«A Buyer's Guide»: Royal Hunt

Δισκογραφικός οδηγός για έναν από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του μελωδικού progressive ήχου

Από τον Σπύρο Κούκα, 18/04/2018 @ 11:36

Έχοντας διαγράψει μια σπουδαία πορεία μέσα στα χρόνια που δραστηριοποιούνται, έχοντας καταφέρει να εδραιώσουν το όνομα τους ως μια από τις πιο συνεπείς μπάντες του μελωδικού prog/power σιναφιού, οι Royal Hunt δικαίως θεωρούνται ως ένα από τα σημαντικότερα συγκροτήματα που έχει προσφέρει η Δανία στον ευρύτερο σκληρό ήχο.

Όντας ουσιαστικά το δημιουργικό όχημα του συνθέτη και πολυοργανίστα Andre Andersen, το σχήμα ξεκίνησε το ταξίδι του στη δισκογραφία με το άγουρο "Land Of Broken Hearts" το 1992, με την συνθετική ωρίμανση του mainman του και την προσθήκη του D.C. Cooper το 1995 να αλλάζουν προς το καλύτερο τις καλλιτεχνικές (κι εμπορικές) του τύχες.

Η αποχώρηση του τελευταίου λίγο μετά το κορυφαίο άλμπουμ της δισκογραφίας τους, του θεόπνευστου "Paradox", θα προκαλέσει τριγμούς στα ενδότερα τους, με την προσθήκη του John West, πάντως, για να καλυφθεί η κενή θέση πίσω από το μικρόφωνο, να προσφέρει τρεις υπέροχους (κι έναν αρκετά μέτριο) δίσκους, σε διαφοροποιημένο ύφος με τα '90s πεπραγμένα τους.

Με τον West να αποχωρεί στα μέσα των '00s, το δεύτερο μέρος του "Paradox" θα βρει τον Mark Boals να προσφέρει τις εξαίσιες φωνητικές υπηρεσίες του, γεγονός που συνεχίστηκε και στο επόμενο, "X", άλμπουμ της μπάντας. Ο καιρός, ωστόσο, για το πολυπόθητο reunion με τον D.C. Cooper (ο οποίος, στα χρόνια του εκτός των Royal Hunt, είχε αποτύχει να κάνει κάποια σημαντική αίσθηση με τους Silent Force, ενώ και το - προσωπικά, ιδιαίτερα αρεστό - άλμπουμ των Amaran’s Plight πήγε «άπατο») είχε φθάσει, δίνοντας μας στις αρχές της τρέχουσας δεκαετίας το δυνατό "Show Me How To Live", στο γνωστό πομπώδες ύφος της, και συνεχίζοντας μέχρι και τις μέρες μας να δισκογραφεί, με πιο πρόσφατο δείγμα το ενδιαφέρον "Cast In Stone".

Έτσι, με αφορμή το προαναφερθέν φετινό τους πόνημα και την επικείμενη ζωντανή τους εμφάνιση στη χώρα μας, βρήκαμε την ιδανική ευκαιρία για μια αναλυτική παρουσίαση της εκτενούς και ποιοτικότατης δισκογραφίας τους, εξετάζοντας καλύτερα κάθε περίοδο της πολυετούς τους καριέρας στον χώρο.

 
Moving Target

Moving Target
(Kick Music, 1995)

Οι Royal Hunt θεωρούνταν ήδη μια ανερχόμενη μπάντα του μελωδικού progressive χώρου πριν την δημιουργία του “Moving Target”, έχοντας προλάβει να κυκλοφορήσουν δύο άλμπουμ και να αρχίσουν να χαρακτηρίζονται για το πομπώδες ύφος της μουσικής τους. Ωστόσο, αυτό που ακολούθησε την αντικατάσταση του Henrik Brockmann και την επιλογή του άγνωστου τότε D.C. Cooper για να καλύψει τα φωνητικά καθήκοντα μπορεί να χαρακτηριστεί ως μια μικρή μουσική αποκάλυψη, όντας το αδιαμφισβήτητο turning point στην πορεία της μπάντας προς την καθιέρωση. Συγχρόνως με το εκπληκτικό μουσικό περιεχόμενο του δίσκου, το οποίο κατάφερνε να συγκεράσει μαεστρικά το πομπώδες και μεγαλοπρεπές του συμφωνικού ήχου με το προσβάσιμο του μελωδικού hard rock και το εκλεπτυσμένο του prog, ερχόμαστε αντιμέτωποι με μια από τις πιο ολοκληρωμένες κι επιβλητικές φωνές που εμφανίστηκαν στα ‘90s, με ιδεατά γεμάτες χαμηλές συχνότητες και καίριες υψίσυχνες τοποθετήσεις όταν το απαιτούσε η σύνθεση.

Paradox

Paradox
(Semaphore, 1997)

Τα ίδια κι ακόμη σπουδαιότερα με τα όσα αναφέρθηκαν προηγουμένως για το "Moving Target", ισχύουν για το "Paradox", τον, κατά γενική ομολογία, αρτιότερο δίσκο που κυκλοφόρησε υπό την Royal Hunt σφραγίδα. Έχοντας ένα πολύ ενδιαφέρον concept το οποίο πραγματεύεται τη σχέση του ανθρώπου με τα θεία, το άλμπουμ κυριαρχείται από τα πομπώδη νεοκλασσικά πλήκτρα του mastermind Andre Andersen, δίνοντας το ιδανικό μουσικό υπόβαθρο για τις over the top ερμηνείες του D.C. Cooper. Ωστόσο, η συμμετοχή των υπολοίπων μελών της «κλασσικής» σύνθεσης της μπάντας κάθε άλλο παρά δευτερευούσης σημασίας είναι, μιας και τόσο οι κιθάρες του Jacob Kjaer, με το στακάτο ρυθμικό τους παίξιμο και τα καλομελετημένα μελωδικά τους solo, όσο και το στιβαρό rhythm section των Mogensen και Sorensen (που θα δημιουργούσαν κατόπιν τους αδίκως ξεχασμένους Cornerstone) συμβάλουν με τον τρόπο τους στη δημιουργία μιας από τις καλύτερες κυκλοφορίες που μας κληροδότησαν τα ποικιλόμορφα '90s.

 

Fear

Fear
(Steamhammer, 1999)

Έχοντας κυκλοφορήσει δύο εκ των κορυφαίων δίσκων στην καριέρα τους, οι Royal Hunt θα βίωναν μια μεγάλη μουσική απώλεια με τη φυγή του D.C. Cooper το 1998, μιας και ο Αμερικάνος ερμηνευτής είχε αναδειχθεί στα χρόνια του στη μπάντα ως μια από τις λαμπρότερες φωνές του μελωδικού progressive χώρου. Γεγονός, όμως, είναι, πως όσο σπουδαίος μπορεί να κριθεί ως συνθέτης και mainman ο Andre Andersen, εξίσου διαλεχτές μπορούν να χαρακτηριστούν και οι επιλογές συνεργατών του, βρίσκοντας στην προκειμένη έναν καθ’ όλα άξιο αντικαταστάτη του Cooper στο πρόσωπο του John West (των Artension). Συνεχίζοντας, έτσι, την εξέλιξη του συμφωνικού ήχου που είχαν εδραιώσει τα "Moving Target" και "Paradox" ανάμεσα στους αρτιότερους δίσκους των '90s, το "Fear" στην πραγματικότητα δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από εκείνα, αρχίζοντας με τον ιδανικότερο τρόπο το νέο, τότε, κεφάλαιο (με σαφείς υπόνοιες σχετικά, λόγω της ομοιότητας του εξωφύλλου με εκείνο του ντεμπούτου "Land Of Broken Hearts") στην πορεία της μπάντας και φέρνοντας πιο κοντά τον Malmsteen με τους Europe και τους Rainbow με τους '90s Fates Warning.

Paradox II: Collision Curse

Paradox II: Collision Curse
(Frontiers, 2008)

Μπορεί η αποχώρηση του John West από το σχήμα να έμοιαζε ως ένα σημαντικό πλήγμα, ωστόσο η επιστράτευση του εξαιρετικού Mark Boals (Ring Of Fire, ex-Yngwie Malmsteen μεταξύ άλλων) και η συνέχεια του "Paradox" concept αντέστρεφαν μεμιάς το κλίμα υπέρ των (ας πούμε) Δανών. Έτσι, πέραν της στιχουργικής θεματικής και των έξυπνων μουσικών παραπομπών (με guest συμμετοχές στα backing vocals των Ian Parry, Doogie White, αλλά και του τραγουδιστή των δύο πρώτων δίσκων, Henrik Brockmann), οι οποίες ακολουθούσαν τη λογική του πρώτου μέρους, το "Collision Curse" βρίσκει τη μπάντα στην καλύτερη φόρμα της την τελευταία δεκαπενταετία, να δημιουργεί ένα δίσκο που διατηρεί αμείωτο το ενδιαφέρον από την αρχή μέχρι το τέλος του. Οι καλοσμιλεμένες μελωδικές γραμμές κυριαρχούν, οι ενορχηστρώσεις κρίνονται σεμιναριακές ενώ ο Boals συμβάλει καθοριστικά με την επιβλητική του φωνάρα στο τελικό αποτέλεσμα, εντάσσοντας το άλμπουμ στα λίγα εκείνα sequel που κοιτάζουν - σχεδόν - στα μάτια τους προκατόχους τους.

 
The Mission

The Mission
(Frontiers, 2001)

Εμπνευσμένο στιχουργικά από το βιβλίο του Ray Bradbury, «Τα Χρονικά Του Άρη» (αυθεντικός τίτλος: "The Martian Chronicles"), το έκτο άλμπουμ των (ακόμη ως επί το πλείστον) Δανών στέκεται μεταξύ των κυκλοφοριών που ξεχωρίζουν στη συνολική τους δισκογραφία, τόσο λόγω της δεδομένης ποιότητας του, όσο και για το ελαφρώς διαφοροποιημένο πρόσωπο που εμφανίζει σε σχέση με τα όσα μας είχαν παρουσιάσει μέχρι τότε. Προφανώς, το συνθετικό μοτίβο του κύριου συνθέτη Andre Andersen συνέχιζε να αντλεί έμπνευση από τις ίδιες επιρροές με πριν, διατηρώντας τη neoclassical-meets-pomp-meets-prog αισθητική του, μα η μεγαλύτερη συμμετοχή του West στη δημιουργική διαδικασία φαίνεται πως άλλαξε ελαφρώς την ηχητική κατεύθυνση της μπάντας. Όπως και να ‘χει, πάντως, το "The Mission" μπορεί να χαρακτηριστεί και ως ένα παραγνωρισμένο άλμπουμ της Royal Hunt δισκογραφίας, όντας από εκείνους τους δίσκους που μνημονεύονται σχεδόν πάντα έπειτα από τα αριστουργήματα μιας μπάντας και ουσιαστικά καθορίζουν πόσο αξιόλογο είναι το συνολικό της έργο.

Eyewitness

Eyewitness
(Frontiers, 2003)

Το τελευταίο Royal Hunt άλμπουμ με παρόντα και τα τρία μέλη του «κλασσικού» πυρήνα των Andersen/Mogensen/Kjaer είναι και το τελευταίο της West περιόδου του σχήματος που αξίζει πραγματικά να ακούσει κάποιος. Με κεντρικό στιχουργικό θέμα την επίδραση των μέσων μαζικής ενημέρωσης στην κοινή γνώμη, μια θεματολογία πάντα επίκαιρη (πόσο μάλλον στις μέρες μας), και μια ροπή σε λίγο πιο σκληρά, μεταλλικά μονοπάτια, το "Eyewitness" φαντάζει σαν να έχει την καρδιά του δοσμένη στα μελωδικά '80s (δες και το χαρακτηριστικό του εξώφυλλο) και το νου του στο prog των '90s και το heaviness των '00s. Διόλου κακός συνδυασμός, αν θέλετε τη γνώμη μου, ειδικά με τον τρόπο που επιτυγχάνεται εδώ, χάρη στο υψηλότατο εκτελεστικό κι ερμηνευτικό (με τον West να παραδίδει μερικές από τις καλύτερες ερμηνείες του) επίπεδο των συντελεστών του.

 

Show Me How To Live

Show Me How To Live
(Frontiers, 2011)

Με την επανασύνδεση της μπάντας με τον D.C. Cooper να αποτελεί λαϊκή απαίτηση, το 2011 θα πραγματοποιηθεί το πολυπόθητο reunion με τον Αμερικάνο τραγουδιστή και οι σκέψεις για νέο άλμπουμ θα υλοποιηθούν με το "Show Me How To Live". Εκείνο, ουσιαστικά θα εκπληρώνει τις προσδοκίες που υπήρχαν, αφού παρουσιάζει το σχήμα να επιστρέφει στον κλασσικό ‘90s ήχο του, με τις πομπώδεις νεοκλασσικές εμπνεύσεις του Andersen, κάπου ανάμεσα στο prog και το power, και τα εντυπωσιακά, αναλλοίωτα από το χρόνο φωνητικά του Cooper να πρωτοστατούν. Ακόμη, λοιπόν, κι αν σαν σύνολο το άλμπουμ παρουσιάζει μια ανισότητα ανάμεσα στις αξιομνημόνευτες στιγμές και σε εκείνες που απλά μνημονεύουν τα περασμένα μεγαλεία, εν τέλει, και χάρη στις τέσσερις κορυφές του (ομότιτλο, "Another Man Down", "Hard Rain's Coming" και το instant hit "Half Past Loneliness") το "Show Me How To Live" στέκεται ως ένα σημείο αναφοράς στην πορεία τριών δεκαετιών που έχει διαγράψει μέχρι στιγμής η μπάντα. 

 

 
Land Of Broken Hearts

Land Of Broken Hearts
(X-treme, 1992)

Το άλμπουμ απ’ όπου ξεκίνησαν όλα. Με κάτι παραπάνω από 25 χρόνια να έχουν περάσει από την κυκλοφορία του "Land Of Broken Hearts" και με τη σύνθεση της μπάντας να έχει μονάχα τον Andre Andersen να θυμίζει εκείνες τις πρώιμες ημέρες, το ντεμπούτο των Royal Hunt φανερώνει από τις πρώτες του νότες το χρόνο που έχει περάσει από πάνω του. Έτσι, το ακόμη άγουρο συνθετικό ύφος του Andersen φανερώνει έντονα τις κυρίαρχες επιρροές του, με την αγάπη του για τους Rainbow, τους Europe και τον Yngwie Malmsteen να μην μπορεί να κρυφτεί, τον Henrik Brockmann να προσφέρει φιλότιμες ερμηνείες (αλλά να μην τίθεται καν θέμα σύγκρισης με τους κατά πολύ ανώτερους φωνητικά διαδόχους του) και το άλμπουμ συνολικά να αποπνέει μια ευχάριστα νοσταλγική αίσθηση, όντας ένα απόλυτα αντιπροσωπευτικό δείγμα της εποχής απ’ όπου προέρχεται. 

 
Paper Blood

Paper Blood
(Frontiers, 2005)

Είναι δυστυχές το γεγονός πως η περίοδος του John West στους Royal Hunt ολοκληρώθηκε με το συγκεκριμένο δίσκο, μιας και το "Paper Blood" όχι μόνο δεν φτάνει ποιοτικά ότι προηγήθηκε και ακολούθησε αυτού, αλλά φαντάζει και ό,τι πιο «ξένο» στον ήχο και το όραμα της μπάντας. Ουσιαστικά, το πρόβλημα του δίσκου δεν είναι τόσο το σχετικά αδύναμο songwriting, συγκριτικά πάντα με το υπόλοιπο της δισκογραφίας τους, αλλά η στροφή που πραγματοποιεί σε ξεκάθαρα power metal μονοπάτια, με άσκοπη «δικασίλα» και θυμίζοντας ανά στιγμές κάποιον από τους πολλούς Stratovarius κλώνους που είχαν κατακλύσει τη μελωδική metal σκηνή πίσω στα mid ‘00s. Και όσο κι αν, προσωπικά, ένα μεγάλο μέρος των ακουσμάτων μου προέρχεται κι από αυτό το ιδίωμα, δεν μπορώ να δεχθώ μια τέτοια μεταστροφή από ένα σχήμα που μπορούσε και είχε δείξει πολλά περισσότερα, ακόμη και σε αντίστοιχα περίπου μονοπάτια.

 
1996

1996
(Steamhammer, 1996)

Στην καλύτερη φάση της καριέρας τους, όντας στην περιοδεία προώθησης του "Moving Target" και λίγο πριν φτάσουν στο δισκογραφικό τους peak με το "Paradox", οι Royal Hunt ηχογράφησαν τις εμφανίσεις του σε Tokyo και Osaka και μας προσέφεραν το πρώτο επίσημο live άλμπουμ τους. Παρουσιαζόμενοι σε μεγάλα κέφια, εκτελώντας τραγούδια από τις τρεις μέχρι τότε δισκογραφικές τους δουλειές και με τον D.C. Cooper να αλλάζει επίπεδο τις επιλεγμένες από τα "Land Of Broken Hearts" και "Clown In The Mirror" συνθέσεις, οι Δανοί (με Αμερικάνο τραγουδιστή) μελωδοί βίωναν υποδοχή ηρώων στην Ιαπωνία εκείνη την περίοδο, σε μια αγορά που ακόμη και σήμερα τους στηρίζει σταθερά. Έτσι, και με την προσθήκη του επιπλέον δεύτερου CD να προσφέρει ηχογραφήσεις του τότε line-up από το Mirand studio στην Κοπεγχάγη, το "1996" φαντάζει η επιλογή που ξεχωρίζει των αρκετών ζωντανά ηχογραφημένων άλμπουμ που έχουν έρθει στο φως αυτά τα 26 χρόνια της δισκογραφικής τους πορείας.

A Compilation

Ακολουθώντας τους συγκεκριμένους και γνωστούς χρονικούς περιορισμούς της στήλης, επιλέξαμε μερικές αντιπροσωπευτικές και μη, γνωστές ή παραγνωρισμένες, αλλά σίγουρα αγαπημένες στιγμές μέσα από τη πλούσια δισκογραφία της μπάντας.

1. Stranded (Land Of Broken Hearts)
2. Clown In The Mirror (Clown In The Mirror) 
3. Far Away (Moving Target)
4. Step By Step (Moving Target) 
5. River Of Pain (Paradox) 
6. Message To God (Paradox) 
7. Cold City Lights (Fear)
8. Lies (Fear)
9. Surrender (The Mission)
10. Game Of Fear (Eyewitness)
11. Exit Wound (Collision Course) 
12. Tears Of The Sun (Collision Course)
13. Half Past Loneliness (Show Me How To Live) 
14. One Minute Left To Live (A Life To Die For)
  • SHARE
  • TWEET