Μετά το για πάντα
Κάποια πράγματα δεν τελειώνουν έτσι εύκολα
Στις 4/2/2017 έκλεισε και τυπικά ένα από τα πιο θεμελιώδη κεφάλαια της ιστορίας της σκληρής μουσικής. Οι Black Sabbath θα μείνουν ως αυτοί που γέννησαν το heavy metal, αλλά έχω την αίσθηση ότι οι ίδιοι θα είναι πάντα υπεράνω ταμπέλας. Είναι και rock και metal και ό,τι γουστάρουν. Και κανείς δεν θα πρέπει να έχει σοβαρές ενστάσεις επ’ αυτού.
Η ιστορία τους είναι λίγο-πολύ γνωστή για όσους θέλησαν να την μάθουν. Ο Ozzy Osbourne κατάφερε να γίνει μια τόσο larger than lifer περσόνα, που σχεδόν τίποτα δεν θα ήταν δυνατό να μείνει μακριά από τη δημοσιότητα. Και μαζί με τα δικά του τερτίπια, ο κόσμος ίσως έμαθε και κάποια πράγματα για τον Tony Iommi, για τον Geezer Butler και για τον Bill Ward. Κι αν οι πολλοί ενδιαφέρονταν για το image και τις «τρελές ιστορίες», αρκετοί από εμάς είχαμε πάντα μεγαλύτερη αδυναμία στα riff του Iommi ή/και στους στίχους του Geezer... Αλλά, αυτά είναι λεπτομέρειες πλέον...
Εκεί που όλα ξεκίνησαν, στο Birmingham, κάπου στα midlands της Αγγλίας - σε μια πόλη με πολύ γκρίζο και σίγουρα πολλή βροχή - στις 4/2 οι Black Sabbath έριξαν την αυλαία, σχεδόν πενήντα χρόνια μετά. Ξεκίνησαν με τον ταπεινό στόχο να καταφέρουν παίξουν ζωντανά στο Λονδίνο κάποια στιγμή και τελικά άλλαξαν τη μουσική.
Αναπόφευκτα, οι σκέψεις μου - όπως των περισσοτέρων μας - περιστρέφονται γύρω από τους Sabbath, αυτές τις ημέρες.
Ξεκινάω από το πόσο ψηλά τοποθετούνται οι Black Sabbath. Πάντα είχα στο μυαλό μου ένα θεώρημα πως τον όρο Heavy Metal τον καθορίζουν τέσσερα συγκροτήματα, δύο για κάθε συνθετικό του. Οι Black Sabbath και οι Metallica είναι το heavy, ενώ οι Iron Maiden και οι Judas Priest είναι το metal. Θεωρητικά οτιδήποτε προέκυψε μεταγενέστερα σε αυτήν τη μουσική υπάγεται λιγότερο ή περισσότερο στη μια από τις δυο κατηγορίες. Σχολές δημιουργήθηκαν, κατηγορίες και υποκατηγορίες προέκυψαν και ένα τεράστιο ποσοστό των πάντων καταλήγει νομοτελειακά να βασίζεται στον ήχο που εισήγαγαν οι Sabs.
Με άμεσο ή έμμεσο τρόπο επηρέασαν τις ζωές αμέτρητων παιδιών. Άλλοι έγιναν μουσικοί, άλλοι έγιναν οπαδοί της μουσικής, άλλοι βρήκαν την αισθητική που τους εξέφραζε για μια ζωή. Άλλοι πήραν τη μουσική των Sabbath και την πήγαν παρακάτω, άλλοι δεν θέλησαν να προχωρήσουν ούτε βήμα και τους αρκούσε απλώς να την αναπαράγουν.
Σίγουρα, υπάρχει μια μελαγχολία, μια στεναχώρια που προκύπτει από τη συνειδητοποίηση του τέλος, αλλά για κάποιον λόγο νιώθω ότι έκλεισε ένας κύκλος που έφτασε στο τέλος του κι όχι ένας που διακόπηκε απότομα.
Υπήρξα αρκετά τυχερός ώστε να δω τους Black Sabbath συνολικά τέσσερεις φορές συνολικά, με τελευταία πριν μερικούς μήνες στο πλαίσιο της περιοδείας που μόλις τελείωσε. Όμως, οφείλω να πω πως καμία επόμενη φορά δεν άγγιξε την υπερβατική εμπειρία της πρώτης φοράς στη Μαλακάσα. Ήταν λόγω της πρώτης φοράς; Ήταν λόγω του ότι ήταν εκεί κι ο Bill Ward; Δεν έχω ιδέα. Δεν έχω μπει ποτέ καν στον κόπο να ακούσω το ηχητικό που κυκλοφορεί ή να δω το video από την εν λόγω συναυλία και ούτε θα το κάνω. Θυμάμαι το συναίσθημα και μου αρκεί.
Δεν μπορώ να αγνοήσω το γεγονός ότι το τέλος ήρθε με μια ανοιχτή πληγή, αυτή της διαμάχης και εν τέλει της απουσίας του Bill Ward. Δεν με ενδιαφέρει να ψάξω ποιος είχε περισσότερο δίκιο, αλλά είναι άλλη μια απόδειξη ότι η πραγματικότητα κερδίζει στο τέλος τον όποιο ρομαντισμό. Μπορεί να υπερηφανεύονται ότι ήταν τέσσερεις φίλοι που ξεκίνησαν από το μηδέν και τα κατάφεραν τα πάντα μόνοι τους κι ότι δεν ήταν δημιούργημα της μουσικής βιομηχανίας, αλλά στο τέλος δεν κατάφεραν να βάλουν τη φιλία πάνω από τον εγωισμό ή το συμφέρον ή δεν ξέρω εγώ τι. Θα υπάρχει πάντα ένα μικρό κρίμα να περιφέρεται.
Επίσης, είναι κρίμα που κλείνοντας το κεφάλαιο Black Sabbath, οι περισσότεροι μένουν σε λίγα άλμπουμ, για να μην πω λίγα τραγούδια τα οποία συνδέουν με το όνομά τους. Η ιστορία των Black Sabbath, εκτός από τον Ozzy, καλώς ή κακώς, έχει μέσα της έναν Ronnie James Dio, έναν Tony Martin ακόμα και ένα Glenn Hughes ή έναν Ian Gillan. Και μερικούς δίσκους-διαμάντια που μπορεί να μην επηρέασαν τόσο την εξέλιξη της μουσικής, αλλά είναι αδιανόητο να αγνοούνται σαν να μην υπάρχουν, όσο κι αν ξινίζουν την business σούπα της κυρίας Sharon.
Επιπρόσθετα, πρέπει να παραδεχτούμε πως το τέλος έχει έρθει δημιουργικά εδώ και αρκετό καιρό. Δυστυχώς, το "13" δεν προσέφερε τίποτα ουσιαστικό και πριν από αυτό πρέπει να ψάξουμε καλά για να βρούμε κάτι πραγματικά άξιο λόγου που έφερε το όνομα των Black Sabbath. Θα πω τα δυο τραγούδια που βρίσκονταν στο "Reunion" ("Psycho Man", "Losing My Soul"), αν και πάλι το δείγμα είναι μικρό. Βέβαια, ο Iommi σε προσωπικό επίπεδο δεν το επιβεβαιώνει αυτό...
Φυσικά, δεν μπορώ να μη σκεφτώ ότι η χώρα μας απουσίαζε από την τελευταία περιοδεία των Black Sabbath και αυτό, ίσως, να αποτελεί μια ένδειξη ότι ο ενεργός κόσμος που στηρίζει αυτήν τη μουσική στα μέρη μας μάλλον έχει συρρικνωθεί σημαντικά. Αντί να κατηγορήσουμε τη Sharon για τα πόσα λεφτά μπορεί να ζήταγε και τους διοργανωτές που δεν τόλμησαν να τους φέρουν, ας το δούμε λίγο ανάποδα. Προφανώς, κανείς δεν πείστηκε ότι στην Ελλάδα υπάρχει αρκετός κόσμος για μια τελευταία συναυλία των Black Sabbath κι αυτό θα έπρεπε να είναι ένας καλός προβληματισμός από μόνος του.
Από όσο μπορώ να γνωρίζω (μέσα από το περιβάλλον της ίδιας της μπάντας) δεν θα υπάρξουν πισωγυρίσματα, αλλά ειλικρινά δεν θα βγω να ηθικολογήσω αν στο μέλλον ξαναβρεθούν επί σκηνής. Ας είναι καλά ο Iommi (που δίνει τον πιο δύσκολο αγώνα από όλους) και οι υπόλοιποι και θέλω να πιστεύω πως κανείς δεν θα παραπονεθεί για μερικές ακόμα μεμονωμένες συναυλίες κάποια στιγμή στο μέλλον.
Και τέλος, δεν πρέπει να στεναχωριόμαστε και πολύ. Δεν τελειώνουν έτσι εύκολα κάποια πράγματα. Οι Black Sabbath θα υπάρχουν και θα είναι πάντα κάτι το ξεχωριστό όσο θα υπάρχουν πιτσιρικάδες που θα πιάνουν ηλεκτρική κιθάρα στα χέρια τους και θα νιώθουν ένα ρίγος να διαπερνά το σώμα τους και μια ανείπωτη ευφορία όταν για πρώτη φορά θα παίζουν το riff του "Iron Man". Δηλαδή, για πάντα. Κι αν υπάρχει κάτι «μετά το για πάντα», κι αυτό των Sabbath είναι...