Κάπου χαμένος μέσα στον σουρεάλ κόσμο του Luis Buñuel, στην αστρική ψυχεδέλεια των Coil, στην αναρχοπάνκ φαντασία του Grant Morrison και στον φακτουαλισμό του William Burroughs, ψάχνει την ακρότητα...
Agnes Vein
Soulship
Venerate (2013)
Από τον Μανώλη Κληρονόμο, 10/05/2013
Πέρασαν τρία χρόνια από το σοκ που ακούει στο όνομα "Duality". Έναν δίσκο που πήρε κοντά μια δεκαετία για να κυκλοφορήσει, αλλά όταν ήρθε όχι απλά συγκλόνισε αλλά εδραίωσε τους Agnes Vein στην ελίτ του εγχώριου underground και έκανε πολύ κόσμο να παραμιλάει. Τέτοιο δέσιμο του doom και του black με το επικό και την ψυχεδέλεια δεν έχουμε ματαδεί στην Ελλάδα (και όχι μόνο). Παρά το σοκ του, το "Duality" είχε τις αδυναμίες του, οι οποίες όμως δεν αμαύρωναν το τελικό αποτέλεσμα. Έπασχε από μια κρίση ταυτότητας και αν και οι ιδέες που περιελάμβανε ήταν εξαιρετικές, κάποιες από αυτές νομίζω ότι είχαν κάτι λίγα προβληματάκια στην υλοποίηση.
Στο "Soulship", αντιθέτως, όλα λειτουργούν στην εντέλεια. Οι Θεσσαλονικείς έχουν αφομοιώσει πλήρως τις πολλές επιρροές τους και το τελικό αποτέλεσμα αποδεικνύει ότι πλέον έχουμε να κάνουμε με μια μπάντα που έχει τον απόλυτα ολοδικό της ήχο, που ξέρει τι θέλει και τι πρέπει να κάνει για να ξεχωρίσει. Ο δίσκος είναι σαφέστατα πιο εστιασμένος από τον προηγούμενο και τα κομμάτια ρέεουν απρόσκοπτα προσφέροντας μεγάλες συγκινήσεις.
Οι ταχύτητες έχουν πέσει εμφανώς και αν μου έλεγαν να χαρακτηρίσω τη μουσική με μια λέξη, θα απάνταγα «doom». Το black στοιχείο αν και υπάρχει ακόμα, εντοπίζεται κατά κύριο λόγο στα φωνητικά του Σάκη και σε ορισμένα χτυπήματα στα τύμπανα, με την επικότητα να έχει αυξηθεί και τις ψυχεδέλειες να έχουν ενταθεί σε τεράστιο βαθμό. Οι αργές ταχύτητες αλλά και η άρνηση να τιγκάρουν την κιθάρα στο fuzz και στο feedback, που κάνει τον ήχο να ακούγεται έντονος αλλά όχι συντριπτικά heavy (όπως κάνουν πολλές sludge μπάντες), μαζί με τα, προερχόμενα από το background, φωνητικά, παρουσιάζουν μια παθητική φύση παρόμοια με αυτή που συναντάμε στο funeral doom, κάτι που σε συνδυασμό με την αστείρευτη μελαγχολία που έχει ποτίσει κάθε νότα, με ιντριγκάρει απίστευτα και πραγματικά θα ήθελα ο δίσκος να μην τερμάτιζε στα 38 λεπτά, αλλά να πήγαινε για άλλο τόσο. Τους Agnes Vein όμως δεν τους ενδιαφέρει να βγάλουν 80-λεπτο δίσκο όπως οι περισσότερες μπάντες που καταπιάνονται με το funeral / death doom για έναν πολύ σημαντικό λόγο: Δεν μπορούν να επαναλαμβάνονται παίζοντας ένα riff για δέκα λεπτά. Ο Σάκης μάς παρουσιάζει μια πλειάδα από εκθαμβωτικά lead, τα οποία διακρίνονται από καθαρότητα και μια εσωτερική δύναμη που συναρπάζει. Τα θέματα εναλλάσσονται διαρκώς πάντα πάνω σε μια σχεδόν καταθλιπτική βάση, διατηρώντας την εσωστρέφεια που χρειάζεται, αποπνέοντας μια έντονη πνευματικότητα. Δεν είναι τυχαίο ότι εδώ άλλωστε οι στίχοι του (πλην του "March Of The Netherworld"), κινούνται γύρω από μια πνευματική κεντρομόλο δύναμη, παρουσιάζοντας μερικούς εξαιρετικούς στίχους με αγαπημένο αυτόν που κλείνει τον δίσκο:
«I am the shade of man, destructive hand of time, I shape the things to come, my quill is inked in blood.»
Το εξώφυλλο, παρουσιάζει μια εικόνα νεκρής φύσης (όπως και στο "Duality" με την καμένη γη στο εξώφυλλο), ένα κομμάτι ξύλου το οποίο μοιάζει σαν να σκαλίστηκε έτσι ώστε να μοιάζει με ζώο, μια εικόνα τρομακτική που ταιριάζει απόλυτα με το περιεχόμενο του δίσκου.
Συνθετικά είναι, όμως, που οι Agnes Vein ξεχωρίζουν. Με έναν μεθοδευμένο ντράμερ και ένα μπάσο που από τη μία μοιάζει να λειτουργεί ανεξάρτητα μέσα στις συνθέσεις αλλά από την άλλη πλαισιώνει φανταστικά και την κιθάρα. Λίγες μπάντες χρησιμοποιούν το μπάσο τόσο περίτεχνα και όχι απλά για να γεμίζει τις συνθέσεις ή να προσθέτει όγκο. Δείγμα της φανταστικής δουλειάς που έχει γίνει είναι το εναρκτήριο "To Know The God Within" και το -απ' ότι καταλαβαίνω- εισαγωγικό instrumental "Δι Αυγής", το οποίο πρόκειται για ένα ενιαίο κομμάτι, απλά για τα πέντε πρώτα λεπτά η κιθάρα δημιουργεί πολυάριθμα επίπεδα κατάθλιψης και μιζέριας πριν μπουν τα φωνητικά και δημιουργηθεί ένας πιο σταθερός ρυθμός που οδηγεί σε ένα ξέσπασμα occult ψυχεδέλειας. Το "March Of The Netherworld" είναι ίσως το πιο αγαπήμενο μου κομμάτι απ’ όλα όσα έχουν γράψει οι Agnes Vein και αυτό γιατί καταρχάς το μπάσο τσακίζει αλλά και γιατί οι κιθάρες εδώ παρουσιάζουν έναν πιο έκρυθμο χαρακτήρα, δημιουργώντας μια αμεσότητα με riff που κολλάνε στο μυαλό. Το "Chaos Cauldron" αγκαλιάζει ακόμα περισσότερο το occult και την ψυχεδέλεια σε μια προσπάθεια αποκρυπτογράφησης του Χάους, καταλήγοντας στον αιώνιο φαύλο κύκλο που δίνει πνοή σε κάθε ζωή, έτσι και η κιθάρα περιστρέφεται απροσδιόριστα δίνοντας και παίρνοντας ζωή. Το "Soulship" όπως προϊδεάζει και ο τίτλος του κάνει μια βουτιά στα έγκατα της ψυχής, εκεί όπου υπάρχει η άβυσσος και η μαυρίλα μόνο. Το "Eventus" είναι ίσως το πιο τρομακτικό κομμάτι του δίσκου, με καθαρά leads που μοιάζουν να βγήκαν από ταινία τρόμου, ενώ το "Blood Fiend" που κλείνει τον δίσκο προσφέρει ένα ονειρικό τελείωμα, αυξάνοντας τις ταχύτητες, κλείνοντας ιδανικά αυτό το πρωτόγνωρο ταξίδι. Σχεδόν σε όλα τα τραγούδια, την τραχειά, ωμή black χροιά του Σάκη, την σπάνε μελωδικές φωνητικές γραμμές που μοιάζουν με απαγγελίες (δεν ξέρω αν είναι του Σάκη ή κάποιου από τους άλλους), οι οποίες κολλάνε φανταστικά στο όλο concept, αφού μοιάζουν σαν να προσπαθούν ύπουλα να ξεγελάσουν τον ακροατή παρουσιάζοντας μια ομορφιά η οποία σβήνει πολύ γρήγορα.
Οι Agnes Vein με το "Soulship", καταφέρνουν και δημιουργούν φανταστική μουσική, γεμάτη σκοτάδι και μελαγχολία. Σίγουρα στα καλύτερα της χρονιάς από τώρα, ασυζητητί. Μεγαλειώδες.
Στο "Soulship", αντιθέτως, όλα λειτουργούν στην εντέλεια. Οι Θεσσαλονικείς έχουν αφομοιώσει πλήρως τις πολλές επιρροές τους και το τελικό αποτέλεσμα αποδεικνύει ότι πλέον έχουμε να κάνουμε με μια μπάντα που έχει τον απόλυτα ολοδικό της ήχο, που ξέρει τι θέλει και τι πρέπει να κάνει για να ξεχωρίσει. Ο δίσκος είναι σαφέστατα πιο εστιασμένος από τον προηγούμενο και τα κομμάτια ρέεουν απρόσκοπτα προσφέροντας μεγάλες συγκινήσεις.
Οι ταχύτητες έχουν πέσει εμφανώς και αν μου έλεγαν να χαρακτηρίσω τη μουσική με μια λέξη, θα απάνταγα «doom». Το black στοιχείο αν και υπάρχει ακόμα, εντοπίζεται κατά κύριο λόγο στα φωνητικά του Σάκη και σε ορισμένα χτυπήματα στα τύμπανα, με την επικότητα να έχει αυξηθεί και τις ψυχεδέλειες να έχουν ενταθεί σε τεράστιο βαθμό. Οι αργές ταχύτητες αλλά και η άρνηση να τιγκάρουν την κιθάρα στο fuzz και στο feedback, που κάνει τον ήχο να ακούγεται έντονος αλλά όχι συντριπτικά heavy (όπως κάνουν πολλές sludge μπάντες), μαζί με τα, προερχόμενα από το background, φωνητικά, παρουσιάζουν μια παθητική φύση παρόμοια με αυτή που συναντάμε στο funeral doom, κάτι που σε συνδυασμό με την αστείρευτη μελαγχολία που έχει ποτίσει κάθε νότα, με ιντριγκάρει απίστευτα και πραγματικά θα ήθελα ο δίσκος να μην τερμάτιζε στα 38 λεπτά, αλλά να πήγαινε για άλλο τόσο. Τους Agnes Vein όμως δεν τους ενδιαφέρει να βγάλουν 80-λεπτο δίσκο όπως οι περισσότερες μπάντες που καταπιάνονται με το funeral / death doom για έναν πολύ σημαντικό λόγο: Δεν μπορούν να επαναλαμβάνονται παίζοντας ένα riff για δέκα λεπτά. Ο Σάκης μάς παρουσιάζει μια πλειάδα από εκθαμβωτικά lead, τα οποία διακρίνονται από καθαρότητα και μια εσωτερική δύναμη που συναρπάζει. Τα θέματα εναλλάσσονται διαρκώς πάντα πάνω σε μια σχεδόν καταθλιπτική βάση, διατηρώντας την εσωστρέφεια που χρειάζεται, αποπνέοντας μια έντονη πνευματικότητα. Δεν είναι τυχαίο ότι εδώ άλλωστε οι στίχοι του (πλην του "March Of The Netherworld"), κινούνται γύρω από μια πνευματική κεντρομόλο δύναμη, παρουσιάζοντας μερικούς εξαιρετικούς στίχους με αγαπημένο αυτόν που κλείνει τον δίσκο:
«I am the shade of man, destructive hand of time, I shape the things to come, my quill is inked in blood.»
Το εξώφυλλο, παρουσιάζει μια εικόνα νεκρής φύσης (όπως και στο "Duality" με την καμένη γη στο εξώφυλλο), ένα κομμάτι ξύλου το οποίο μοιάζει σαν να σκαλίστηκε έτσι ώστε να μοιάζει με ζώο, μια εικόνα τρομακτική που ταιριάζει απόλυτα με το περιεχόμενο του δίσκου.
Συνθετικά είναι, όμως, που οι Agnes Vein ξεχωρίζουν. Με έναν μεθοδευμένο ντράμερ και ένα μπάσο που από τη μία μοιάζει να λειτουργεί ανεξάρτητα μέσα στις συνθέσεις αλλά από την άλλη πλαισιώνει φανταστικά και την κιθάρα. Λίγες μπάντες χρησιμοποιούν το μπάσο τόσο περίτεχνα και όχι απλά για να γεμίζει τις συνθέσεις ή να προσθέτει όγκο. Δείγμα της φανταστικής δουλειάς που έχει γίνει είναι το εναρκτήριο "To Know The God Within" και το -απ' ότι καταλαβαίνω- εισαγωγικό instrumental "Δι Αυγής", το οποίο πρόκειται για ένα ενιαίο κομμάτι, απλά για τα πέντε πρώτα λεπτά η κιθάρα δημιουργεί πολυάριθμα επίπεδα κατάθλιψης και μιζέριας πριν μπουν τα φωνητικά και δημιουργηθεί ένας πιο σταθερός ρυθμός που οδηγεί σε ένα ξέσπασμα occult ψυχεδέλειας. Το "March Of The Netherworld" είναι ίσως το πιο αγαπήμενο μου κομμάτι απ’ όλα όσα έχουν γράψει οι Agnes Vein και αυτό γιατί καταρχάς το μπάσο τσακίζει αλλά και γιατί οι κιθάρες εδώ παρουσιάζουν έναν πιο έκρυθμο χαρακτήρα, δημιουργώντας μια αμεσότητα με riff που κολλάνε στο μυαλό. Το "Chaos Cauldron" αγκαλιάζει ακόμα περισσότερο το occult και την ψυχεδέλεια σε μια προσπάθεια αποκρυπτογράφησης του Χάους, καταλήγοντας στον αιώνιο φαύλο κύκλο που δίνει πνοή σε κάθε ζωή, έτσι και η κιθάρα περιστρέφεται απροσδιόριστα δίνοντας και παίρνοντας ζωή. Το "Soulship" όπως προϊδεάζει και ο τίτλος του κάνει μια βουτιά στα έγκατα της ψυχής, εκεί όπου υπάρχει η άβυσσος και η μαυρίλα μόνο. Το "Eventus" είναι ίσως το πιο τρομακτικό κομμάτι του δίσκου, με καθαρά leads που μοιάζουν να βγήκαν από ταινία τρόμου, ενώ το "Blood Fiend" που κλείνει τον δίσκο προσφέρει ένα ονειρικό τελείωμα, αυξάνοντας τις ταχύτητες, κλείνοντας ιδανικά αυτό το πρωτόγνωρο ταξίδι. Σχεδόν σε όλα τα τραγούδια, την τραχειά, ωμή black χροιά του Σάκη, την σπάνε μελωδικές φωνητικές γραμμές που μοιάζουν με απαγγελίες (δεν ξέρω αν είναι του Σάκη ή κάποιου από τους άλλους), οι οποίες κολλάνε φανταστικά στο όλο concept, αφού μοιάζουν σαν να προσπαθούν ύπουλα να ξεγελάσουν τον ακροατή παρουσιάζοντας μια ομορφιά η οποία σβήνει πολύ γρήγορα.
Οι Agnes Vein με το "Soulship", καταφέρνουν και δημιουργούν φανταστική μουσική, γεμάτη σκοτάδι και μελαγχολία. Σίγουρα στα καλύτερα της χρονιάς από τώρα, ασυζητητί. Μεγαλειώδες.