποιους συσχετισμούς με προηγούμενες δουλειές, το μόνο ασφαλές συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει κάποιος είναι  πως πέραν της μοντέρνας προσέγγισης που έχουν υιοθετήσει στα δυο προηγούμενα άλμπουμ, υπάρχουν και  διάσπαρτα σημεία που θα φέρουν στο μυαλό του ακροατή παλιότερες εποχές κάτι που φυσικά είναι απόλυτα λογικό. Σε τελική ανάλυση δεν προσπαθούν να αλλάξουν τον ήχο τους, αλλά να τον εξελίξουν.

Οι μανιέρες του στυλ «κουπλέ-ρεφρέν-κουπλε-ρεφρέν-κουπλε-σόλο-ρεφρέν» δεν έχουν καμία χρησιμότητα στην μουσική των Γερμανών. Το κάθε τραγούδι φαίνεται να έχει δουλευτεί αρκετά και δεν θα μπορούσαν να λείπουν οι εκπλήξεις. Αυτή μπορεί να είναι μια πανέμορφη γέφυρα, ένα pre-chorus είτε ένα εμβόλιμο ορχηστρικό μέρος τα οποία θα δώσουν επιπλέον βάθος στα ήδη βαθιά συνθετικά νερά στα οποία πλέουν. Πολύ όμορφα είναι και τα χορωδιακά μέρη τα οποία δίνουν ένα τόνο soundtrack όταν χρησιμοποιούνται, όπως για παράδειγμα στο τέλος του "At The Edge Of Time". Τα μεσαιωνικά και folk στοιχεία, δε, έχουν περιοριστεί αρκετά.

Το πρώτο single του δίσκου "Twilight Of The Gods" είναι αρκετά γρήγορο με τα «σήμα κατατεθέν» lead κιθαριστικά του σημεία να ξεχωρίζουν. Στο "Prophecies" χτίζουν μια πανέμορφη σύνθεση η οποία θα στηριχτεί στα πολύ δυνατά χορωδιακά refrain, ενώ στο "At The Edge Of Time" αντίστοιχα τα ορχηστρικά μέρη θα είναι αυτά που θα κλέψουν την παράσταση. Τα "Ashes Of Eternity" και "The Holy Grail" θα φέρουν στο μυαλό παλιότερες εποχές με τα έξοχα riff τους και ειδικά το δεύτερο θα αποτελέσει την πιο γρήγορη στιγμή του δίσκου.

Το "The Throne" έχει ένα πραγματικά μεγαλειώδες refrain καταπληκτική ερμηνεία από τον Hansi, πανέμορφο solo και γενικότερα στα σχεδόν οκτώ λεπτά που διαρκεί γινόμαστε μάρτυρες της συνθετικής δεινότητας της μπάντας. Ένα αρκετά τυπικό -για τα δεδομένα των Guardian- τραγούδι είναι το "Sacred Mind" το οποίο είναι ξεκάθαρο δείγμα του πως μπορούν να ακουστούν μοντέρνοι χωρίς ταυτόχρονα να  χάσουν την ταυτότητά τους. Η ήρεμη στιγμή του δίσκου θα έρθει λίγο πριν το φινάλε και δεν θα είναι άλλη από το "Miracle Machine", μια μπαλάντα στηριγμένη στο πιάνο και την συναισθηματική ερμηνεία του Hansi.

Το επικό "Grand Parade" έρχεται να κλείσει με μεγαλοπρεπή τρόπο τον δίσκο. Πρόκειται για ένα τραγούδι στο οποίο φαίνεται το πόσο έχουν επηρεάσει οι Queen την μπάντα και ακούγοντας τα πολυφωνικά μέρη δεν μπορεί παρά να συμφωνήσει κάποιος με αυτή τη διαπίστωση. Πανέμορφες μελωδίες, υπέροχα φωνητικά, παύσεις με την ορχήστρα να βγαίνει μπροστά και για ακόμα μια φορά η έμπνευση εξαντλείται με τη διάρκεια του τραγουδιού σχεδόν να αγγίζει τα δέκα λεπτά.

Σχολιάζοντας την απόδοση των πρωταγωνιστών, η φωνή του Hansi και οι κιθάρες πάλι θα τραβήξουν τα βλέμματα. Για ακόμα μια φορά ο Ehmke παίζει μια χαρά το ρόλο του drummer αλλά Thomen δεν είναι και ούτε θα γίνει ποτέ. Δεν είναι καθόλου κακός, το αντίθετο,  αλλά του λείπει η σπιρτάδα και το ευφυές παίξιμο του προκατόχου του. Για τον Hansi δεν έχουμε να πούμε πολλά. Η φωνή του είναι σε άψογη φόρμα και οι φωνητικές μελωδίες που έγραψε κινούνται από πολύ καλό έως αριστουργηματικό επίπεδο.  Οι στίχοι του για ακόμα μια φορά πρέπει να γεμίζουν βιβλίο και χαριτολογώντας, σκέφτομαι μήπως είναι αυτό ο λόγος που κυκλοφορούν καινούργια δουλειά κάθε τέσσερα χρόνια πλέον. Τέλος οι Olbrich (κυρίως) και Siepen για ακόμα μια φορά είναι καθηλωτικοί και εξόχως απολαυστικοί, με το παίξιμό τους να ξεχειλίζει από μελωδία και λυρισμό.

Ψάχνοντας τον τρόπο για να κλείσω την κριτική σκέφτομαι πως οι Blind Guardian θα μπορούσαν να επαναπαυτούν και απλά να κυκλοφορούν αξιοπρεπείς δουλειές συντηρώντας κατ' αυτόν τον τρόπο τον μύθο που οι ίδιοι δημιούργησαν με τα αριστουργήματα του παρελθόντος. Αντί αυτού, κάθε φορά πέφτουν στα βαθιά και αντί να ακολουθούν την εύκολη λύση, προσπαθούν να μας μεταφέρουν το όραμά τους, εμμένοντας «εγωιστικά» στην αναζήτηση ενός ακόμα αριστουργήματος. Μπορεί το "Beyond The Red Mirror" να απέχει από το να χαρακτηριστεί ως τέτοιο, αλλά είναι προφανές και με τον καινούργιο δίσκο πως αυτό το συγκρότημα ανήκει στην ελίτ και μάλιστα διατηρείται εκεί με χαρακτηριστική άνεση, εξακολουθώντας να μας προσφέρει μεγάλες συγκινήσεις.
  • SHARE
  • TWEET