Arctic Monkeys, Tame Impala, Miles Kane, Royal Blood @ Finsbury Park (Λονδίνο), 23/05/14
Ή αλλιώς, πώς είναι να βλέπεις τη μεγαλύτερη rock μπάντα της δεκαετίας στην πατρίδα της και στην καλύτερη φάση της καριέρας της
Η ατμόσφαιρα στο Finsbury Park του Λονδίνου την περασμένη Παρασκευή δεν θύμιζε τόσο συναυλία, όσο κάτι σαν φεστιβάλ. Και η αλήθεια είναι ότι με τους Tame Impala, Miles Kane και Royal Blood να παίζουν ως guests των Arctic Monkeys, το event πράγματι θα μπορούσε να θεωρηθεί mini festival. Η αχανής έκταση του πάρκου ήταν γεμάτη από bars, μέρη για κάθε λογής φαγητό και τέντες με merchandise των καλλιτεχνών, περιμένοντας τους fans που είχαν αρχίσει να καταφθάνουν από νωρίς το μεσημέρι για να παρακολουθήσουν τη μεγαλύτερη ίσως συναυλία (οι θεατές έφτασαν τους 45.000) που έχουν δώσει οι Monkeys στα οκτώ αυτά χρόνια που δραστηριοποιούνται και οπωσδήποτε ένα μελλοντικό σημείο αναφοράς για την καριέρα τους.
Πριν ανεβούν στη σκηνή τα μεγάλα ονόματα, οι πρωτοεμφανιζόμενοι Royal Blood έπαιξαν για περίπου μισή ώρα και άνοιξαν με ευχάριστο τρόπο τη βραδιά. Πρόκειται για ένα ντουέτο μπάσο-τύμπανα, που πατάει στον ήχο των White Stripes και (κυρίως) των Band Of Skulls και υποστηρίχθηκε εξαρχής από τους Arctic Monkeys. Αν και έχουν κυκλοφορήσει μέχρι στιγμής ελάχιστα πράγματα και ούτε καν στούντιο άλμπουμ, το κοινό ήξερε κάποια από τα τραγούδια τους και η ενέργειά τους σε γενικές γραμμές πέρασε.
Αυτό που δεν περίμενα να δω ήταν η τόσο μαζική απήχηση που είχε ο Miles Kane. Στο Ejekt του 2012 είχαμε διαπιστώσει ότι ο τύπος ξέρει να διασκεδάζει τον κόσμο, αλλά έκτοτε έχει μεσολαβήσει ένας κακός δεύτερος δίσκος που πέρασε και δεν ακούμπησε, οπότε θα περίμενε κανείς ότι το κοινό θα έχει κρυώσει. Αντίθετα, όμως, όταν ανέβηκε στη σκηνή του επεφύλασσε μια θριαμβευτική υποδοχή και δημιουργούσε μικρούς πανικούς σε πολλά από τα κομμάτια που έπαιξε. Αν και η ώρα ήταν απογευματινή και ο ήλιος ακόμα έκαιγε, το performance ήταν ό,τι πιο ζωντανό θα μπορούσε να περιμένει κανείς από support act.
Οι Tame Impala, από την άλλη, μάλλον απογοήτευσαν. Μπορεί να τους σέβομαι απεριόριστα σε μουσικό επίπεδο, αλλά το set τους ήταν πραγματικά κουραστικό. Ήχος άδειος και κακός, live φωνητικά ακόμα χειρότερα (εντάξει, αυτό ξέραμε ότι δεν είναι το δυνατό τους χαρτί), drums απλουστευμένα σε σχέση με τις ηχογραφήσεις, αψυχολόγητη επιλογή κομματιών, κανένας εναρμονισμός με το κλίμα της ημέρας, καμία επαφή με τον κόσμο. Ένα performance άτονο και χωρίς τον παραμικρό αντίκτυπο στο κοινό (με εξαίρεση το "Elephant"), που κατάφερε να ρίξει τα επίπεδα της ενέργειας που είχε χτίσει ο Miles Kane. Το συμπέρασμα που έβγαλα είναι ότι η μουσική που έχει γραφτεί και ηχογραφηθεί από έναν άνθρωπο σε μια κρεβατοκάμαρα είναι πολύ δύσκολο να περάσει σε μια αρένα με 45.000 θεατές. Παραμένουν πάντως αγαπημένη μπάντα για τα headphones μας.
Όταν έφτασε η ώρα να στηθεί η σκηνή για τους Arctic Monkeys, εντύπωση προκάλεσε το γεγονός ότι η ώρα περνούσε και τίποτα δεν στηνόταν. Έπρεπε να μπει η εισαγωγή του "Do I Wanna Know?" για αποκτήσουν νόημα τα πράγματα. Τότε, ολόκληρο το stage άρχισε να περιστρέφεται κατά 180 μοίρες, για να αποκαλύψει τη μπάντα με όλον τον εξοπλισμό, τον εντυπωσιακό φωτισμό και φυσικά τη γνωστή πλέον Amplitude Modulation κυματομορφή, σήμα κατατεθέν του "AM", σπέρνοντας κυριολεκτικά την υστερία στον κόσμο.
Δεν είναι εύκολο να βρεθούν λόγια για να περιγράψουν τον μόνιμο πανζουρλισμό που επικρατούσε από το πρώτο κιόλας τραγούδι μπροστά από τη σκηνή (είχα φροντίσει να βρίσκομαι σχεδόν μπροστά από την μπαριέρα). Το μικρό ηλικιακά κοινό (ένα εύρος από 15 έως 25, με τον μέσο όρο να βρίσκεται μάλλον προς τα κάτω) παραληρούσε, οι συνθήκες ήταν οριακές και οι πιο ευαίσθητοι έφευγαν σηκωτοί ο ένας μετά τον άλλον στους ανθρώπους της παραγωγής μπροστά. Ήταν αλλόκοτο να βλέπεις τόση πιτσιρικαρία και τόσο ευγενείς φυσιογνωμίες να προκαλούν τέτοιο πανικό. Στο "I Bet You Look Good On The Dancefloor", τραγούδι όπου οπωσδήποτε κορυφώθηκε η ένταση, δεν θυμάμαι καν να κοιτάζω τη σκηνή, αλλά να προσπαθώ να κρατηθώ όρθιος και να μην ποδοπατηθώ. Αυτό που σκεφτόμουν κατά τη διάρκεια της συναυλίας είναι ότι τελικά οι Βρετανοί είναι πραγματικά ένθερμοι οπαδοί και ότι αυτό που ζούσα ήταν ίσως ό,τι πλησιέστερο στις συναυλίες των Oasis των '90s.
Οι Arctic Monkeys από την πλευρά τους παρέδωσαν ό,τι πιο επαγγελματικό θα μπορούσε να περιμένει κανείς. Άρτιος ήχος και παίξιμο (αποκορύφωμα ο drummer-μετρονόμος Matt Helders, που κάποια στιγμή θα πρέπει να αρχίζει να εμφανίζεται στις λίστες με τους σπουδαιότερους), με την υποστήριξη βέβαια τριών επιπλέον μουσικών, setlist με 21 κομμάτια από ολόκληρη τη δισκογραφία τους (με έμφαση στο υπερεπιτυχημένο εμπορικά "AM", το οποίο ακούστηκε σχεδόν ολόκληρο) και μια μεγάλη έκπληξη στο encore: ο Alex Turner βγήκε με την κιθάρα του και έπαιξε ένα acoustic version του υπέροχου "A Certain Romance", του περιβόητου, δηλαδή, κομματιού που κλείνει το αριστουργηματικό ντεμπούτο τους και που παίζουν πλέον πάρα πολύ σπάνια στις συναυλίες τους, παρότι θεωρείται από αρκετούς fans (και από εμένα προσωπικά) ό,τι καλύτερο έχουν ηχογραφήσει.
Την επόμενη μέρα, απ' ό,τι μάθαμε, η έκπληξη αυτή αντικαταστάθηκε από μία ισάξια, καθώς ο Turner με τον Miles Kane έπαιξαν το "Standing Next To Me" από τον αγαπημένο δίσκο των Last Shadow Puppets που είχε κυκλοφορήσει το 2008. Δυστυχώς έλειπαν πολλά κλασικά Monkeys κομμάτια (π.χ. "When The Sun Goes Down", "Fake Tales Of San Francisco" και "Teddy Picker"), μιας και η μπάντα επέλεξε να δώσει βάση στο νέο υλικό. Όμως, απ' ότι κατάλαβα από τους ανθρώπους που γνώρισα, το μεγαλύτερο μέρος του νεαρού κοινού τούς έχει αγαπήσει από τις τελευταίες δουλειές τους και ιδιαίτερα από την πρόσφατη εμπορική στροφή που έκαναν, επομένως μάλλον αυτό θα πρέπει να περιμένουμε από εδώ και πέρα.
Για να είμαι ειλικρινής, ήμουν επιφυλακτικός για τη συγκεκριμένη συναυλία. Το νεοαποκτηθέν αλαζονικό star quality του Alex Turner, ο εγωκεντρισμός και ο τεντιμποϊσμός ενός frontman που μοιάζει να πεθαίνει να μπει στην κλάση των μεγάλων και το εντελώς δήθεν rock 'n' roll attitude που πουλάει, πατώντας πάνω στις μεσσιανικές τάσεις του Βρετανικού κοινού που έχει για Βίβλο το NME, ήταν πράγματα που είχαν αρχίσει να με ενοχλούν. Πάντα προτιμούσα και πάντα θα προτιμώ τους παλιούς, αυθεντικά indie Arctic Monkeys, δηλαδή τους ταλαντούχους εφήβους που απαξίωναν τα ψεύτικα είδωλα της μουσικής βιομηχανίας και έγραφαν μουσική χωρίς τις προσδοκίες των σταδίων.
Παρόλα αυτά, αν και τα παραπάνω ήταν όλα έκδηλα στο live, ήταν τέτοιος ο επαγγελματισμός τους και τέτοια η αποθέωση που εισέπραξαν από τον κόσμο, που εκείνη την ώρα δεν μπόρεσα παρά να λυγίσω, να αποδεχτώ το μεγαλείο του Turner και φυσικά να απολαύσω την άψογη συναυλία τους. Στο κάτω κάτω, ήμουν ανάμεσα σε 45.000 κόσμο και είχα μπροστά στα μάτια μου τη μεγαλύτερη rock μπάντα της δεκαετίας, στην πρωτεύουσα της πατρίδας της και στην καλύτερη φάση της καριέρας της.
Do I Wanna Know?
Snap Out Of It
Arabella
Brianstorm
Don't Sit Down Cause I've Moved Your Chair
Dancing Shoes
Library Pictures
Crying Lightning
Why'd You Only Call Me When You're High
Fireside
I Bet You Look Good On The Dancefloor
She's Thunderstorms
Number One Party Anthem
Cornerstone
Knee Socks
Fluorescent Adolescent
505
Encore:
A Certain Romance
One For The Road
I Wanna Be Yours
R U Mine?