Συνέντευξη: Porcupine Tree

Από τον Γιάννη Κοτζιά, 07/09/2010 @ 10:55
Όσο και αν έχεις προετοιμαστεί καλά για μια συνέντευξη, το τελικό αποτέλεσμα πάντα θα εξαρτάται από τη διάθεση του καλλιτέχνη για συζήτηση. Ευτυχώς στην άλλη άκρη του ακουστικού βρισκόταν ο «πολυμήχανος» Steven Wilson, ένας από τους σημαντικότερους μουσικούς της εποχής μας, και αυτό από μόνο του αποτελούσε την καλύτερη εγγύηση για την κουβέντα που θα ακολουθούσε. Με αφορμή τις συναυλίες των Porcupine Tree στην Ελλάδα, μετά από πέντε χρόνια, ο Wilson μας μίλησε, μεταξύ άλλων, για τα τρέχοντα projects του, τη λατρεία του στον άριστο ήχο και τη... σχέση του με τo iPod.



Μόλις επέστρεψες από τις Η.Π.Α., έχοντας τελειώσει μια περιοδεία με τους Porcupine Tree, η οποία περιελάμβανε και τους Coheed & Cambria. Πόσο διαφορετικό βρίσκεις το αμερικανικό κοινό από το ευρωπαϊκό;

Γενικά, το αμερικανικό κοινό είναι πιο μεγάλο ηλικιακά. Οι fans μας εκεί προέρχονται από μεγαλύτερη γενιά μουσικόφιλων, ενώ στην Ευρώπη παίζουμε συνήθως μπροστά σε πιο νεαρό κοινό.

Για αυτό επιλέξατε να περιοδεύσετε με τους Coheed & Cambria στις Η.Π.Α.; Επειδή προσελκύουν κάπως πιο νεαρό κοινό;
Ήταν και αυτός ένας από τους λόγους, μια προσπάθεια να ακουστούμε σε ένα πιο νέο ηλικιακά κοινό και όντως οι συναυλίες μας εκεί είχαν αρκετούς «teenagers». Άλλες φορές όμως το κοινό μας συνήθως αποτελούταν από άτομα στα 30-40 τους, ενώ στην Ευρώπη είναι πιο ευρύ, όπως σου είπα, και έχει και μεγάλο ποσοστό γυναικών.

Που νομίζεις ότι οφείλεται αυτό;
Έχει να κάνει με το ότι το είδος της μουσικής μας δεν εκτίθεται σε σημεία όπου οι νέοι ενημερώνονται για μουσικά θέματα, όπως από το MTV, με αποτέλεσμα στις Η.Π.Α. να μας μαθαίνουν κυρίως παθιασμένοι μουσικόφιλοι μεγαλύτερης ηλικίας.

Λείπουν δηλαδή τα «ερεθίσματα», ώστε κάποιος να δώσει βάση σε ένα progressive rock συγκρότημα...
Δε μπορώ να πω με σιγουριά εάν αυτό έχει να κάνει με την progressive rock μουσική και προσωπικά δεν καλώ και τη μουσική των Porcupine Tree «progressive», προτιμώ να τη βλέπω ως «καλή μουσική». Η μουσική των Porcupine Tree δεν έχει όρια, θεωρώ πως είναι προσβάσιμη και όχι δύσκολη στο να την ευχαριστηθείς και τα τραγούδια μας μπορούν να γοητεύσουν το ίδιο ένα δωδεκάχρονο κοριτσάκι αλλά και έναν πενηντάρη. Η επιτυχία μας στις Η.Π.Α. έγκειται στον τρόπο με τον οποίο η μουσική μας προβάλλεται και στηρίζεται από τα λεγόμενα mainstream μέσα μαζικής ενημέρωσης. Σε χώρες όπου τα mainstream Μ.Μ.Ε. μας στήριξαν, το κοινό μας είναι πολύ ευρύ. Βλέπεις π.χ. ανάμεσα στο κοινό κόσμο με t-shirts διαφόρων συγκροτημάτων, ενώ στις Η.Π.Α. το κοινό μας είναι πιο εξειδικευμένο. Δουλεύουμε πάντως στο να γίνουμε πιο ευρέως γνωστοί εκεί, παίρνοντας μέρος σε festivals, όπως το "Coachella" στην Καλιφόρνια.



Εδώ και κάποιο καιρό δουλεύεις σε ένα project από κοινού με τον Mike Akerfeldt, τους Storm Corrosion. Σε τι στάδιο βρίσκεται η συγκεκριμένη δουλειά;
Αυτήν τη στιγμή δουλεύουμε πάνω στη δημιουργία ενός δίσκου, χωρίς ωστόσο να έχουμε θέσει αυστηρά χρονικά όρια για το πότε θα κυκλοφορήσει κτλ. Έχουμε ήδη δημιουργήσει υλικό διάρκειας 25 λεπτών και είμαι πολύ ενθουσιασμένος με τη διαδικασία. Από εκεί και πέρα και εγώ και ο Mike είμαστε ο καθένας απασχολημένος με το συγκρότημά του και θα βρισκόμαστε όποτε μπορούμε μέχρι να νιώσουμε ότι έχουμε το τελικό μας αποτέλεσμα. Πρόκειται για ένα πολύ πειραματικό project, προσπαθούμε να κάνουμε κάτι που κανείς από τους δύο μας δεν έχει ξανακάνει στο παρελθόν.

Αυτό ακριβώς ετοιμαζόμουν να σε ρωτήσω. Τις προάλλες δηλώσατε πως το κοινό σας δεν πρέπει να περιμένει metal από αυτό το project. Τι έχουμε να περιμένουμε δηλαδή από αυτή τη συνεργασία;
Όντως δε μας ενδιαφέρει να κάνουμε κάτι metal. Θέλουμε να προσφέρουμε κάτι καινούριο. Δε μπορώ να σου εξηγήσω ακριβώς τι κατεύθυνση έχουμε πάρει, εκτός από το ότι και εγώ και ο Mike είμαστε μεγάλοι fans του Scott Walker και μας άρεσε πολύ και το τελευταίο του album, "The Drift". Ελπίζω να σου έδωσα μια μικρή ιδέα τι έχουμε κατά νου. Αυτό που ετοιμάζεται πάντως δε θα έχει καμία σχέση με ό,τι έχετε ακούσει στο παρελθόν από εμάς.

Σε παλαιότερη σου συνέντευξη στο Rocking.gr είχες αναφέρει ότι και ο Mike Portnoy των Dream Theater θα εμπλέκεται στο project σου με τον Mike Akerfeldt. Ισχύει τελικά αυτό;
Θα έλεγα πως μάλλον όχι και ο λόγος που το λέω αυτό έχει να κάνει με το ότι όταν ξεκινήσαμε με τον Mike (Akerfeldt) να δουλεύουμε για αυτό το project, κάποια χρόνια πριν, το είχαμε φανταστεί πιο heavy και τότε όντως είχε νόημα να έχουμε στα drums κάποιον σαν τον Mike Portnoy. Αλλά πλέον με τη μουσική κατεύθυνση που έχει πάρει το project, δε νομίζω πως ταιριάζει ο Portnoy, συν το ότι δεν πιστεύω πως θα του αρέσει αυτή μας η κατεύθυνση. Μέχρι στιγμής να φανταστείς έχουμε κάνει περισσότερη χρήση κρουστών παρά καθ' αυτών drums για το album μας, καθώς δεν είναι μουσική που έχει ανάγκη απαραιτήτως έναν rock/metal drummer. Αυτό βεβαίως δεν αποκλείει ότι ίσως συνεργαστούμε με τον Portnoy για κάτι στο μέλλον.



Μπορείς να μου αποκαλύψεις εάν θα έχετε κάποιον special guest στο συγκεκριμένο project ή είναι νωρίς ακόμα ώστε να γίνεται λόγος για κάτι τέτοιο;
Προς το παρόν συνεχίζουμε την δουλειά εγώ και ο Mike και όταν θα έχουμε φτάσει σε ένα συγκεκριμένο σημείο, τότε θα σκεφτούμε κάτι τέτοιο. Πιστεύω πάντως πως μάλλον δε θα έχουμε κάποιον special guest. Δε θέλω να κάνω έναν δίσκο ο οποίος θα φέρει τελικά την ταμπέλα του «supergroup» με πολλούς guests. Δεν είναι εκεί το νόημα, αλλά στο πως θα κάνουμε κάτι δυνατό, κάτι ξεχωριστό, κάτι πειραματικό οι δυο μας. Μην το αποκλείω πάντως εντελώς το ενδεχόμενο, αλλά μέχρι στιγμής δε μας έχει περάσει καν κάτι τέτοιο από το μυαλό, όπως σου είπα.

Ας πάμε σε θέματα παραγωγής. Προσφάτως έκανες την παραγωγή για τον καινούριο δίσκο των Anathema, “We 're Here Because We 're Here”. To ίδιο το συγκρότημα, μάλιστα, δήλωσε πως ήσουν ο κατάλληλος άνθρωπος στην κατάλληλη θέση. Φαίνεται λοιπόν να λατρεύεις το ρόλο του παραγωγού. Δέχεσαι να δουλέψεις με οποιοδήποτε υλικό σου δώσει κάποιο συγκρότημα ή θες να έχεις αξιόλογα πράγματα στα χέρια σου για να δεχθείς τη θέση;
Επιλέγω να δουλεύω και θα δουλεύω με υλικό που πραγματικά μου αρέσει. Για κάτι που δε θα μου αρέσει, δε θα έχω και τη δυνατότητα να του κάνω παραγωγή. Υπάρχουν φυσικά πολλοί παραγωγοί οι οποίοι δουλεύουν σε υλικό που δεν είναι τόσο του γούστου τους, ώστε να βγάλουν λεφτά και να προωθήσουν την καριέρα τους, αλλά προσωπικά δε με ενδιαφέρει κάτι τέτοιο. Δεν έχω κάνει και πολλά βεβαίως σε θέμα παραγωγής και μίξης, όμως ό,τι έχω κάνει με καλλιτέχνες όπως την Anja Garbarek, τους King Crimson, τους Anathema, τους Opeth, τους Orphaned Land ήταν υλικό που πραγματικά μου άρεσε. Ο θαυμασμός που τρέφω για αυτούς ήταν το μεγαλύτερο κίνητρό μου να δουλέψω μαζί τους, ακόμα και να μάθω δίπλα τους. Οπότε εάν κάτι δε με εμπνέει, δεν υπάρχει περίπτωση να ασχοληθώ μαζί του σε επίπεδο παραγωγής. Είμαι περήφανος για τη δουλεία μου ως παραγωγός και μιας και μου ανέφερες τον τελευταίο δίσκο των Anathema, τον θεωρώ ως τον καλύτερο δίσκο της καριέρας τους και όχι επειδή τον έκανα παραγωγή εγώ. Δούλεψαν σχεδόν 5-6 χρόνια για αυτό το album και πραγματικά έβγαλαν κάτι πάρα πολύ καλό.

Η συνεργασία σου με τους King Crimson αφορά στο μιξάρισμα της δισκογραφίας τους ώστε αυτή να επανακυκλοφορήσει με surround ήχο. Γενικά έχεις μια μεγάλη συμπάθεια στον surround ήχο.
Ναι, ισχύει, ο surround ήχος είναι μεγάλη μου αδυναμία, μ' αρέσει πολύ να ακούω μουσική και να παράγω δουλειές σε surround.



Και όχι μόνο συμπαθείς αφάνταστα τον surround ήχο, αλλά διάβασα τις προάλλες πως στην ταινία/ντοκιμαντέρ του “Insurgentes”, που πρόκειται να κυκλοφορήσει σύντομα,  καταστρέφεις iPods ως αντίδραση για τον ήχο που έχουν τα mp3s, εκφράζοντας παράλληλα την απορία σου για το πως οι άνθρωποι ακούνε μουσική από mp3s.
Τα mp3s, κακά τα ψέματα, είναι βολικά. Μπορείς να τα ακούς παντού, στο λεωφορείο, ενώ κάνεις γυμναστική, αλλά η ποιότητά τους είναι αισχρή. Από την άλλη πλευρά, ο 5.1 surround ήχος είναι αποθεωτικός αλλά και άβολος, καθώς χρειάζεσαι ολόκληρη ηχητική εγκατάσταση, σωστά εγκατεστημένη, για να τον απολαύσεις. Ο διαχωρισμός είναι σαφέστατος όπως βλέπεις: άνεση εις βάρος της ποιότητας και αντιστρόφως. Το πρόβλημα είναι ότι εκατομμύρια κόσμου πλέον ακούνε μουσική μόνο από mp3 συσκευές και αγνοούν τον καθαρό, κρυστάλλινο ήχο του surround. Από την πλευρά μου, αυτό που προσπαθώ να κάνω είναι να προωθήσω την ιδέα της ηχητικής τελειότητας και να δείξω στον κόσμο τι χάνει όταν ακούει mp3s. Ειδικά οι νεότεροι σε ηλικία αγνοούνε παντελώς τη μαγεία του καλού ήχου και λογικό είναι, αφού έχουν μεγαλώσει με ένα iPod στα αυτιά και κατεβάζοντας μουσική. Για να στο θέσω διαφορετικά, είναι σα να παίρνεις έναν εξαιρετικό πίνακα ζωγραφικής και να τον περιορίζεις σε ένα αρχείο jpeg ή να τον φωτοτυπείς. Το mp3 είναι μια «φτωχή» φωτοτυπία ενός τραγουδιού, ενός masterpiece. Δε μπορώ π.χ. να διανοηθώ να ακούσω το "Dark Side Of The Moon" από mp3 player.

Και έτσι φτάνεις στο σημείο να «κακοποιείς» iPods!
Η σκηνή που καταστρέφω τα iPods φαίνεται αστεία, καθώς χρησιμοποιώ διάφορους τρόπους. Άλλο το πυροβολώ, άλλο το πατάω, άλλο το σπάω με σφυρί, άλλο το καταστρέφω με φλόγα. Αλλά όσο αστεία και να είναι η σκηνή, ο σκοπός της είναι να κάνει τον κόσμο να σκεφτεί σοβαρά το θέμα που θέλω να θέσω.

Μπορείς να μου μιλήσεις περισσότερο για τη συγκεκριμένη ταινία/ντοκιμαντέρ του “Insurgentes”; Τι σκοπό έχει;
Είναι βασικά η διαδικασία δημιουργίας του πρώτου μου solo album με τον ομώνυμο τίτλο, με μία διαφορετική ματιά απ' ότι ένα τυπικό «making of...» ντοκιμαντέρ.  Το "Insurgentes" το έγραψα ταξιδεύοντας σε όλο τον κόσμο. Πήγα στο Μεξικό, πήγα στην Ιαπωνία, στη Σκανδιναβία, στο Ισραήλ, γύρισα ξανά στις Η.Π.Α. και ταυτόχρονα μαγνητοσκοπούσαμε. Είναι μια road trip ταινία. Γνωρίσαμε κόσμο, είδαμε διαφορετικά μέρη, βιώσαμε διαφορετικούς πολιτισμούς. Θέλω να δείξω με αυτή την ταινία πώς είναι να είσαι μουσικός στον 21ο αιώνα, όπου ο κόσμος δεν αγοράζει πια cds, όπου η ποιότητα του ήχου θυσιάζεται για την άνεση, όπου το artwork ενός album δεν παίζει πια ρόλο και shows όπως το "American Idol" έχουν πιο πολύ κύρος από σπουδαίες rock μπάντες. Τέτοια θέματα τα συζητάμε και με άλλους μουσικούς και παραγωγούς. Κάτι άλλο που κάναμε στην ταινία ήταν να εντάξουμε σουρεαλιστικά στοιχεία. Είμαι μεγάλος fan σουρεαλιστικών ταινιών και σκηνοθετών, όπως ο David Lynch. Είναι μια ταινία που μπορεί να σταθεί ως κινηματογραφική, δηλαδή δεν είναι ένα «στεγνό» ντοκιμαντέρ για το πώς περάσαμε μια τυπική μέρα στο studio.



Μιλώντας για ταινίες, να σε ρωτήσω εάν σου έχουν προτείνει ποτέ να συνθέσεις μουσική για ταινία. Σε ενδιαφέρει το συγκεκριμένο ενδεχόμενο;
Δε μου το έχουν προτείνει ποτέ και είναι κάτι που πολύ θα ήθελα να κάνω κάποια στιγμή. Μου αρέσει πολύ ο κινηματογράφος, αλλά το να μπεις στο χώρο των soundtracks είναι δύσκολο. Η ιδέα του να συνθέσει κάποιος solo καλλιτέχνης μουσική για ταινία δεν είναι τόσο δημοφιλής πλέον, καθώς τα περισσότερα soundtracks είναι πλέον σα συλλογές. Ένα τραγούδι από The Doors, ένα από Nine Inch Nails, ένα από αλλού και έτοιμο το soundtrack. Από την άλλη πλευρά, όταν θέλουν έναν καλλιτέχνη να γράψει μουσική για μια ταινία, συνήθως θα προτιμήσουν κάποιον έμπειρο του χώρου, όπως τον John Williams, τον Hans Zimmer. Ένα από τα αγαπημένα μου soundtracks πάντως είναι αυτό της ταινίας "The Virgin Suicides", το οποίο έχουν επιμεληθεί οι Air. Πάντως, εάν η μουσική βιομηχανία είναι σκληρή μία φορά, η κινηματογραφική βιομηχανία είναι δέκα φορές πιο σκληρή και δύσκολη στο να μπεις και να αναδειχθείς εκεί. Είμαι αισιόδοξος πάντως πως θα το επιχειρήσω και αυτό κάποια στιγμή στην καριέρα μου.

Και το "In Absentia" και το "Fear Of A Blank Planet" και το "The Incident" είναι albums με έντονο το concept στοιχείο. Όταν ξεκινάς τη διαδικασία σύνθεσης κάποιου album πάντα έχεις στο μυαλό σου μια κεντρική ιδέα στην οποία θα «πατήσεις» πάνω ή σου βγαίνει στην πορεία αυτό;
Μου αρέσει να έχω μια κεντρική ιδέα και να δουλεύω με αυτήν, να με εμπνέει. Συνήθως αυτές οι ιδέες μου έρχονται στην αρχή της συνθετικής διαδικασίας, αλλά με το "The Incident" αρχικά δεν είχα κάποιο συγκεκριμένο concept υπ' όψιν, προέκυψε στην πορεία τελικά. Βασικά, το "In Absentia" δεν είχα καν σκοπό να είναι concept album, αλλά κατέληξε να έχει μια κεντρική ιδέα. Στο "Fear Of A Blank Planet", όμως, είχα από την αρχή μια συγκεκριμένη άποψη για το που θέλω να κινηθεί θεματικά το album. Πάντως το να φτιάχνω concept albums δεν είναι απαραίτητα η μεγάλη φιλοδοξία και σκοπός μου, αλλά κάτι που βγαίνει από μέσα μου ανεπαίσθητα και φυσικά καθώς συνθέτω. Ίσως έχει να κάνει με τα μουσικά ερεθίσματα με τα οποία μεγάλωσα, κάτι που πλέον έχει περαστεί στο DNA μου και με χαρακτηρίζει ως μουσικό.



Εκτός από τους Porcupine Tree,  ασχολείσαι με τη solo καριέρα σου, τους No-Man, τους Blackfield, το project με τον Akerfeldt που συζητήσαμε κτλ. Έχεις όντως τόσες πολλές ιδέες ως καλλιτέχνης ή προκαλείς τα συνθετικά σου όρια ώστε να αντεπεξέλθεις σε όλα τα projects σου;
Δε νιώθω να πιέζω τον εαυτό μου για όλα αυτά. Είναι το πρώτο πράγμα που είπες, ότι δηλαδή έχω αρκετές ιδέες που θέλω να τις μετουσιώνω σε μουσική. Μου αρέσει να γράφω μουσική διαφόρων ειδών, καθώς και να συνεργάζομαι με άλλους μουσικούς. Είναι μεγάλη μου χαρά να συνεργάζομαι με τον Tim Bowness και με τον Aviv Geffen, ο οποίος γράφει καταπληκτικά τραγούδια για τους Blackfield. Επίσης, μεγάλη σημασία δίνω πλέον και στη solo καριέρα μου, καθώς μετά το "Insurgentes" ετοιμάζω και νέο album. Μου πήρε σχεδόν είκοσι χρόνια να φτάσω στο σημείο να νιώσω έτοιμος να κυκλοφορήσω έναν δίσκο κάτω από το δικό μου όνομα. Η solo καριέρα μου πάντως είναι το πεδίο που θα μπορέσω να χωρέσω οτιδήποτε αγαπάω στη μουσική: progressive, psychedelic, μπαλάντες, trip-hop, industrial και είμαι περήφανος που στο "Insurgentes" κατάφερα και συνδύασα πολλά από αυτά. Είναι ένας 100% Steven Wilson δίσκος. Εάν όλα τα projects μου είναι μέρη της προσωπικότητας μου, το solo album είναι η όλη εικόνα της. Στην τελική, για να απαντήσω ξεκάθαρα στην ερώτησή σου, μου αρέσουν τόσα πράγματα στη μουσική, που με κάνουν να δουλεύω τόσο πολύ. Δε μου φαίνεται καν δουλειά αυτό που κάνω βασικά, καθώς με γεμίζει με ευχαρίστηση. Είναι τιμή μου και προνόμιο να συνθέτω μουσική και δε θέλω να χάνω ευκαιρία να εκφράζω τις ιδέες μου.

Σε μια συνέντευξη που είχα πάρει από τον Aviv Geffen πριν δύο χρόνια, μου είχε πει πως οι Blackfield θα κάνουν και τρίτο album. Μπορείς να μου το επιβεβαιώσεις και εσύ αυτό;
Ναι, μπορώ. Αυτή τη στιγμή δουλεύω νέο υλικό για τους Blackfield και...

...Συγνώμη που σε διακόπτω, αλλά αν δεν κάνω λάθος είναι το τρίτο project που μου αναφέρεις πως δουλεύεις αυτή την εποχή. Είναι η συνεργασία σου με τον Akerfeldt, το νέο solo album σου και το προαναφερθέν για τους Blackfield. Σωστά;
Ναι, σωστά, αυτά με απασχολούν αυτή την εποχή. Όσον αφορά τους Blackfield που με ρώτησες, ο Aviv μέχρι στιγμής έχει γράψει τα περισσότερα κομμάτια και την επόμενη χρονιά, εκτός απρόοπτου, θα κυκλοφορήσει ο δίσκος. Μετά τον τρίτο δίσκο των Blackfield θα ακολουθήσει το νέο προσωπικό μου album και τέλος το προϊόν της συνεργασίας μου με τον Mike (Akerfeldt).



Ας αλλάξουμε θέμα. Θα ήθελα να σε ρωτήσω για τα setlists των Porcupine Tree. Παρατήρησα ότι κάθε βράδυ στις Η.Π.Α. έπαιζες σχεδόν το ίδιο setlist, το οποίο αποτελούταν κυρίως από κομμάτια της πιο πρόσφατης δισκογραφίας των Porcupine Tree. Για ποιόν λόγο έχεις καταλήξει σε αυτές τις επιλογές;
Με τους Porcupine Tree συνθέτω μουσική σχεδόν είκοσι χρόνια. Από τότε, η μουσική έχει αλλάξει και ο ίδιος έχω αλλάξει επίσης. Η μουσική μου αντικατοπτρίζει τις αλλαγές που μου συμβαίνουν. Οι πρώτοι τρεις δίσκοι των Porcupine Tree, για παράδειγμα, αντικατοπτρίζουν το πώς ένιωθα και το ποιος ήμουν τότε, στις αρχές της δεκαετίας του '90. Εάν με ρωτήσεις για ποια δουλειά μου είμαι περήφανος, θα σου πω για αυτήν που εργάζομαι την κάθε φορά. Οπότε όταν σκεφτόμαστε το πώς θα κινηθεί το setlist των Porcupine Tree, καταλήγουμε σε αυτά τα κομμάτια που τη δεδομένη στιγμή μας κάνουν να νιώθουμε ως μπάντα περήφανοι και αυτά είναι οι πιο πρόσφατες δουλειές μας. Ρίχνοντας μια ματιά στο παρελθόν, στα πρώτα μας albums, νιώθω μερικές φορές να μη μου αρέσουν τόσο πλέον, αλλά αυτό δε σημαίνει πως δε νιώθω περήφανος και για αυτά. Τα γούστα μου έχουν αλλάξει πλέον και οι πιο πρόσφατοι δίσκοι μας εκφράζουν αυτό ακριβώς, το πώς θέλουμε να παίζουμε πλέον δηλαδή. Οπότε σε κάποιον που έρχεται στις συναυλίες μας θα παίξουμε τα πιο πρόσφατα κομμάτια μας, γιατί πολύ απλά αυτά μας εκφράζουν, όπως σου είπα. Επιπλέον, δεν είμαστε και σαν τους U2 που έχουν ένα σωρό hits που πρέπει να παίξουν στις συναυλίες τους. Εμείς δεν έχουμε hits, δεν έχει νόημα να πούμε κομμάτια που ηχογραφήσαμε είκοσι χρόνια πριν. Επίσης, μεγάλο ποσοστό του κοινού μας έμαθε από το "In Absentia" και μετά, οπότε περιμένει να ακούσει κάτι από την πιο πρόσφατη εποχή μας.

Υπάρχουν όμως και fans που λάτρεψαν το "Signify", για παράδειγμα, και παραμένουν «προσκολλημένοι» στα παλαιότερα σας album.
Το αναγνωρίζω απολύτως αυτό. Για αυτό το λόγο θα δώσουμε δύο special συναυλίες σε Νέα Υόρκη και Λονδίνο, στις οποίες το setlist θα βασιστεί κυρίως σε παλαιό μας υλικό, σαν ένα δωράκι σε αυτούς τους fans. Αλλά δε θα το κάνουμε και πολύ συχνά αυτό.

Oι ίδιοι fans «παραπονιούνται» ότι και τα δύο dvds των Porcupine Tree, "Arriving Somewhere..." και "Anesthetize", είναι από το 2005 και 2008 αντίστοιχα. Είχατε μαγνητοσκοπήσει κάποιο show στη δεκαετία του '90 που ενδεχομένως θα κυκλοφορήσετε μελλοντικά σε dvd;
Όχι, δεν έχουμε τίποτα επαγγελματικά μαγνητοσκοπημένο από εκείνη την εποχή. Πλέον είναι αρκετά φτηνό και εύκολο να μαγνητοσκοπήσεις μια συναυλία σου, αλλά τότε δεν ήταν και το πιο απλό πράγμα.

Τέλος, τι να περιμένουν οι Έλληνες fans των Porcupine Tree στις δύο συναυλίες που έχετε προγραμματίσει σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη;
Επειδή έχουμε να παίξουμε καιρό στην Ελλάδα, θα προσπαθήσουμε να κάνουμε κάτι διαφορετικό στο θέμα του setlist. Ίσως παίξουμε και παλαιότερα μας κομμάτια, καθώς ξέρουμε ότι υπάρχει κόσμος που μας ακολουθεί πολλά χρόνια εδώ στην Ελλάδα, από την εποχή του "Signify" σχεδόν. Την ημέρα της συναυλίας βασικά θα αποφασίσουμε τι θα παίξουμε ακριβώς.

Σε ευχαριστώ πολύ Steven για την κουβέντα που είχαμε. Σε περιμένουμε στην Ελλάδα! Καλή συνεχεία.
Να 'σαι καλά, εύχομαι να ευχαριστηθείτε τις συναυλίες μας!

Γιάννης Κοτζιάς
  • SHARE
  • TWEET