Μια ιστορική prog βραδιά
Και η ανταμοιβή του να «βουτάς βαθιά» στις μουσικές σπουδαίων καλλιτεχνών
Το είχα υποσχεθεί (κυρίως στον εαυτό μου) ότι θα πήγαινα να δω αυτήν τη μοναδική συναυλία, όπου θα συνυπήρχαν επί σκηνής όλα τα μέλη της ιστορίας των Spock’s Beard για να αποδώσουν ζωντανά το "Snow". Κοιτώντας πλέον πίσω, νιώθω πολύ τυχερός που ήμουν εκεί...
...διότι μερικές ημέρες μετά, κλείνοντας τα μάτια νιώθω πως ταξιδεύω ακόμα στη σκηνή του θεάτρου του Loreley, τολμώντας να πω ότι αυτό που είδα και άκουσα ήταν μια από τις ωραιότερες μουσικές παραστάσεις που έχω παρακολουθήσει στη ζωή μου. Αν και η σωστή λέξη είναι «βίωσα».
Θα ξεκινήσω την εξιστόρηση μου με μια μικρή αναφορά στο μέρος όπου εδώ και έντεκα χρόνια λαμβάνει χώρα το πιο «γνωστό», και πιθανότατα πιο «επιτυχημένο», φεστιβάλ αφιερωμένο στην progressive rock μουσική, το Night Of The Prog.
Το αμφιθέατρο του Loreley βρίσκεται σε έναν λόφο, στην ανατολική πλευρά του ποταμού Ρήνου, σε απόσταση περίπου μιάμισης ώρας από τη Φρανκφούρτη (για όσους αναζητούν κοντινό αεροδρόμιο). Η περιοχή γενικότερα αποτελεί παραθεριστικό μέρος για τους Γερμανούς, με απίστευτο πράσινο και πανέμορφα, γραφικά χωριά. Πολλοί παραθερίζουν στις πλευρές του ποταμού με τα τροχόσπιτά τους, ενώ κατά τη διάρκεια της καλοκαιρινής περιόδου γίνονται πάρα πολλές εκδηλώσεις (κυρίως συναυλίες) στον εν λόγω χώρο. Πέραν του Night Of The Prog που φιλοξενείται εκεί κάθε χρόνο, φέτος έλαβαν χώρα εκεί οι εμφανίσεις του Richie Blackmore, ενώ αν είδα καλά επίκειται συναυλία των Deep Purple (κάποιος Γερμανός έχει περίεργη αίσθηση του χιούμορ).
Το Night Of The Prog δεν είναι ακριβώς ένα συνηθισμένο φεστιβάλ. Ο ηλικιακός μέσος όρος μάλλον περνάει τα σαράντα, ο κόσμος είναι χαλαρός και άνετος, ο χώρος αμφιθεατρικός και καθήμενων (την περισσότερη ώρα), ενώ υπάρχει «μπαλκόνι» με θέα στο ποτάμι όπου τρως τα γερμανικά λουκάνικα σου και πίνεις τις μπύρες σου. Υπάρχει άνεση κινήσεων, κάθεσαι όποτε θες, τρως όποτε θες, υπάρχει κοντά χώρος για camping, άνεση στο παρκάρισμα και γενικά η οργάνωση είναι σε... γερμανικά πρότυπα. Ούτε πολλή ταλαιπωρία, ούτε πολλή φασαρία, παρά μόνο ένα σχετικό κρύο όταν νυχτώσει.
Από το φετινό τριήμερο, ευτυχώς όσα ήθελα να δω ήταν μαζεμένα στην πρώτη ημέρα. Ξεκίνησα βλέποντας τους αγαπημένους μου Subsignal, οι οποίοι είχαν αρχικά κάποια θέματα ισορροπίας στον ήχο, αλλά όταν αυτά έφτιαξαν ήταν εξαιρετικοί, με μπροστάρηδες τον τραγουδιστή Arno Menses και τον κιθαρίστα Markus Steffen. Από τα δικά τους τραγούδια ξεχώρισαν τα "Paradigm" και "The Sea", ενώ στο τέλος ο χρόνος τους επέτρεψε να αποδώσουν και το τιτανοτεράστιο "The Lonely Views Of Condor" από το τιτανοτεράστιο "The Art Of Navigating By The Stats" των τιτανοτεράστιων Sieges Even.
Οι Βρετανοί Mostly Autumn ήταν συμπαθητικοί, χωρίς να μου κινήσουν περισσότερο το ενδιαφέρον, από όσο έχει καταφέρει η δισκογραφία τους, ενώ οι Anekdoten ήταν πολύ δεμένοι αν και κάπως υποτονικοί σε σημεία, για φεστιβάλ και σετ σχεδόν μιάμισης ώρας. Οι δε Lucifer’s Friend ήταν διασκεδαστικοί, έπαιζαν ωραία, αλλά καταχρηστικά βρίσκονταν σε ένα prog φεστιβάλ και φυσικά δεν περιμένει κάποιος από ανθρώπους της ηλικίας τους ιδιαίτερο νεύρο και δύναμη. Εκτίμησα, πάντως, πολύ το αυτοσαρκαστικό χιούμορ του δίγλωσσου τραγουδιστή τους.
Πριν ξεκινήσω να αποθεώνω αυτό που είδα στη συνέχεια, να ξεκαθαρίσω ότι τα πάντα παρακάτω είναι υπό ένα υποκειμενικό πρίσμα, καθότι Το "Snow" που είναι ένα από τα (δέκα-είκοσι) αγαπημένα άλμπουμ όλων των εποχών για τον γράφοντα και εν μέρει άλλαξε όλο το φάσμα των ακουσμάτων μου πριν δεκατέσσερα χρόνια περίπου.
Έτσι, λοιπόν, στο ιδιόμορφο, προσωπικό, μουσικό μου σύμπαν το να έχω τη δυνατότητα να βλέπω επί σκηνής τον Neal Morse με την παλιά του μπάντα φάνταζε ήδη τεράστιο γεγονός και βάζοντας στην εξίσωση τον σπουδαίο Nick D’Virgillio ήταν σαν να βλέπω μπροστά μου τη ροή της ιστορία της αγαπημένης μου αυτής μπάντας, που, όπως απέδειξε, είναι μια μεγάλη οικογένεια.
Φυσικά, τέτοιες προσδοκίες εύκολα μπορούν να γκρεμιστούν, οπότε κράταγα μικρό καλάθι, αλλά η απόδοση όλων των μουσικών κατέστησε τελικά αυτήν την παράσταση καλύτερη από όσο περίμενα, ένα από τα ωραιότερα και πιο άρτια ζωντανά show που έχω δει ποτέ.
Σίγουρα, σημαντικό ρόλο έπαιξε το ότι στην κονσόλα του ήχου βρισκόταν ο Rich Mouser, ο άνθρωπος που έχει αναλάβει την παραγωγή σε οτιδήποτε έχει βγάλει αυτή η μπάντα από το τρίτο στούντιο άλμπουμ της και έπειτα. Μάλλον αυτός «ευθύνεται» για το ότι ακούγαμε τα πάντα τέλεια, με απόλυτη ευκρίνεια. Κι αν αυτό ακούγεται απλό εγχείρημα σε κάποιους, ας εξηγήσω καλύτερα τι είχαμε μπροστά μας επί σκηνής.
Οι Spock’s Beard παρουσιάστηκαν στην πραγματικότητα με τρεις βασικούς τραγουδιστές που εναλλάσσονταν συνεχώς. Τον Neal Morse, τον Nick D’Virgillio και τον Ted Leonard, με τον δεύτερο ειδικά να παίρνει πολύ μεγάλο κομμάτι πάνω του και να πηγαίνει παραπάνω από περίφημα. Μόνο που εκτός από το να τραγουδάνε, ο πρώτος έπαιζε πλήκτρα, ακουστική κιθάρα και ηλεκτρική κιθάρα, ο δεύτερος έπαιζε ντραμς (και ακουστική κιθάρα σε ένα τραγούδι) και ο τρίτος έπαιζε ακουστικές κιθάρες, ηλεκτρικές και μερικά κρουστά. Γενικά, τα πολυφωνικά σημεία ήταν συνεχή, με συμβολή από όλους, ενώ ακόμα και κάποια από τα άλλα μέλη ανέλαβαν χρέη frontman σε στιγμές... Ψιλοπράγματα...
Επίσης, υπήρχαν δυο σετ ντραμς στημένα. Κάποια τραγούδια ο Nick με τον Jimmy Keegan τα έπαιζαν παράλληλα, με τον πρώτο να παίζει αυτός ντραμς όταν δεν αναλάμβανε ρόλο frontman, ενώ οι δυο τους έδωσαν ένα απερίγραπτο ρεσιτάλ στη μέση του "Falling For Forever" που ακούστηε στο encore, παίζοντας ντραμς σε όποιο σημείο της σκηνής μπορεί να φανταστεί κανείς και κάνοντας απίστευτα ρυθμικά πράγματα. Αν ο Keegan ήταν φανταστικός, ο D’Virgillio ήταν απλά εξωπραγματικός.
Ο δε Ryo Okumoto είχε στήσει μια υπερπαραγωγή πλήκτρων, βγάζοντας από τους καλύτερους ήχους που έχω ακούσει ζωντανά και δίνοντας το δικό του υπερθέαμα με το φορητό όργανο στο "Ladies And Gentlemen, mr Ryo Okumoto" (ναι, αυτό είναι τραγούδι από το "Snow"). Την ίδια στιγμή ο Alan Morse ήταν ένας πρωταγωνιστής από μόνος του με το εντυπωσιακό ντύσιμο και το ακόμα πιο εντυπωσιακό παίξιμο με δάχτυλα, ενώ ο Dave Meros μπορεί να ήταν ο μόνος ήσυχος στο βάθος της σκηνής, αλλά τόσο ευκρινές και ακριβές σε παίξιμο μπάσο δύσκολα ακούει κάποιος.
Επειδή όλο το show ήταν μια μοναδική εμπειρία, θα προσπαθήσω να ξεχωρίσω μερικές επιμέρους στιγμές όπως:
- Τον D’Virgillio να σκάει με jockey καπελάκι στραβό, γυαλί ηλίου, αλυσίδα και μπλούζα NY για να τραγουδήσει το "Welcome To NYC" και να προκαλεί πανικό.
- Το πιάνο μέρος του "Love Beyond Words", που όταν το τελείωσε ο Morse χειροκροτήθηκε από όλους.
- Τη δυναμική ερμηνεία του Ted Leonard στο "Devil Got My Throat".
- Την τριπλέτα φωνητικών του "Solitary Soul" από Neal, Nick και Ted.
- Το sing along του κοινού στο "Wind At My Back".
- Την καθηλωτική, σχεδόν θεατρική ερμηνεία του Neal Morse στο "I’m The Guy".
- Την πανέμορφη εκτέλεση του "Carie" με την υπέροχη ερμηνεία από τον D’Virgillio.
- Τη συναισθηματική κλιμάκωση του "All Is Vanity".
- Τον χορό επί σκηνής στο "Snow’s Night Out".
- Τους Neal, Nick και Ted να τραγουδάνε a capella αγκαλιασμένοι το ρεφερέν του "Falling For Forever".
- Το 10λεπτο περίπου drum show (όχι σκέτο σόλο) των Nick και Jimmy.
- Τη συγκίνηση στο πρόσωπο του Neal Morse όταν τον παρουσίασε στο τέλος της συναυλίας ο D’Virgillio.
Υποθέτω πως όσα και να γράψω δεν θα καταφέρω να μεταδώσω επακριβώς τα όσα ένιωσα.
Αλλά, θα ήμουν ευχαριστημένος ακόμα κι αν κάποιος έμπαινε, με αφορμή αυτό το κείμενο, στη διαδικασία να ακούσει το "Snow" και να εντρυφήσει στην ιστορία του και στις μουσικές του.
Και γενικότερα να αντιληφθεί την αξία του να δένεσαι με σπουδαίους καλλιτέχνες, με σπουδαίες μουσικές...
Διότι, αυτή η βιωματική εμπειρία του να βλέπεις μουσικές, που τόσο έχεις αγαπήσει και έχεις δεθεί μαζί τους, να εκτυλίσσονται ζωντανά μπροστά σου με τόση αρτιότητα, είναι κάτι που μόνο ένας πραγματικός μουσικόφιλος μπορεί να ζήσει. Είναι η ανταμοιβή του να «βουτάς» βαθύτερα στις μουσικές που ακούς, του να μην αρκείσαι σε επιφανειακές ακροάσεις, αλλά να αναζητάς κάτι περισσότερο από τη μουσική και τους στίχους κι από την όλη αισθητική που αποπνέουν.
Τις προηγούμενες ημέρες, αυτήν την ανταμοιβή κάποιοι άλλοι την εισέπραξαν στις τρεις ώρες και πενήντα λεπτά του Bruce Springsteen στη Ρώμη, αλλά εγώ την εισέπραξα κάπου σε έναν λόφο της Γερμανίας. Σε ένα φεστιβάλ που τιμάει την πραγματικά προοδευτική μουσική, από ένα σύνολο πραγματικά σπουδαίων καλλιτεχνών, που έδιναν στο κοινό να καταλάβει ότι νιώθουν σαν μια οικογένεια και έκαναν κάθε έναν μας να νιώθει μέλος της. Κι ας έπαιξαν μόνο δύο ώρες και σαράντα λεπτά.
Forever in debt to priceless music...