«A Buyer’s Guide»: Helstar
Δισκογραφικός οδηγός για μια από τις πιο θρυλικές speed/power metal μπάντες της άλλης πλευράς του Ατλαντικού
Συμπληρώνοντας, αισίως, 35 χρόνια στα μουσικά δρώμενα, οι Τεξανοί Helstar αποτελούν μια από τις καλύτερες μπάντες του ιδιώματος που ονομάζεται U.S. power metal, αλλά, συνάμα, μια από τις πιο παραγνωρισμένες, πόσο μάλλον αν αναλογιστούμε την ποιότητα του συνόλου των κυκλοφοριών τους. Με μοναδικό σταθερό μέλος σε ολόκληρη την πορεία τους τον, «R.J. Dio του underground», James Rivera και με αρκετές αναποδιές στο διάβα τους, όπως άλλωστε σχεδόν κάθε ταλαντούχα αμερικάνικη μπάντα του σιναφιού τους, αλλά και συνεχείς αλλαγές μελών, έχουν καταφέρει να επανέλθουν δυναμικά τα τελευταία χρόνια, έχοντας ως πυρήνα το δίδυμο Rivera/Barragan, με αποκορύφωμα της ύστερης πορείας τους το φετινό "Vampiro" άλμπουμ, που θα κυκλοφορήσει σε λίγες μέρες. Συνεπώς, κρίθηκε σκόπιμη μια ανασκόπηση της πορείας τους, για να θυμούνται οι παλιοί και να μαθαίνουν οι νεότεροι, πώς πρέπει να παίζεται το σωστό, τεχνικό heavy metal.
Nosferatu
(Metal Blade, 1989)
Ένας από τους πιο ολοκληρωμένους δίσκους τεχνικού speed/power που έχουν υπάρξει ποτέ. Για πρώτη φορά με το ίδιο ακριβώς line-up για δεύτερο διαδοχικό δίσκο, οι Τεξανοί φτάνουν στο απόγειο της δημιουργικότητας τους, σμιλεύοντας ένα κομψοτέχνημα που τα έχει όλα˙ ασύλληπτα lead μέρη, με εμφανείς κλασσικότροπες επιρροές, παρανοϊκές ρυθμικές συρραφές, στις οποίες συμβάλει το πανέξυπνο παίξιμο του Frank Ferreira στα ντραμς και την πιο θεατρική, οπερατική και, τελικά, κορυφαία ερμηνεία ολόκληρης της καριέρας του James Rivera. Άλλωστε, ο δίσκος έχει θεματική εμπνευσμένη από τη νουβέλα "Dracula" του Bram Stocker, κυρίως στα έξι πρώτα κομμάτια του, ενώ στα υπόλοιπα, ο Rivera συνεχίζει στο ίδιο μοτίβο στιχουργικής γραφής, αναφερόμενος στα δεινά του σύγχρονου κόσμου, μέσω μιας σκοτεινής, σχεδόν cult, προσέγγισης. Παρ' όλα αυτά, το "Nosferatu" αποτέλεσε και την αρχή του τέλους της κλασσικής περιόδους της μπάντας, μιας και τα ενδογενή προβλήματα μεταξύ των μελών, αλλά και οι κακές σχέσεις με την Metal Blade, οδηγούσαν σε αδιέξοδες καταστάσεις, που τελικά θα καθυστερούσαν τις δραστηριότητες της για χρόνια.
Ενδεικτικά του κλίματος, είναι τρία γεγονότα που καταδεικνύουν τις ολοένα αυξανόμενες παθογένειες στα ενδότερα τους. Καταρχάς, η αντιπαλότητα μεταξύ του Andre Corbin και του Larry Barragan είχε ενταθεί τόσο, σε σημείο να υπάρχουν κομμάτια που ηχογραφήθηκαν μονάχα από τον έναν ("Perseverance And Desperation" o βιρτουόζος Corbin, το οποίο ο Barragan θεωρούσε απλά έναν κιθαριστικό αυνανισμό) ή τον άλλο ("Harsh Reality" ο πιο τεχνοκράτης Barragan, αν και το plug-in της κιθάρας, στην αρχή, είναι του Corbin), ενώ ο Corbin δεν είχε ενθουσιαστεί ιδιαίτερα από το στιχουργικό θέμα του άλμπουμ, εκφράζοντας από τότε την αντίθεση του.
Παράλληλα, η Metal Blade δεν είχε υποδεχθεί ιδιαίτερα θερμά το νέο, τότε, δίσκο, έχοντας αρκετούς προβληματισμούς ως προς την προώθηση του. Το γεγονός αυτό, οδήγησε τελικά τον James Rivera, σε μια εμφάνιση τους στο San Francisco, να καταφερθεί εναντίον της ανερχόμενης, τότε, δισκογραφικής, κάτι που ενέτεινε τις ήδη αμφιταλαντευόμενες σχέσεις των δύο πλευρών. Τελικά, πάντως, η ιστορία δικαίωσε το "Nosferatu", προσδίδοντας του τη στόφα του κλασσικού, ενώ, για τον γράφοντα, αποτελεί έναν από τους πιο πολυακουσμένους δίσκους της συλλογής του.
A Distant Thunder
(Metal Blade, 1988)
Αριστούργημα. Το τρίτο άλμπουμ των Helstar αποτελεί εκείνη τους την κυκλοφορία, που ο περισσότερος κόσμος δέχεται ως την κορυφαία τους στιγμή, κι όχι άδικα. Με τη συνθετική τους εξέλιξη να έχει μια εμφανή συνέχεια από δίσκο σε δίσκο, το line-up της μπάντας να ανανεώνεται με δύο παικταράδες και τον James Rivera να είναι δαιμονισμένος, το "A Distant Thunder", 28 χρόνια μετά την κυκλοφορία του, μοιάζει το ίδιο εντυπωσιακό, όπως την εποχή που πρωτοκυκλοφόρησε. Μάλιστα, μας παρουσιάζει ένα από τα καλύτερα κιθαριστικά δίδυμα που έχουν υπάρξει στο heavy metal σύμπαν, μα, συνάμα, ίσως και το πιο αταίριαστο, σε επίπεδο ψυχοσύνθεσης. Ακόμη κι έτσι, οι Barragan/Corbin κεντάνε μερικά από τα ομορφότερα θέματα στο U.S. power, ενώ η ξεκάθαρα διαφορετική τους προσέγγιση στη σύνθεση και την εκτέλεση, ακόμη δεν έχει διαφθείρει την μπάντα, προσφέροντας ένα πολυεπίπεδο αποτέλεσμα, που εντυπωσιάζει ακόμη και το πιο εκπαιδευμένο, σε σύνθετα ακούσματα, αυτί. Στα μπόνους, η διασκευή τους στον proto-power metal ύμνο των Scorpions, "He’s A Woman, She’s A Man", ο οποίος προσαρμόζεται επιτυχώς στο τεχνικό power metal ύφος των Τεξανών, μπολιασμένος με μπόλικη σπίντα και τις χαρακτηριστικές τσιρίδες του Rivera, αλλά και η αναφορά στον αποχωρήσαντα Rob Trevino, στους στίχους του "Abandon Ship".
Remnants Of War
(Combat, 1986)
Δεύτερο άλμπουμ με την Combat και η βελτίωση είναι εμφανής σε όλα τα επίπεδα. Οι ταχύτητες ανεβαίνουν ακόμη περισσότερο, οι κιθάρες των δύο μακροβιότερων κιθαριστών της μπάντας, Larry Barragan και Rob Trevino, παίζουν μερικά από τα πιο τεχνικά θέματα που μπορούσες να συναντήσεις στον καθαρόαιμο metal χώρο το 1986 και ο James Rivera, το μοναδικό σταθερό μέλος σε ολόκληρη την πορεία τους, μοιάζει να ελέγχει περισσότερο τη φωνή του, αρχίζοντας να επενδύει περισσότερο στις πιο θεατρικές ερμηνείες των χαμηλών συχνοτήτων του. Έτσι, με τα κομμάτια να είναι ένα κι ένα και την παραγωγή του Randy Burns (βλέπε και Megadeth, Kreator, μεταξύ άλλων παραγωγών του) να μοιάζει ιδανική για την εποχή, ακόμη και οι συγκυρίες (βρισκόμαστε στην κορυφαία, ίσως, χρονιά για τον metal χώρο) έμοιαζαν να προδικάζουν ένα αριστουργηματικό αποτέλεσμα, ενώ οι αναφορές σε θέματα που αφορούν το αγαπημένο τους, όπως αποδείχθηκε, θέμα του βαμπιρισμού, συνεχίζονται στο "Face The Wicked One". Συγχρόνως, με εξαίρεση τον ντράμερ Rene Luna, όπου και εμφανίζεται για πρώτη και τελευταία φορά σε δίσκο, το "Remnants Of War" εισάγει στην μπάντα τον Jerry Abarca, ο οποίος αποτέλεσε μπασίστα της για σχεδόν τριάντα χρόνια και παρουσιάζει την, θεωρητικά, κλασσικότερη σύνθεση της, με μουσικούς που αποτέλεσαν μέλη της οικογένειας των Helstar σε μια μακρά και σχεδόν σταθερή βάση.
Burning Star
(Combat, 1984)
Το πρώτο δισκογραφικό βήμα των Τεξανών μαγίστρων, ανήκει στη συνομοταξία των κορυφαίων ντεμπούτων του 1984, όπως το "The Warning" των Queensryche, το "Ample Destruction" των Jag Panzer και το "Battle Cry" των Omen. Σαφώς λιγότερο επιθετικό και τεχνικό απ’ ότι τα μετέπειτα άλμπουμ τους, το "Burning Star" αποτελεί έναν από τους πρώτους, αρχετυπικούς speed metal δίσκους, ενώ ο James Rivera, δείχνει από την αρχή πως έχει όλα τα φόντα να ξεχωρίσει, χάρη στη συγκλονιστική του φωνητική έκταση, αναρριχόμενος, ραγδαίως, στους σπουδαιότερους ερμηνευτές του είδους. Η συνέχεια, θα ήθελε τους Helstar να αλλάζουν τα 3/5 της έως τότε σύνθεσης τους, με τον βασικό πυρήνα των Rivera/Barragan να παραμένει σταθερό στις περισσότερες των πάμπολλων αλλαγών μελών που θα ακολουθούσαν, τα επόμενα χρόνια. Παράλληλα, ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός της πρώτης ξεκάθαρης αναφοράς σε θέματα που αφορούν το βαμπιρισμό, στο "Dracula’s Castle", θέμα που θα τους απασχολήσει σε ολόκληρη την πορεία τους, με αποκορύφωμα τα "Nosferatu" και "Vampiro" άλμπουμ.
Vampiro
(Ellefson Music Productions, 2016)
Τα είπαμε αναλυτικότερα και στην κριτική, ας τα πούμε κι εδώ. Το νέο άλμπουμ των Helstar αποτελεί την κορυφαία τους στιγμή από το "Nosferatu" κι έπειτα και, πιθανότατα, τον καλύτερο speed/power δίσκο που έχει κυκλοφορήσει από την απέναντι πλευρά του Ατλαντικού για φέτος. Πολυποίκιλος, σύγχρονος, μα ταυτόχρονα κλασσικός και σκοτεινός σαν μια κρύα νύχτα στην Τρανσυλβανία, ο δίσκος έχει πάμπολλες παραπομπές στο μεγάλο του αδερφάκι ("Nosferatu") κι αυτό δεν μας χαλάει διόλου. Αυτό που ίσως μας χαλάει είναι το γεγονός πως μια τέτοια δουλειά πιθανόν να μην ακουστεί στην έκταση που της πρέπει, μα ίσως και να είναι καλύτερα έτσι, αφού αυτοί που θα την αναζητήσουν, θα της δώσουν την προσοχή που της αρμόζει. Προσωπικά, ανήκει ήδη στους καλύτερους αμιγώς power metal δίσκους της τελευταίας πενταετίας, κι ας περιορίζεται από αυτόν τον χαρακτηρισμό.
The King Of Hell
(AFM, 2008)
Αν και, τυπικά, ποτέ δεν διαλύθηκαν, από το 1995 έως και τα μέσα της δεκαετίας του 2000, οι Helstar ήταν σε ένα καθεστώς ελάχιστης δραστηριότητας. Αυτό άλλαξε με τη συλλογή "Sins Of The Past" το 2007, η οποία περιείχε και νέο υλικό, μετά από δώδεκα ολόκληρα χρόνια. Έναν χρόνο μετά, το "The King Of Hell" ήρθε για να βάλει τα πράγματα και πάλι στη θέση τους και, με την «κλασσική» σύνθεση των Rivera/Barragan/Abarca/Trevino συν τον ντράμερ του "Multiples Of Black", Russel DeLeon, να επανασυστήσει τους Helstar σε ένα κοινό που, μέχρι τότε, την «έβγαζε» με τα κορυφαία μεν, υποκατάστατα δε, των Destiny’s End, Distant Thunder και βολευόταν με τις συμμετοχές του Rivera στους εξίσου μεγάλους Vicious Rumors και τους τίμιους Seven Witches. Έτσι, το νέο άλμπουμ ήρθε σαν κεραυνός εν αιθρία, όντας σαφώς ανώτερο από το προηγούμενο, "Multiples Of Black" και φανερώνοντας ένα σαφώς πιο thrashy πρόσωπο, όπου, προτού υπερισχύσει στις δύο επόμενες κυκλοφορίες τους, εδώ συνδυάζεται έξοχα με τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του πρότερου ήχου τους, προσφέροντας στιγμές μεγαλείου.
Glory Of Chaos
(AFM, 2010)
Προσωπικά, όταν είχε κυκλοφορήσει το "Glory Of Chaos", παρά το ότι ήδη ήμουν λάτρης κάθε κυκλοφορίας των Τεξανών metallers έως τότε, μου είχε αφήσει ανάμεικτα συναισθήματα. Το γεγονός της ολοένα αυξανόμενης εισαγωγής περισσότερων thrash στοιχείων στον ήχο τους, τολμώ να πω πως με έβρισκε αντίθετο σαν ακροατή, μιας και θεωρούσα πως η ταυτότητα τους σαν μπάντα αλλοιώνεται από την πιο ακραία προσέγγιση, που φαινόταν πως παίρνουν. Τελικά, έξι χρόνια μετά, απολαμβάνω περισσότερο από ποτέ το έβδομο δισκογραφικό τους βήμα, τόσο λόγω του εμπνευσμένου περιεχομένου του, που συνεχίζει από εκεί που σταμάτησε το "The King Of Hell" και, μάλιστα, με την ίδια σύνθεση (οι αλλαγές ντράμερ, που προσεγγίζουν Spinal Tap φαινόμενα, δεν λογίζονται πια), όσο και κρίνοντας το σαν ένα εξελικτικό βήμα, που ακόμη δεν είχε τελειοποιηθεί. Έτσι, το καλύτερο που έχει να κάνει κανείς, είναι να δώσει στο "Glory Of Chaos" το χρόνο που ζητά, για να «μεγαλώσει» μέσα του και είναι σίγουρο πως θα ανταμειφθεί πλήρως, από το περιεχόμενο και την απόδοση των συντελεστών του.
Multiples Of Black
(Massacre, 1995)
Το πιο αμφιλεγόμενο άλμπουμ της καριέρας των Helstar, αποτελεί μιαν ιδιαίτερη περίπτωση δίσκου. Με την μπάντα να έχει σχεδόν διαλύσει, υπό το βάρος των προβλημάτων που αντιμετώπισε τα προηγούμενα χρόνια, οι εναπομείναντες James Rivera και Jerry Abarca, με την βοήθεια νέων μουσικών, κατάφεραν να κυκλοφορήσουν τον καλύτερο δίσκο που θα μπορούσαν, κάτω από αυτές τις συνθήκες. Αρχικά, ο δίσκος προοριζόταν να κυκλοφορήσει ως το ντεμπούτο της νεοσύστατης μπάντας του Rivera, με την ονομασία "Vigilante", αφού η κατάσταση στους Helstar ήταν τέτοια, που ακόμη και το ιδρυτικό μέλος, Larry Barragan, αποχώρησε απογοητευμένο. Όντας σαφώς πιο μονολιθικό και τεχνικά περιορισμένο από όλους τους προκατόχους του, το "Multiples Of Black" τελικά ευνοήθηκε από το πέρασμα του χρόνου, χάρη στην πιο άμεση προσέγγιση του, απόρροια και του κλίματος της εποχής που δημιουργήθηκε, όπου σχεδόν απαιτούσε πιο απλές συνθετικές φόρμες. Παράλληλα, οι διασκευές σε κορυφαία κομμάτια των '70s συνεχίζονται, με το "Beyond The Realms Of Death" να αποδίδεται συνεπέστατα, δίχως να ξεφεύγει από το πρωτότυπο. Τελικά, το μεγαλύτερο αρνητικό του δίσκου μοιάζει να είναι η αδύναμη παραγωγή, μιας και τα μισά κομμάτια έχουν ήχο λίγο καλύτερο από τα demos απ' όπου προήλθαν, ενώ τα υπόλοιπα, σε παραγωγή Dave Ellefson, δυστυχώς καταλήγουν να ακούγονται παρεμφερώς, αφαιρώντας αρκετούς πόντους από το συνολικό αποτέλεσμα.
This Wicked Nest
(AFM, 2014)
Εδώ, δυστυχώς, υπάρχει θέμα. Αναφέρθηκε και παραπάνω, μπορεί να έχω κάποιες ενστάσεις ως προς τα thrash στοιχεία, που αυθάδικα έμοιαζαν να κυριαρχούν στο σύγχρονο χαρακτήρα της μπάντας, ωστόσο, σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσα να τα απορρίψω. Το πρόβλημα με το "This Wicked Nest" δεν είναι, λοιπόν, το ότι αποτελεί ένα thrash metal άλμπουμ, με τα λιγοστά ψήγματα power metal να αγκομαχούν να φανούν, αλλά το γεγονός πως διαφαίνεται ως ένας μέτριος Helstar δίσκος, σίγουρα καλύτερος από πολλούς thrash μπαχαλάκηδες της εποχής, χάρη στις οργισμένες ερμηνείες του Rivera, τις lead κιθάρες και το "Magormissabib", αλλά κατώτερος σε σύγκριση με την υπόλοιπη δισκογραφία της μπάντας. Παρ’ όλα αυτά, μην αποφύγετε την ακρόαση του αν βρείτε την ευκαιρία, απλώς, αν δεν είστε εξοικειωμένοι με τον ήχο τους, μην ξεκινήσετε να ανακαλύπτετε τα πεπραγμένα τους από ετούτο τον δίσκο.
30 Years Of Hel
(AFM, 2012)
Μην έχοντας και πολλές επιλογές για αυτήν τη θέση, η συγκεκριμένη κυκλοφορία επιλέχθηκε, αντί του "Twas The Night Of A Helish Xmas", για λόγους που αφορούν τον ήχο των δύο ηχογραφήσεων, αλλά και το ποια απ’ τις δύο συνοψίζει καλύτερα το σύνολο της καριέρας των Τεξανών. Έτσι, το ηχογραφημένο «εντός έδρας», στο Warhouse του Texas, "30 Years Of Hel", δείχνει την μπάντα σε μια επετειακή εμφάνιση, για τον εορτασμό των τριάντα χρόνων από την ίδρυση της, να σκορπά τον όλεθρο, με ένα best of set, που κάλυπτε ολόκληρη την μέχρι τότε καριέρα τους.
A Compilation
Πάντοτε, η επιλογή κομματιών που ξεχωρίζουν στην καριέρα μιας πολυαγαπημένης μπάντας, αποτελεί μιαν απαιτητική διαδικασία. Αποφεύγοντας την εύκολη λύση να προτείνουμε τη συλλογή "Sins Of The Past" του 2007, που καλύπτει αρκετά επιτυχώς την καριέρα της μπάντας μέχρι και το "The King Of Hell", επιλέγουμε τα αντιπροσωπευτικότερα κομμάτια μιας μπάντας, που αξίζει να εξερευνήσετε ακόμη και τις πιο obscure στιγμές των demos της.
1. Run With The Pack (Burning Star)
2. Burning Star (Burning Star)
3. Evil Reign (Remnants Of War)
4. Angel Of Death (Remnants Of War)
5. The King Is Dead (A Distant Thunder)
6. Winds Of War (A Distant Thunder)
7. Baptized In Blood (Nosferatu)
8. To Sleep, Per Chance To Scream (Nosferatu)
9. When We Only Bleed (Multiples Of Black)
10. The Plague Called Man (The King Of Hell)
11. Tormentor (The King Of Hell)
12. Monarch Of The Bloodshed (Glory Of Chaos)
13. Magormissabib (This Wicked Nest)
14. Awaken Into Darkness (Vampiro)
15. Black Cathedral (Vampiro)