Wovenhand, Emma Ruth Rundle @ Fuzz, 13/05/17
Η καθηλωτική φιγούρα του David Eugene Edwards με περισσότερη διάθεση από ποτέ για μυστικιστικά τερτίπια και βιβλικές εικονοπλασίες
Ήταν Οκτώβρης του 2014, όταν στον ίδιο ακριβώς χώρο μας επισκέφτηκαν τελευταία φορά οι Wovenhand. Διάστημα απροσδόκητα μεγάλο για ένα συγκρότημα αγαπημένο στους εγχώριους κύκλους του εναλλακτικού rock των '90s και '00s. Υπήρχαν, βλέπετε, εποχές που οι Wovenhand μας επισκέπτονταν κάθε χρόνο. Ωστόσο, μη νομίζετε ότι η αγάπη μας για τον κύριο David Eugene Edwards κόπασε. Τουναντίον, η προσέλευση στο Fuzz το βράδυ του Σαββάτου ήταν ικανοποιητικότατη, από ένα κοινό που κυμαινόταν ηλικιακά κυρίως στο εύρος μεταξύ 25-35 ετών.
Ανέλπιστα ευχάριστη ήταν η ανακοίνωση τον περασμένο μήνα πως η Αμερικανίδα singer-songwriter Emma Ruth Rundle θα άνοιγε τις συναυλίες των Wovenhand στη χώρα μας. Πρόκειται για support του οποίου τη σημασία ενδεχομένως πολλοί να μην κατάλαβαν, καθότι δεν μοιράζεται το ίδιο κοινό μαζί τους. Δεν γίνεται, όμως, να μην αναφέρουμε το γεγονός ότι ο περσινός solo δίσκος της, "Marked For Death", και ο προπέρσινος δίσκος της με τους Marriages, "Salome", είχαν διόλου αμελητέο αντίκτυπο, καθώς και συμμετοχή σε πολλές εναλλακτικές λίστες με τα καλύτερα της εκάστοτε χρονιάς.
Όπως μας εκμυστηρεύτηκε η ίδια, η καλύτερη συναυλία της ζωής της είχε λάβει χώρα στην Ελλάδα, το 2010, ως μέλος των πολυαγαπημένων μου Red Sparowes. Το περασμένο Σάββατο, η Emma καθιστή για πρώτη φορά εξαιτίας ενός ατυχήματος το οποίο την έκανε να περπατάει υποβασταζόμενη, ξεγύμνωσε τα τραγούδια της. Εκείνα, εντελώς εκτεθειμένα, με τη συνοδεία μόνο της ακουστικής της κιθάρας (και προς το τέλος με ηλεκτρική) υπό μία μυστήρια, διακριτική παραμόρφωση, μετατράπηκαν από dream pop ταξίδια σε δύστροπες εξιστορήσεις σκοτεινής folk. Με άλλα λόγια, πολύ πιο ταιριαστά στο πνεύμα και των ίδιων των Wovenhand.
Τα ακόρντα ακούγονταν σε palm mute, απογυμνωμένα και αυτά από κάθε περιττό χτύπημα των χορδών. Η φωνή της Emma γεμάτη συναίσθημα και αυτήν την avant-garde female-fronted indie αίσθηση (ω θεέ πόσοι ξενικοί επιθετικοί προσδιορισμοί στη σειρά) που κάθε χρόνο αποκτάει και περισσότερες αξιόλογες εκπροσώπους. Η έμφαση στους στίχους, στις λέξεις. Σχεδόν σαράντα λεπτά γεμάτα ένταση από μία άκρως ταλαντούχα καλλιτέχνιδα, ιδανικό και γεμάτο αγνό συναίσθημα πρόγευμα λίγο πριν το κυρίως πιάτο. Όμως, πρέπει να ομολογήσω ότι κάτι τόσο πρωτόλειο, έστω και με τόσο μα τόσο όμορφο τρόπο, δεν θα στεκόταν σαν main act μιας βραδιάς. Θα χρειαζόταν ένα κάπως διαφορετικό ντύσιμο.
Έπειτα, οι ηχογραφημένοι ινδιάνικοι ψαλμοί μας εισήγαγαν στον μυστικιστικό κόσμο που πλάθουν οι Wovenhand. Ο David Eugene Edwards εμφανίστηκε στη σκηνή εν μέσω ζωηρών επευφημιών. Φιγούρα επιβλητική όσο ελάχιστες. Οφείλω να ομολογήσω πως, έχοντας δει την μπάντα κάποιες φορές στο παρελθόν, ήμουν λιγότερο θετικά προδιατεθειμένος από ποτέ, καθότι γνώριζα πως το setlist θα βασιζόταν κατά 90% στα δύο τελευταία άλμπουμ. Και όσο δισκάρα και αν θεωρώ το "Refractory Obdurate" άλλο τόσο πιστεύω πως το περσινό "Star Treatment" είναι από τα άλμπουμ τους με τις λιγότερες αξιομνημόνευτες στιγμές - δίχως να είναι κακό ε.
Εντούτοις, χάρη σε έναν Edwards πιο ορεξάτο απ' ό,τι τον έχω πετύχει ποτέ, άκρως θεατρικό, με εκστατικές κινήσεις όλου του σώματός του, βλέμμα που καθηλώνει και χειρονομίες που θαρρείς κλήτευαν κάποια ανίερα ξόρκια, το live ήταν μια μεγάλη επιτυχία. Οι Wovenhand παραμένουν στον heavy ανήφορο που έχουν χαράξει τα τελευταία χρόνια: κάθε φορά που τους ακούς ή τους βλέπεις είναι πιο βαριά από την προηγούμενη. Ο ντράμερ Ordy Garrison ήταν καθόλα φοβερός, βγαίνοντας πολλές φορές σε πρωταγωνιστική θέση μουσικά. Ο έτερος κιθαρίστας Chuck French αποτέλεσε τον διακριτικό διόσκουρο του Edwards με τα δυναμικά backing vocals του ενώ ο μπασίστας, Neil Keener, βρισκόταν σε δεύτερο πλάνο στη σκηνή, αφήνοντας τους υπόλοιπους τρεις να κάνουν όλο το παιχνίδι.
Όπως προαναφέραμε, δεν ακούσαμε τόσες και τόσες κομματάρες από την καριέρα της μπάντας. Αντ' αυτών, η συντριπτική πλειοψηφία των τραγουδιών του "Star Treatment" παρουσιάστηκε πολύ ανεβασμένη σε σύγκριση με το στούντιο. Για του λόγου το αληθές, παρόλο που ακούσαμε το συγκλονιστικό "The Refractory", η καλύτερη στιγμή του live ήταν λίγο πιο πριν, σε στιγμές του "Star Treatment", κατά τη βομβαρδιστική ψυχεδέλεια που εκτυλίχθηκε μεταξύ "The Quiver" και "Swaying Reed".
Η βιβλική εικονοπλασία των Wovenhand αποδόθηκε με τον καλύτερο τρόπο που προσωπικά έχω δει στις εμφανίσεις τους στη χώρα μας. Ο Edwards μας τρέλαινε όταν με κάτι σαν χορό της βροχής/moonwalk λικνιζόταν και πατούσε σε ανυποψίαστο χρόνο τα πετάλια. Οι εκφράσεις του κάτω από το καπέλο προκαλούσαν ρίγη. Και παρά το παράπονο ότι με ένα setlist πιο ενδεικτικό της όλης πορείας τους μέχρι τώρα θα μιλάγαμε για ένα από τα live της χρονιάς, δεν μπορούμε να τους καταλογίσουμε κάτι όταν κατάφεραν το ζητούμενο, να μας βάλουν σε αρκετές στιγμές μέσα στη θολή, απαράμιλλη αισθητική τους.
Φωτογραφίες: Αφροδίτη Ζαγγανά, Χρήστος Λεμονής
Hiss
Crystal Palace
The Hired Hand
The Quiver
Swaying Reed
Salome
All Your Waves
Corsicana Clip
The Refractory
Obdurate Obscura
Crook And Flail
Sinking Hands
Five By Five
Low Twelve
King O King