Κάπου χαμένος μέσα στον σουρεάλ κόσμο του Luis Buñuel, στην αστρική ψυχεδέλεια των Coil, στην αναρχοπάνκ φαντασία του Grant Morrison και στον φακτουαλισμό του William Burroughs, ψάχνει την ακρότητα...
Anhedonist
Netherwards
Dark Descent (2012)
Από τον Μανώλη Κληρονόμο, 31/05/2012
Το death/doom, καλώς ή κακώς, είναι ένα ιδίωμα που δεν μπορεί να εξελιχθεί και δεν χωράνε πολλοί πειραματισμοί σε αυτό. Ο κίνδυνος της αντιγραφής ελοχεύει, όταν όμως υπάρχει συνειδητοποίηση και σεβασμός για το παρελθόν, μαζί με πολλά κιλά έμπνευσης, τότε τα πράγματα αλλάζουν και σοβαρεύουν. Σε αυτή την κατηγορία, ανήκουν οι Αμερικανοί Anhedonist. Ήδη από το 2010 με το αυτοχρηματοδοτούμενο demo τους, "The Drear", είχαν δείξει για τι είναι ικανοί, οπότε οι προσδοκίες για το ντεμπούτο τους ήταν πολλές και τελικά, όπως ήταν αναμενόμενο, στέκονται θριαμβευτικά στο ύψος αυτών.
Χαζεύοντας το αριστουργηματικό artwork που κοσμεί το εξώφυλλο του "Netherwards", συνειδητοποίησα ότι προδίδει αρκετά για το ποιόν του δίσκου: Μια πτώση στην άβυσσο, εν μέσω μαύρων κυμάτων που μαστιγώνουν αλύπητα τις γυμνές ψυχές μας. Δεν προσπαθώ να το παίξω ποιητής, αλλά η αλήθεια είναι ότι κάπως έτσι ένιωσα ακούγοντας τον δίσκο και αυτο το συναισθημα αποτυπώνεται εξαιρετικά στο εξώφυλλο. Βασικά, το εξώφυλλο είναι τόσο τέλειο, που σκέφτομαι να πάω να το χτυπήσω tattoo. Αλήθεια.
Αυτό που διαφοροποιεί τους Anhedonist από τις υπόλοιπες death/doom μπάντες του σωρού, είναι η μεγαλειώδης, μοναδική, μονολιθική προσέγγισή τους στον ήχο. Δημιουργούν μια καταθλιπτική και ζοφερή ατμοσφαιρα, κοντά στο ύφος των πρώιμων My Dying Bride και Katatonia, στηριζόμενη στις καταπληκτικές κιθάρες που μοιάζουν να θρηνούν, στα ερεβώδη ηχοτοπία, στον τρομακτικά αργό, βαρύ και πένθιμο ρυθμό του, στην ωμή ορμή που δημιουργεί το rhythm section που σε συνδυασμό με τα υποχθόνια βαριά riff αποτιούν φόρο τιμής στους diSEMBOWELMENT και στις φανταστικές εναλλαγές μεταξύ «γουρουνίσιων» φωνητικών και σπαρακτικών ουρλιαχτών.
Η αδυσώπητη ένταση που ξεκινάει από τα πρώτα δευτερόλεπτα του άλμπουμ, δεν χαλαρώνει ποτέ και παίζει κυρίαρχο ρόλο ακόμα και σε καθαρά σημεία, όπως στη στοιχειωτική εισαγωγή του κτηνώδους "Inherent Opprobrium", που σχεδόν τρομάζει. Το τέρας "Carne Liberatus" είναι η πιο αμιγώς death σύνθεση φέρνοντας στο νου μπάντες όπως οι Immolation, ενώ το εναρκτήριο "Saturnine" μπαίνει και σε funeral μονοπάτια, χωρίς όμως να χάνεται ο στόχος στο ελάχιστο. Το ανεπανάληπτο παραλήρημα προκαλείται στον ύμνο "Enstrangement", με τις κιθάρες να κλαίνε και τα φωνητικά να προκαλούν ανατριχίλες.
Στα 40 λεπτά που διαρκεί ο δίσκος, δεν υπάρχει ούτε ένα δευτερόλεπτο που να πηγαίνει χαμένο. Δεν υπάρχει ούτε μία αδύναμη στιγμή. Και οι τέσσερις συνθέσεις σοκάρουν και ξεχειλίζουν από τελειότητα, βγάζοντας μια αισθητική τόσο φρέσκια και πρωτόγνωρη όσο και παραδοσιακή και παλιομοδίτικη την ίδια στιγμή. Επειδή έχω αρχίσει, όμως, να γίνομαι γραφικός (άλλο ένα παράδειγμα της απαράμιλλης ποιότητας του δίσκου), μάλλον πρόκειται για τον δίσκο της χρονιάς (και σίγουρα για ένα από τα συγκλονιστικότερα ντεμπούτα των τελευταίων χρόνων), αλλά επειδή είναι νωρίς ακόμα, ας πούμε απλά ότι είναι πάνω από οτιδήποτε άλλο έχει κυκλοφορήσει φέτος, μέχρι στιγμής. Εύκολα κιόλας.
Υ.Γ.: Το πανέμορφο βινύλιο θα κυκλοφορήσει από τη Nuclear Winter, σε συνεργασία με την Parasitic Records.
Χαζεύοντας το αριστουργηματικό artwork που κοσμεί το εξώφυλλο του "Netherwards", συνειδητοποίησα ότι προδίδει αρκετά για το ποιόν του δίσκου: Μια πτώση στην άβυσσο, εν μέσω μαύρων κυμάτων που μαστιγώνουν αλύπητα τις γυμνές ψυχές μας. Δεν προσπαθώ να το παίξω ποιητής, αλλά η αλήθεια είναι ότι κάπως έτσι ένιωσα ακούγοντας τον δίσκο και αυτο το συναισθημα αποτυπώνεται εξαιρετικά στο εξώφυλλο. Βασικά, το εξώφυλλο είναι τόσο τέλειο, που σκέφτομαι να πάω να το χτυπήσω tattoo. Αλήθεια.
Αυτό που διαφοροποιεί τους Anhedonist από τις υπόλοιπες death/doom μπάντες του σωρού, είναι η μεγαλειώδης, μοναδική, μονολιθική προσέγγισή τους στον ήχο. Δημιουργούν μια καταθλιπτική και ζοφερή ατμοσφαιρα, κοντά στο ύφος των πρώιμων My Dying Bride και Katatonia, στηριζόμενη στις καταπληκτικές κιθάρες που μοιάζουν να θρηνούν, στα ερεβώδη ηχοτοπία, στον τρομακτικά αργό, βαρύ και πένθιμο ρυθμό του, στην ωμή ορμή που δημιουργεί το rhythm section που σε συνδυασμό με τα υποχθόνια βαριά riff αποτιούν φόρο τιμής στους diSEMBOWELMENT και στις φανταστικές εναλλαγές μεταξύ «γουρουνίσιων» φωνητικών και σπαρακτικών ουρλιαχτών.
Η αδυσώπητη ένταση που ξεκινάει από τα πρώτα δευτερόλεπτα του άλμπουμ, δεν χαλαρώνει ποτέ και παίζει κυρίαρχο ρόλο ακόμα και σε καθαρά σημεία, όπως στη στοιχειωτική εισαγωγή του κτηνώδους "Inherent Opprobrium", που σχεδόν τρομάζει. Το τέρας "Carne Liberatus" είναι η πιο αμιγώς death σύνθεση φέρνοντας στο νου μπάντες όπως οι Immolation, ενώ το εναρκτήριο "Saturnine" μπαίνει και σε funeral μονοπάτια, χωρίς όμως να χάνεται ο στόχος στο ελάχιστο. Το ανεπανάληπτο παραλήρημα προκαλείται στον ύμνο "Enstrangement", με τις κιθάρες να κλαίνε και τα φωνητικά να προκαλούν ανατριχίλες.
Στα 40 λεπτά που διαρκεί ο δίσκος, δεν υπάρχει ούτε ένα δευτερόλεπτο που να πηγαίνει χαμένο. Δεν υπάρχει ούτε μία αδύναμη στιγμή. Και οι τέσσερις συνθέσεις σοκάρουν και ξεχειλίζουν από τελειότητα, βγάζοντας μια αισθητική τόσο φρέσκια και πρωτόγνωρη όσο και παραδοσιακή και παλιομοδίτικη την ίδια στιγμή. Επειδή έχω αρχίσει, όμως, να γίνομαι γραφικός (άλλο ένα παράδειγμα της απαράμιλλης ποιότητας του δίσκου), μάλλον πρόκειται για τον δίσκο της χρονιάς (και σίγουρα για ένα από τα συγκλονιστικότερα ντεμπούτα των τελευταίων χρόνων), αλλά επειδή είναι νωρίς ακόμα, ας πούμε απλά ότι είναι πάνω από οτιδήποτε άλλο έχει κυκλοφορήσει φέτος, μέχρι στιγμής. Εύκολα κιόλας.
Υ.Γ.: Το πανέμορφο βινύλιο θα κυκλοφορήσει από τη Nuclear Winter, σε συνεργασία με την Parasitic Records.