Black Star Riders
All Hell Breaks Loose
Nuclear Blast (2013)
Από τον Θοδωρή Ξουρίδα, 23/05/2013
«Το "All Hell Breaks Loose" εύκολα θα ικανοποιήσει αλλά δύσκολα θα ενθουσιάσει τους φίλους των Thin Lizzy»
Γεγονός: Το "All Hell Breaks Loose" προοριζόταν να κυκλοφορήσει κάτω από το όνομα των Thin Lizzy. Στη συνέντευξη που είχε παραχωρήσει ο Ricky Warwick στο Κώστα Πολύζο πριν τις εν Ελλάδι συναυλίες των Thin Lizzy τον Οκτώβριο, είχε αναφέρει πως το υλικό είναι έτοιμο, παραγωγός θα ήταν ο Kevin Shirley και ότι οι ηχογραφήσεις θα ξεκινούσαν το αμέσως επόμενο διάστημα. Ήταν η απόφαση του Brian Downey να μην συνεχίσει που έπαιξε τον καθοριστικό ρόλο, το ξανασκέφτηκαν οι υπόλοιποι καλύτερα και αποφάσισαν να συνεχίσουν με άλλο όνομα, συνέβη κάτι άλλο, δεν πλέον έχει και τόσο μεγάλη σημασία. Αυτό που αντιθέτως έχει σημασία ότι οι Black Star Riders πλέον επιχείρησαν και κατάφεραν να φτιάξουν ένα άλμπουμ που να θυμίζει από την αρχή ως το τέλος Thin Lizzy.
Δύο κομμάτια έχουν γραφτεί από την πεντάδα Gorham / Warwick / Johnson / Mendoza / Wharton, ενώ τα υπόλοιπα εννέα υπογράφουν οι Warwick και Johnson (τα τρία από αυτά με τη βοήθεια του Gorham). Κατά τα άλλα, τους Black Star Riders αποτελούν οι Warwick μόνο στα φωνητικά (έχει γράψει και όλους τους στίχους), Gorham και Johnson στις κιθάρες, Mendoza στο μπάσο και DeGrasso στα τύμπανα (Wharton και πλήκτρα δεν έχει δηλαδή). Ο DeGrasso έχει κάνει πολύ καλή δουλειά και ο Mendoza μετά από τόσα χρόνια στο δρόμο με τη τελευταία μορφή των Thin Lizzy βρίσκεται σίγουρα στο πετσί του ρόλου του. Οι στίχοι και τα φωνητικά του Warwick αποδεικνύουν πόσο καλά έχει μελετήσει ο Βορειοϊρλανδός τον Lynott, ενώ όσος αφορά τις κιθάρες, μπορεί να στέκονται με άνεση στο ύψος τους, δεν τις λες όμως και συγκλονιστικές.
Κατά τη διαδικασία της Thin Lizzy προσομοίωσης λοιπόν, το βάρος έχει δοθεί αναμενόμενα στη χρύση '76 - '79 περίοδο, ενώ υπάρχουν αναφορές και στην early 80s περίοδο του ιστορικού group, με πιο έντονο χαρακτηριστικό τα κοφτά και επαναλαμβανόμενα riff. Το μοναδικό πραγματικά πολύ εντυπωσιακό τραγούδι, από την άποψη ότι θες να το ακούς ξανά και ξανά, είναι το "Voodoo Hoodoo". Πολύ καλό επίσης είναι και το μία ταχύτητα παραπάνω από τον υπόλοιπο ρυθμικό κατά βάση δίσκο "Valley Of the Stones". Την ευχάριστη έκπληξη αποτελεί σίγουρα το "Kingdom Of The Lost", με τις folk επιρροές να του δίνουν μία "Black Rose" αισθητική.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει και το "Before The War", περισσότερο λόγω του επαναλαμβανόμενου riff που εμφανίζεται στη μέση του κομματιού και του solo που το ακολουθεί. Τα υπόλοιπα κομμάτια, από το ομώνυμο που ανοίγει τον δίσκο και το πρώτο sinlge "Bound For Glory" μέχρι και το πιο χαλαρό "Someday Salvation" αποτελούν κλασικά δείγματα της Lizzy παράδοσης. Το "Blues Ain't So Bad" που κλείνει τον δίσκο δεν δικαιολογεί την εξάλεπτη διάρκειά του και αν εξαιρέσεις το τυπικό ρεφρέν μοιάζει περισσότερο με τζαμάρισμα που προσπαθεί να αιτιολογήσει τη λέξη blues που περιέχει στο τίτλο του.
Έχω την εντύπωση ότι όσο καλά κατάφεραν οι Black Star Riders να αναβιώσουν το πνεύμα των Thin Lizzy, άλλο τόσο παγιδεύτηκαν από την αναγκαιότητα να φτιάξουν έναν δίσκο που να δικαιολογήσει την ύπαρξή τους σαν συνεχιστές ενός από τα σημαντικότερα hard rock σχήματα των 70s. Δόθηκε έτσι περισσότερη προσοχή στο πως θα θυμίζει Thin Lizzy με κάθε ευκαιρία παρά στις ουσία των συνθέσεων. Το αποτέλεσμα αυτής της στρεβλής όπως φαίνεται λογικής είναι να έχουμε μεν πολύ καλά hard rock κομμάτια με ελάχιστες μέτριες στιγμές, αλλά να λείπουν οι πολύ δυνατές στιγμές που θα χρειάζοταν το άλμπουμ ώστε για να αναδειχθεί ακόμη περισσότερο και να ξεχωρίσει.
Για να μην φανώ βέβαια αχάριστος, το ποτήρι σίγουρα το βλέπω μισογεμάτο (θυμηθείτε μόνο ότι έχουμε ακούσει παρόμοια reunion / comeback άλμπουμ που δεν άντεξαν καθόλου τη σύγκριση), θα ήθελα όμως το περιεχόμενο να διαθέτει πιο έντονη γεύση. Οι Black Star Riders έχουν μέλλον, ακόμα και μετά από μία ενδεχόμενη αποχώρηση του Gorham, αρκεί να βγάλουν περισσότερη ενέργεια και να τολμήσουν να εμπλουτίσουν λίγο περισσότερο τον ήχο τους. Το πρώτο τεστ λοιπόν κρίνεται ικανοποιητικό, η συνέχεια (;) όμως θα δείξει εάν οι Black Star Riders θα καταφέρουν εκτός από τη σύγκριση να αντέξουν και στον χρόνο.
Δύο κομμάτια έχουν γραφτεί από την πεντάδα Gorham / Warwick / Johnson / Mendoza / Wharton, ενώ τα υπόλοιπα εννέα υπογράφουν οι Warwick και Johnson (τα τρία από αυτά με τη βοήθεια του Gorham). Κατά τα άλλα, τους Black Star Riders αποτελούν οι Warwick μόνο στα φωνητικά (έχει γράψει και όλους τους στίχους), Gorham και Johnson στις κιθάρες, Mendoza στο μπάσο και DeGrasso στα τύμπανα (Wharton και πλήκτρα δεν έχει δηλαδή). Ο DeGrasso έχει κάνει πολύ καλή δουλειά και ο Mendoza μετά από τόσα χρόνια στο δρόμο με τη τελευταία μορφή των Thin Lizzy βρίσκεται σίγουρα στο πετσί του ρόλου του. Οι στίχοι και τα φωνητικά του Warwick αποδεικνύουν πόσο καλά έχει μελετήσει ο Βορειοϊρλανδός τον Lynott, ενώ όσος αφορά τις κιθάρες, μπορεί να στέκονται με άνεση στο ύψος τους, δεν τις λες όμως και συγκλονιστικές.
Κατά τη διαδικασία της Thin Lizzy προσομοίωσης λοιπόν, το βάρος έχει δοθεί αναμενόμενα στη χρύση '76 - '79 περίοδο, ενώ υπάρχουν αναφορές και στην early 80s περίοδο του ιστορικού group, με πιο έντονο χαρακτηριστικό τα κοφτά και επαναλαμβανόμενα riff. Το μοναδικό πραγματικά πολύ εντυπωσιακό τραγούδι, από την άποψη ότι θες να το ακούς ξανά και ξανά, είναι το "Voodoo Hoodoo". Πολύ καλό επίσης είναι και το μία ταχύτητα παραπάνω από τον υπόλοιπο ρυθμικό κατά βάση δίσκο "Valley Of the Stones". Την ευχάριστη έκπληξη αποτελεί σίγουρα το "Kingdom Of The Lost", με τις folk επιρροές να του δίνουν μία "Black Rose" αισθητική.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει και το "Before The War", περισσότερο λόγω του επαναλαμβανόμενου riff που εμφανίζεται στη μέση του κομματιού και του solo που το ακολουθεί. Τα υπόλοιπα κομμάτια, από το ομώνυμο που ανοίγει τον δίσκο και το πρώτο sinlge "Bound For Glory" μέχρι και το πιο χαλαρό "Someday Salvation" αποτελούν κλασικά δείγματα της Lizzy παράδοσης. Το "Blues Ain't So Bad" που κλείνει τον δίσκο δεν δικαιολογεί την εξάλεπτη διάρκειά του και αν εξαιρέσεις το τυπικό ρεφρέν μοιάζει περισσότερο με τζαμάρισμα που προσπαθεί να αιτιολογήσει τη λέξη blues που περιέχει στο τίτλο του.
Έχω την εντύπωση ότι όσο καλά κατάφεραν οι Black Star Riders να αναβιώσουν το πνεύμα των Thin Lizzy, άλλο τόσο παγιδεύτηκαν από την αναγκαιότητα να φτιάξουν έναν δίσκο που να δικαιολογήσει την ύπαρξή τους σαν συνεχιστές ενός από τα σημαντικότερα hard rock σχήματα των 70s. Δόθηκε έτσι περισσότερη προσοχή στο πως θα θυμίζει Thin Lizzy με κάθε ευκαιρία παρά στις ουσία των συνθέσεων. Το αποτέλεσμα αυτής της στρεβλής όπως φαίνεται λογικής είναι να έχουμε μεν πολύ καλά hard rock κομμάτια με ελάχιστες μέτριες στιγμές, αλλά να λείπουν οι πολύ δυνατές στιγμές που θα χρειάζοταν το άλμπουμ ώστε για να αναδειχθεί ακόμη περισσότερο και να ξεχωρίσει.
Για να μην φανώ βέβαια αχάριστος, το ποτήρι σίγουρα το βλέπω μισογεμάτο (θυμηθείτε μόνο ότι έχουμε ακούσει παρόμοια reunion / comeback άλμπουμ που δεν άντεξαν καθόλου τη σύγκριση), θα ήθελα όμως το περιεχόμενο να διαθέτει πιο έντονη γεύση. Οι Black Star Riders έχουν μέλλον, ακόμα και μετά από μία ενδεχόμενη αποχώρηση του Gorham, αρκεί να βγάλουν περισσότερη ενέργεια και να τολμήσουν να εμπλουτίσουν λίγο περισσότερο τον ήχο τους. Το πρώτο τεστ λοιπόν κρίνεται ικανοποιητικό, η συνέχεια (;) όμως θα δείξει εάν οι Black Star Riders θα καταφέρουν εκτός από τη σύγκριση να αντέξουν και στον χρόνο.