The Thurston Moore Band, The Callas @ Fuzz Club, 25/04/15
Ο Βασιλιάς μας έδειξε πώς βγαίνει το καλό noise (και μας άφησε με το στόμα ανοιχτό)
Από τον Μανώλη Κληρονόμο, 28/04/2015 @ 11:13
Αν και είναι πραγματικά δυστυχές το ότι ο Thurston Moore χώρισε με την Kim Gordon, τόσο στην προσωπική όσο και στην επαγγελματική / καλλιτεχνική ζωή (εμάς, επειδή δεν είμαστε κουτσομπολίστικο site, μας απασχολεί περισσότερο το δεύτερο), εντούτοις η καλλιτεχνική αξία του Thurston είναι τέτοια που με την προσωπική του μπάντα, αν και δεν καταφέρνει να μεγαλουργήσει στα άφταστα επίπεδα των Sonic Youth, καταφέρνει όμως τελικά να αναπληρώσει εξαίσια το κενό των τελευταίων αλλά και να συνεχίσει να μας συναρπάζει με το πάθος και τη μαγκιά του. Το περσινό "Best Day" είναι ένα δείγμα φανταστικού alternative rock που ενώ ακούγεται τόσο γλυκά παλιομοδίτικο, έχει μια φρέσκια χροιά που το καθιστά απολαυστικό.
Την προσωπική του μπάντα, ο Thurston, την ξεκίνησε το 1994, ανάμεσα στα χρόνια που μεσουρανούσε με τους Sonic Youth και έναν χρόνο αργότερα κυκλοφόρησε το solo ντεμπούτο του, "Psychic Hearts". Σε αυτό το καινούργιο εγχείρημα, πιστός συνοδοιπόρος του για όλα αυτά τα είκοσι χρόνια ήταν και παραμένει ο Steve Shelley, επίσης των Sonic Youth, με τα έκρυθμα τύμπανά του, ενώ τη μπάντα του πλαισιώνουν ακόμα δύο εκλεκτοί μουσικοί, ο James Sedwards, ο session-άς, free improviasation κιθαρίστας ο οποίος έχει βραβευτεί πολλάκις για τις ικανότητές του στην κιθάρα, όπως το 1998 στο Wembley, και η τεράστια Debbie Googe των My Bloody Valtentine στο μπάσο που, εντάξει, δεν χρειάζονται πολλές συστάσεις, η τύπισσα είναι μια από τις καλύτερες μπασίστριες στον κόσμο.
Αν και η βραδιά ξεκίνησε με μια τεράστια ξενέρα, αφού το περσινό διπλό βινύλιο του "Best Day" κόστιζε 25 ευρώ, τα οποία τελικά τα έδωσα αλλά έτσουξε άσχημα, μια μπύρα και άραγμα να δούμε τους Callas αρκούσαν για να ξαναμπώ στο κλίμα. Οι Αθηναίοι Callas είναι μια από τις καλύτερες ανερχόμενες νέες μπάντες και πώς να μην είναι, όταν συνεργάζεσαι με τον ελληνικής καταγωγής και επι χρόνια παραγωγό του Nick Cave, τον Jim Sclavunos. Όλα τα παραμύθια ξεκινάνε με ένα μικρό θαύμα, έτσι και το παραμύθι των Callas ξεκίνησε όταν έπαιζαν πριν μερικά χρόνια στο Λονδίνο και έτυχε να βρίσκεται εκεί, την κατάλληλη στιγμή, στο κατάλληλο μέρος, ο κατάλληλος άνθρωπος. Ο Jim Sclavunos. Αυτός τρελάθηκε με τη μουσική τους, μπορεί να συγκινήθηκε και λίγο που βρήκε πατριωτάκια που ξέρουν να παίζουν σωστό και απενεχοποιημένο post-punk και τους πρότεινε να ανοίξουν για κάποιες επερχόμενες συναυλίες των Grinderman του Nick Cave. Κάπως έτσι έδεσε το γλυκό και αυτή τη φορά ανοίγουν για μια άλλη τεράστια φυσιογνωμία της punk / noise σκηνής, τον Thurston Moore.
Το στυλ τους θυμίζει έντονα τους Birthday Party του Nick Cave και τους Gun Club ή και Sonic Youth επί εποχής "Sister" αλλά χωρίς τα noise κιθαριστικά ξυσίματα, φέροντας λίγο θανατάκι στην αισθητική τους αλλά χωρίς να υπερβαίνουν τα όρια της ποζεριάς. Αυτή η εποχή άλλωστε έχει περάσει σχεδόν απεπιστρεπτί. Με μια εξαιρετική κιθάρα να προσφέρει γλυστερά και ύπουλα riff, διπλά φωνητικά μεταξύ του κιθαρίστα και μπροστάρη Άρη Ιωνά και της έτερης κιθαρίστριας, Χρυσάνθης Τσουκαλά, το μεγαλοπρεπές μπάσο, του Λάκη Ιωνά, που δημιουργεί ένα όγκο που απλώνεται σαν σκιά πάνω απο τις συνθέσεις, θυμίζοντας ελαφρώς τις δουλειές του Michael Gira και των Swans στη δεκαετία του '90 ("Great Annihilator" και τέτοια) και εξαίσια τύμπανα από την Μαριλένα Πετρίδου, που οδηγούν τις συνθέσεις σε μανιοκαταθλιπτικά ηχοτοπία.
Οι Callas μας ταρακούνησαν για τα καλά για κάνα μισάωρο περίπου, πριν αποχωρήσουν εν μέσω θερμών επευφημιών. Τους είχα τσεκάρει από καιρό πριν αλλά με τέτοια εμφάνιση, με ιντρίγκαραν να τους ψάξω και να τους ακούσω περισσότερο.
Μετά από κάμποσες διαβουλεύσεις, ώστε να ετοιμαστεί η σκηνή καταλλήλως, τελικά στις 22:40 ακριβώς βγήκε η τετραμελής μπάντα του τεράστιου Thurston. Όσοι ακούσατε το περσινό "Best Day" τότε θα ξέρατε περίπου τι να ακούσετε. Ε, λοιπόν, αυτό που εν τέλει ακούσαμε μικρή σχέση έχει με αυτό που περιμέναμε. Γιατί ο Thurston εκτός κιθαρίστας των Sonic Youth, είναι και μεγάλος noise ψυχάκιας ο οποίος, όπως λογικά θα διαβάσατε και στο εξαιρετικό άρθρο του αγαπητού συνάδελφου, Θεοδόση Γενιτσαρίδη, δεν χάνει στιγμή να επιδοθεί σε ένα ξέφρενο θορυβώδες χάος.
Έτσι και το Σάββατο, εκεί που περιμέναμε να ακούσουμε μια γλυκιά μελωδία να ανοίγει τη συναυλία, τελικά βγαίνει η τετράδα και μετά από ένα μικρό χαοτικά θορυβώδες και μερικώς απελευθερωτικό άνοιγμα, αλλάζουν ρότα και αρχίζουν τις προαναφαρθείσες γλυκές μελωδίες του μεγαλειώδους "Forevermore".
Η συνέχεια του σετ ακολούθησε την από πάνω λογική. Αν και έπαιξαν συνολικά μόλις εννιά τραγούδια, τα οποία θα μπορούσαν άνετα να αποδοθούν μέσα σε μόλις μία ώρα, τελικά τα ξεχειλώνουν και τα μεταλάσσουν σε χαοτικά, ημι-αυτοσχεδιαστικά noise τζαμαρίσματα, προσφέροντας μια πραγματικά μαγευτική χροιά στην εμφάνισή τους, θυμίζοντας τις no wave μέρες της "Bad Moon Rising" εποχής των Sonic Youth. Για του λόγου το αληθές, σχετικά στην αρχή ακόμα, έπαιξαν ένα καινούργιο ακυκλοφόρητο instrumental κομμάτι απλευθερωτικού χαρακτήρα, που ξέφευγε από τις στιβαρότητα των υπόλοιπων κομματιών, επιδεικνύοντας μια ατόφια no wave αιχμή, αν και δεν ήταν κάτι το τρομερά εντυπωσιακό.
Εκεί που πραγματικά μου έπεσαν τα σαγόνια ήταν ο τρόπος που πήραν το "Grace Lake", ένα επτάλεπτο κομμάτι και το μανιπιούλαραν τόσο εντυπωσιακά, τραβώντας το σε διάρκεια πάνω από 15-20 λεπτά, χώνοντας ενδιάμεσα κάθε λογής παράνοια, με τον Thurston και τον Sedwards να βασανίζουν μέχρι τελική πτώσεως τις κιθάρες τους. Αν και σε σημεία ο ήχος μπούκωνε από τον θόρυβο, το αποτέλεσμα ήταν τόσο συνασπαστικό που απλά καθόσουν και χάζευες σαν χαζός.
Μετά το "Grace Lake" η μπάντα αποχώρησε για να επιστρέψει παίζοντας δύο κομμάτια από τον πρώτο της δίσκο, "Psychic Hearts", ρίχνοντας την αυλαία με περίσσια μεγαλοπρέπεια, μετά από δύο ώρες αριστουργηματικής γνήσιας noise rock μουσικής. Ο ήχος, καθ' όλη τη διάρκεια του set τους, ήταν φανταστικός, ίσως η κιθάρα να ήταν στην αρχή λίγο χαμηλότερα από τα τύμπανα, αλλά μετά από μόλις δύο κομμάτια ανέβηκε και τα βίντεο που έπαιζαν στο video wall ταίριαζαν γάντι με τη μουσική.
Κλείνοντας, θέλω να κάνω μια μικρή σύγκριση του Thurston με το έτερο τέρας της σκηνής, τον Michael Gira και τους Swans. Ο τελευταίος από τη στιγμή που επαναδραστηριοποίησε τους Swans το 2010, κυκλοφορεί αριστουργήματα μοναδικής μουσικής ταυτότητας τα οποία χτυπάνε το δίωρο (τα "Seer" και "To Be Kind" δηλαδή). Ο Gira είτε από τόλμη είτε από αντισυμβατικότητα δεν κωλώνει να φέρει το χάος και τον ασύλληπτο θόρυβο μέσα στις στούντιο δουλειές των Swans. Ο Thurston, από την άλλη, το αφήνει εκτός και το φέρνει μόνο όταν παίζει ζωντανά. Προσωπικά, αν και λατρεύω τις τελευταίες δουλειές των Swans, προτιμώ την οδό που επιλέγει ο Thurston, γιατί έτσι ούτε κουράζει με τους δίσκους του στο ελάχιστο αλλά και καθιστά τις συναυλίες του πλήρως απρόβλεπτες. Από την άλλη, φοβάμαι ότι ο Gira, αν και είναι σχεδόν αψεγάδιαστος μέχρι τώρα, θα κάνει μανιέρα τον ήχο του. Live είναι καταστρεπτικός και μεγαλοπρεπής την ίδια στιγμή, αλλά δεν χρειάζεται να είναι έτσι και στις στούντιο δουλειές του. Μπορεί να επιστρέψει στη στιβαρότητα και να αφήσει το χάος για τα live. O Thurston αυτό κάνει και το κάνει καλά. Ελπίζω να μην αργήσει να μας ξανάρθει.
Forevermore
Speak To The Wild
Germs Burn
(Άτιτλο ακυκλοφόρητο)
The Best Day
Detonation
Grace Lake
Encore:
Pretty Bad
Encore 2:
Ono Soul
Φωτογραφίες: Ανδρέας Πανόπουλος / whentimefreezes.com
Την προσωπική του μπάντα, ο Thurston, την ξεκίνησε το 1994, ανάμεσα στα χρόνια που μεσουρανούσε με τους Sonic Youth και έναν χρόνο αργότερα κυκλοφόρησε το solo ντεμπούτο του, "Psychic Hearts". Σε αυτό το καινούργιο εγχείρημα, πιστός συνοδοιπόρος του για όλα αυτά τα είκοσι χρόνια ήταν και παραμένει ο Steve Shelley, επίσης των Sonic Youth, με τα έκρυθμα τύμπανά του, ενώ τη μπάντα του πλαισιώνουν ακόμα δύο εκλεκτοί μουσικοί, ο James Sedwards, ο session-άς, free improviasation κιθαρίστας ο οποίος έχει βραβευτεί πολλάκις για τις ικανότητές του στην κιθάρα, όπως το 1998 στο Wembley, και η τεράστια Debbie Googe των My Bloody Valtentine στο μπάσο που, εντάξει, δεν χρειάζονται πολλές συστάσεις, η τύπισσα είναι μια από τις καλύτερες μπασίστριες στον κόσμο.
Αν και η βραδιά ξεκίνησε με μια τεράστια ξενέρα, αφού το περσινό διπλό βινύλιο του "Best Day" κόστιζε 25 ευρώ, τα οποία τελικά τα έδωσα αλλά έτσουξε άσχημα, μια μπύρα και άραγμα να δούμε τους Callas αρκούσαν για να ξαναμπώ στο κλίμα. Οι Αθηναίοι Callas είναι μια από τις καλύτερες ανερχόμενες νέες μπάντες και πώς να μην είναι, όταν συνεργάζεσαι με τον ελληνικής καταγωγής και επι χρόνια παραγωγό του Nick Cave, τον Jim Sclavunos. Όλα τα παραμύθια ξεκινάνε με ένα μικρό θαύμα, έτσι και το παραμύθι των Callas ξεκίνησε όταν έπαιζαν πριν μερικά χρόνια στο Λονδίνο και έτυχε να βρίσκεται εκεί, την κατάλληλη στιγμή, στο κατάλληλο μέρος, ο κατάλληλος άνθρωπος. Ο Jim Sclavunos. Αυτός τρελάθηκε με τη μουσική τους, μπορεί να συγκινήθηκε και λίγο που βρήκε πατριωτάκια που ξέρουν να παίζουν σωστό και απενεχοποιημένο post-punk και τους πρότεινε να ανοίξουν για κάποιες επερχόμενες συναυλίες των Grinderman του Nick Cave. Κάπως έτσι έδεσε το γλυκό και αυτή τη φορά ανοίγουν για μια άλλη τεράστια φυσιογνωμία της punk / noise σκηνής, τον Thurston Moore.
Το στυλ τους θυμίζει έντονα τους Birthday Party του Nick Cave και τους Gun Club ή και Sonic Youth επί εποχής "Sister" αλλά χωρίς τα noise κιθαριστικά ξυσίματα, φέροντας λίγο θανατάκι στην αισθητική τους αλλά χωρίς να υπερβαίνουν τα όρια της ποζεριάς. Αυτή η εποχή άλλωστε έχει περάσει σχεδόν απεπιστρεπτί. Με μια εξαιρετική κιθάρα να προσφέρει γλυστερά και ύπουλα riff, διπλά φωνητικά μεταξύ του κιθαρίστα και μπροστάρη Άρη Ιωνά και της έτερης κιθαρίστριας, Χρυσάνθης Τσουκαλά, το μεγαλοπρεπές μπάσο, του Λάκη Ιωνά, που δημιουργεί ένα όγκο που απλώνεται σαν σκιά πάνω απο τις συνθέσεις, θυμίζοντας ελαφρώς τις δουλειές του Michael Gira και των Swans στη δεκαετία του '90 ("Great Annihilator" και τέτοια) και εξαίσια τύμπανα από την Μαριλένα Πετρίδου, που οδηγούν τις συνθέσεις σε μανιοκαταθλιπτικά ηχοτοπία.
Οι Callas μας ταρακούνησαν για τα καλά για κάνα μισάωρο περίπου, πριν αποχωρήσουν εν μέσω θερμών επευφημιών. Τους είχα τσεκάρει από καιρό πριν αλλά με τέτοια εμφάνιση, με ιντρίγκαραν να τους ψάξω και να τους ακούσω περισσότερο.
Μετά από κάμποσες διαβουλεύσεις, ώστε να ετοιμαστεί η σκηνή καταλλήλως, τελικά στις 22:40 ακριβώς βγήκε η τετραμελής μπάντα του τεράστιου Thurston. Όσοι ακούσατε το περσινό "Best Day" τότε θα ξέρατε περίπου τι να ακούσετε. Ε, λοιπόν, αυτό που εν τέλει ακούσαμε μικρή σχέση έχει με αυτό που περιμέναμε. Γιατί ο Thurston εκτός κιθαρίστας των Sonic Youth, είναι και μεγάλος noise ψυχάκιας ο οποίος, όπως λογικά θα διαβάσατε και στο εξαιρετικό άρθρο του αγαπητού συνάδελφου, Θεοδόση Γενιτσαρίδη, δεν χάνει στιγμή να επιδοθεί σε ένα ξέφρενο θορυβώδες χάος.
Έτσι και το Σάββατο, εκεί που περιμέναμε να ακούσουμε μια γλυκιά μελωδία να ανοίγει τη συναυλία, τελικά βγαίνει η τετράδα και μετά από ένα μικρό χαοτικά θορυβώδες και μερικώς απελευθερωτικό άνοιγμα, αλλάζουν ρότα και αρχίζουν τις προαναφαρθείσες γλυκές μελωδίες του μεγαλειώδους "Forevermore".
Η συνέχεια του σετ ακολούθησε την από πάνω λογική. Αν και έπαιξαν συνολικά μόλις εννιά τραγούδια, τα οποία θα μπορούσαν άνετα να αποδοθούν μέσα σε μόλις μία ώρα, τελικά τα ξεχειλώνουν και τα μεταλάσσουν σε χαοτικά, ημι-αυτοσχεδιαστικά noise τζαμαρίσματα, προσφέροντας μια πραγματικά μαγευτική χροιά στην εμφάνισή τους, θυμίζοντας τις no wave μέρες της "Bad Moon Rising" εποχής των Sonic Youth. Για του λόγου το αληθές, σχετικά στην αρχή ακόμα, έπαιξαν ένα καινούργιο ακυκλοφόρητο instrumental κομμάτι απλευθερωτικού χαρακτήρα, που ξέφευγε από τις στιβαρότητα των υπόλοιπων κομματιών, επιδεικνύοντας μια ατόφια no wave αιχμή, αν και δεν ήταν κάτι το τρομερά εντυπωσιακό.
Εκεί που πραγματικά μου έπεσαν τα σαγόνια ήταν ο τρόπος που πήραν το "Grace Lake", ένα επτάλεπτο κομμάτι και το μανιπιούλαραν τόσο εντυπωσιακά, τραβώντας το σε διάρκεια πάνω από 15-20 λεπτά, χώνοντας ενδιάμεσα κάθε λογής παράνοια, με τον Thurston και τον Sedwards να βασανίζουν μέχρι τελική πτώσεως τις κιθάρες τους. Αν και σε σημεία ο ήχος μπούκωνε από τον θόρυβο, το αποτέλεσμα ήταν τόσο συνασπαστικό που απλά καθόσουν και χάζευες σαν χαζός.
Μετά το "Grace Lake" η μπάντα αποχώρησε για να επιστρέψει παίζοντας δύο κομμάτια από τον πρώτο της δίσκο, "Psychic Hearts", ρίχνοντας την αυλαία με περίσσια μεγαλοπρέπεια, μετά από δύο ώρες αριστουργηματικής γνήσιας noise rock μουσικής. Ο ήχος, καθ' όλη τη διάρκεια του set τους, ήταν φανταστικός, ίσως η κιθάρα να ήταν στην αρχή λίγο χαμηλότερα από τα τύμπανα, αλλά μετά από μόλις δύο κομμάτια ανέβηκε και τα βίντεο που έπαιζαν στο video wall ταίριαζαν γάντι με τη μουσική.
Κλείνοντας, θέλω να κάνω μια μικρή σύγκριση του Thurston με το έτερο τέρας της σκηνής, τον Michael Gira και τους Swans. Ο τελευταίος από τη στιγμή που επαναδραστηριοποίησε τους Swans το 2010, κυκλοφορεί αριστουργήματα μοναδικής μουσικής ταυτότητας τα οποία χτυπάνε το δίωρο (τα "Seer" και "To Be Kind" δηλαδή). Ο Gira είτε από τόλμη είτε από αντισυμβατικότητα δεν κωλώνει να φέρει το χάος και τον ασύλληπτο θόρυβο μέσα στις στούντιο δουλειές των Swans. Ο Thurston, από την άλλη, το αφήνει εκτός και το φέρνει μόνο όταν παίζει ζωντανά. Προσωπικά, αν και λατρεύω τις τελευταίες δουλειές των Swans, προτιμώ την οδό που επιλέγει ο Thurston, γιατί έτσι ούτε κουράζει με τους δίσκους του στο ελάχιστο αλλά και καθιστά τις συναυλίες του πλήρως απρόβλεπτες. Από την άλλη, φοβάμαι ότι ο Gira, αν και είναι σχεδόν αψεγάδιαστος μέχρι τώρα, θα κάνει μανιέρα τον ήχο του. Live είναι καταστρεπτικός και μεγαλοπρεπής την ίδια στιγμή, αλλά δεν χρειάζεται να είναι έτσι και στις στούντιο δουλειές του. Μπορεί να επιστρέψει στη στιβαρότητα και να αφήσει το χάος για τα live. O Thurston αυτό κάνει και το κάνει καλά. Ελπίζω να μην αργήσει να μας ξανάρθει.
SETLIST
Forevermore
Speak To The Wild
Germs Burn
(Άτιτλο ακυκλοφόρητο)
The Best Day
Detonation
Grace Lake
Encore:
Pretty Bad
Encore 2:
Ono Soul
Φωτογραφίες: Ανδρέας Πανόπουλος / whentimefreezes.com