O μουσικός απολογισμός του 18ου Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου Νύχτες Πρεμιέρας Cosmote

Από τους Αντώνη Μουστάκα, Μάνο Πατεράκη, Αντώνη Κονδύλη, Παντελή Μαραγκό, Μανώλη Γεωργακάκη, Θοδωρή Μηνιάτη, Βασίλη Σπανό, 08/10/2012 @ 12:25

Το Rocking.gr και φέτος παρακολούθησε και σας παρουσιάζει το πολυποίκιλο μουσικό κομμάτι του φεστιβάλ Νύχτες Πρεμιέρας Cosmote σχεδόν στην ολότητά του.

Neil Young

Από την σκηνική μοναξιά του Neil Young μέχρι τις συγκινητικές metal ιστορίες των Jason Becker και Spitfire και από τους άγνωστους μουσικούς ήρωες Sixto Rodriguez και Γιάννη Χρήστου μέχρι την μουσική επένδυση των ταραχών στο Los Angeles στις αρχές των 90s, το μενού και φέτος ήταν ποιοτικό και πολύ ...μελωδικό.

Πρωταθλητή δεν βγάλαμε φέτος μιας και συγκινηθήκαμε και περάσαμε υπέροχα με τα περισσότερα από τα φιλμ. Απλά να αναφέρουμε πως την Χρυσή Αθηνά του διαγωνιστικού τμήματος Μουσική & Φιλμ κατέκτησε με ομόφωνη απόφαση της κριτικής επιτροπής του φεστιβάλ το «Ψάχνοντας τον Βασιλιά της Σκόνης» ("Searching For Sugar Μan") του Μάλικ Μπεντζελούλ ενώ Ειδική Μνεία δόθηκε στο «Marley» του Κέβιν ΜακΝτόναλντ.

Διαβάστε παρακάτω πώς είδαμε και τι πραγματεύονται οι ταινίες με μουσική θεματολογία και καταθέστε τη δική σας γνώμη στο «κοινωνικό» κάτω μέρος της σελίδας. Πείτε μας επίσης τι σας συγκίνησε περισσότερο και ποιά φιλμ επιλέξατε να παρακολουθήσετε φέτος.

Τέλος, θα θέλαμε να ευχαριστήσουμε τους διοργανωτές για μια άριστη συνεργασία, η οποία εκτός των άλλων έδωσε την ευκαιρία σε πολλούς αναγνώστες μας να παρακολουθήσουν ποιοτικό κινηματογράφο.


Αντώνης Μουστάκας


Searching For Sugar ManSearching For Sugar Man
Σκηνοθεσία: Malik Bendjelloul
Χώρα: Σουηδία/Ην. Βασίλειο

Σας λέει τίποτα το όνομα Sixto Rodriguez; Όχι; Λογικό. Το Searching For Sugar Man, ένα ντοκιμαντέρ σουηδο-αγγλικής παραγωγής, έρχεται να μας πει τη γλυκιά ιστορία μιας άλλης εποχής. Τι απέγινε άραγε ένας τόσο ελπιδοφόρος μουσικός που έβγαλε δύο δίσκους το 1970 και το 1971 και ο οποίος σύμφωνα με τις κριτικές της εποχής είχε τα φόντα να γίνει εφάμιλλος του Bob Dylan; Γιατί εντέλει πάτωσε εμπορικά και χάθηκε στο ζοφερό πέπλο της αφάνειας, μένοντας για πάντα άγνωστος; Πώς έφτασαν οι δίσκοι του στη Ν. Αφρική του Απαρτχάιντ και τι αντίκτυπο είχαν στον καταπιεσμένο εκεί λαό; Ποιά η δύναμη της μουσικής βιομηχανίας στο να ανεβάζει και να κατεβάζει (και να απομυζεί;) καλλιτέχνες; Και, πάνω απ’ όλα, πώς πέθανε (αν πέθανε) ο Sixto Rodriguez;

Το ντοκιμαντέρ ακολουθεί την ιστορία δύο Νοτιοαφρικανών, οι οποίοι δεκαετίες μετά ακολουθούν τα χνάρια της μυστηριώδους περσόνας που ήταν παντελώς άγνωστη σε όλο τον κόσμο πέραν της χώρας τους, όπου και έχαιρε στάτους μεγαλύτερο από του Elvis Presley και των Rolling Stones. Σε αυτό το ταξίδι με το απρόσμενο τέλος, έντονες είναι οι σκέψεις που προκαλεί η συνειδητοποίηση ενός κόσμου μακριά από την παγκοσμιοποίηση και μιας μουσικής βιόσφαιρας δίχως το διαδίκτυο να εξισώνει χώρες, κοινωνίες, μουσικές ανάγκες και κατ’ επέκταση μουσικόφιλους. Κοινωνικοπολιτικές ανισότητες, εκμετάλλευση από τα κεφάλια της μουσικής βιομηχανίας, ηθικές αξίες και μια παραμυθένια ιστορία κολοκύθας που γίνεται υπέροχη άμαξα, όλα σε ένα έξυπνα τυλιγμένο κουβάρι που αποτελεί το "Searching For Sugar Man", ένα από τα ομορφότερα πράγματα που είδαμε μέσα στη χρονιά.

Χαρακτηριστική ατάκα: «Cause I lost my job two weeks before Christmas. And I talked to Jesus at the sewer. And the Pope said it was none of his God-damned business...»

 


Μάνος Πατεράκης


Uprising: Hip Hop And The LA RiotsUprising: Hip Hop And The LA Riots
Σκηνοθεσία: Mark Ford
Χώρα: ΗΠΑ

Ο ξυλοδαρμός ενός Αφροαμερικάνου από αστυνομικούς στο Los Angeles καταγράφεται από μια ερασιτεχνική κάμερα και προβάλλεται σε όλον τον κόσμο. Η μετέπειτα δικαστική αθώωσή τους σε συνδυασμό με την καταπίεση, την περιθωριοποίηση και την βία δεκαετιών κατά της κοινότητας των Αφροαμερικάνων πυροδοτεί διαδηλώσεις, οι οποίες οδηγούν σε τρεις ημέρες ανεξέλεγκτης βίας με αδιάκριτους ξυλοδαρμούς, εμπρησμούς, καταστροφές, λεηλασίες, νεκρούς και τραυματίες, πριν την επέμβαση του στρατού και την οριστική καταστολή της εξέγερσης.

Το ντοκιμαντέρ αυτό μας μεταφέρει στην «πόλη των αγγέλων» και ξεκινάει με μια σύντομη ιστορική αναδρομή σε γεγονότα βίας κατά Αφροαμερικανών από την αστυνομία, ενώ παράλληλα αντιπαραβάλει την ανάπτυξη της hip hop μουσικής ως τρόπου έκφρασης, αλλά και διεξόδου μιας καταπιεσμένης κοινωνικής ομάδας. Ο φακός της ταινίας εστιάζει στα γεγονότα που ακολούθησαν την ανακοίνωση της απόφασης του δικαστηρίου σχετικά με την αθώωση των αστυνομικών τον Απρίλιο του 1992, με βασικούς πρωταγωνιστές της εξέγερσης να έχουν τον λόγο και να σοκάρουν σε ορισμένες περιπτώσεις με τις μαρτυρίες τους. Σημαντικοί εκπρόσωποι της hip hop αναφέρονται στο πώς αυτή η μουσική αποτέλεσε ουσιαστικά το soundtrack όλων αυτών των γεγονότων σε μια κοινωνία που απέχει από το να χαρακτηρισθεί ελεύθερη. Η παρουσίαση γίνεται με τρόπο αντικειμενικό, αρκετά λεπτομερή, αλλά και ωμό, καθώς ορισμένες σκηνές μπορούν να χαρακτηρισθούν ιδιαίτερα βίαιες. Από τότε έχουν περάσει 20 χρόνια, οι ουσιαστικοί λόγοι που οδήγησαν σε εκείνα τα γεγονότα δεν υφίστανται πια, αλλά μια ρεαλιστική κοινωνική προσέγγιση μπορεί να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι ενδεχομένως κάποιοι άλλοι να εκκολάπτονται, για μια νέα εξέγερση αυτή τη φορά.

Χαρακτηριστική ατάκα: Ο αφηγητής Snoop Dog αναφέρει ότι το 1988 «Οι NWA με το τραγούδι αυτό εξέφρασαν μια ολόκληρη γενιά, "Fuck The Police".»

 

 


Αντώνης Κονδύλης


Shut Up And Play The HitsShut Up And Play The Hits
Σκηνοθεσία: Will Lovelace, Dylan Southern
Χώρα: Ηνωμένο Βασίλειο

Στα 31 οι περισσότεροι μουσικοί είναι απασχολημένοι να διαχειρίζονται μια καριέρα σε φθίνουσα πορεία. Στην ηλικία αυτή, εν έτει 2001, ο James Murphy έφτιαχνε τους LCD Soundsystem, ενώ παράλληλα υπήρξε συνιδρυτής του «εργοστασίου» της DFA.  Η μπάντα έμελλε να αποδειχθεί καθοριστική, όσο ελάχιστες, την περασμένη δεκαετία, κυκλοφορώντας τρία ξεχωριστά άλμπουμ «σκεπτόμενης» χορευτικής μουσικής. Τα χρόνια, όμως, περνούν και παρ’ όλο που όταν ξεκινάς ένα συγκρότημα το τελευταίο που σκέφτεσαι είναι το πότε και πως θα το διαλύσεις, οι περιστάσεις αλλάζουν. Με έναν απόλυτα φυσικό (όσο και σοκαριστικό για τους οπαδούς τους) τρόπο, οι LCD Soundsystem κυκλοφόρησαν τον τελευταίο τους δίσκο, περιόδευσαν και ανακοίνωσαν ότι στις 02/04/2011 θα έδιναν μια αποχαιρετιστήρια συναυλία παρέα με καλούς φίλους στο Madison Square Garden που, όπως ήταν φυσικό, έγινε sold-out σε χρόνο ρεκόρ.

Στο "Shut Up And Play The Hits" έχουμε την καταγραφή αυτού του ιστορικού πάρτυ, αλλά και των ημερών που προηγήθηκαν και ακολούθησαν. Ο Murphy έχει πατήσει τα 42, νοιώθει κουρασμένος και συνειδητά αποφασίζει να βγει σε πρόωρη σύνταξη, ενόσω βρίσκεται στα φόρτε του. Λέει ότι θέλει «να βρει μια ζωή», έστω και αν, επί του παρόντος, δε δείχνει να έχει κάτι συγκεκριμένο στο μυαλό του. Το φιλμ βγάζει όση συγκίνηση χρειάζεται και αποτελεί ένα εξαιρετικό ντοκουμέντο για το τελευταίο (τετράωρο) live του επιδραστικότατου συγκροτήματος. Περάσματα, όπως αυτά των Arcade Fire και του Lars Ulrich δίνουν μια χροιά ενός "The Last Waltz" (1978 για τους Band σε σκηνοθεσία του Martin Scorsese) για τη γενιά των 00s. Οι σκηνές από τη μετά LCD καθημερινότητα του Murphy δεν έχουν κάτι ιδιαίτερο, σε αντίθεση με τις κουβέντες του, από τις οποίες φαίνεται ξεκάθαρα ότι δεν κατέληξε τυχαία ένας «μετρίως πετυχημένος rocker». Must για όσους τους αγάπησαν. Αρκετά ενδιαφέρον για όλους τους υπόλοιπους.

Χαρακτηριστική ατάκα: «Αν είναι να μοιάζει με κηδεία, ας κάνουμε την καλύτερη κηδεία που έγινε ποτέ.»

 

 


Παντελής Μαραγκός


Anaparastasis: Η Ζωή Και Το Έργο Του Γιάννη Χρήστου (1926-1970)Anaparastasis: Η Ζωή Και Το Έργο Του Γιάννη Χρήστου (1926-1970)
Σκηνοθεσία: Κωστής Ζουλιάτης
Χώρα: Ελλάδα

Ο Γιάννης Χρήστου έχασε τη ζωή του σε δυστύχημα, την ημέρα των 44ων γενεθλίων του, το 1970. Πρόκειται για έναν εξαιρετικής σημασίας και επαναστατικής πρωτοπορίας Έλληνα συνθέτη, ο οποίος είναι ντροπιαστικά απών από τα καλλιτεχνικά δρώμενα και τη συνειδητή μνήμη των Ελλήνων. Ο σκηνοθέτης Κωστής Ζουλιάτης, μετά από μια δεκαετία προσπαθειών, καταφέρνει να τον συστήσει σε ένα νεότερο ακροατήριο, αφιερώνοντάς του ένα παθιασμένο ντοκιμαντέρ.

Η πενία του αρχείου εικόνων, ηχογραφήσεων και συνεντεύξεων του μεγάλου αυτού καλλιτέχνη και φιλοσόφου της μουσικής δεν καταφέρνει να φτωχύνει την ουσία του περιεχομένου του ντοκιμαντέρ. Αντιθέτως, αυτή η πενία λειτουργεί σαν σκηνοθετικό τέχνασμα που υπογραμμίζει την ένταση της απουσίας του, σε πολλά επίπεδα. Η ανάλυση του έργου του Χρήστου προσφέρει μια αξιόλογη πρώτη επαφή στον αμύητο θεατή και η παρουσίαση των εξωφρενικών παρτιτούρων και σημειώσεών του εντυπωσιάζει. Ευπρόσδεκτη μέριμνα δίδεται στην αποτύπωση της αντίδρασης του κοινού της εποχής απέναντι σε τόσο ιδιαίτερες καλλιτεχνικές προτάσεις, ενώ παράλληλα ο έντονα επεξηγηματικός χαρακτήρας της ταινίας τις κάνει προσιτές στον σημερινό ακροατή. Απογοητευτικό και εκνευριστικό στοιχείο – που δυστυχώς οφείλω να αναφέρω, σαν παράπονο  – ήταν το γεγονός ότι η διάρκεια παραμονής στην οθόνη διαφόρων κειμένων με βαθύ περιεχόμενο ήταν τόσο μικρή, που ήταν αδύνατο να διαβαστούν με τη δέουσα προσοχή από τον θεατή που είχε ασπαστεί το ρυθμό του μακροσκελούς και πολύπλοκου ντοκιμαντέρ.

Χαρακτηριστική ατάκα: Σε ένα σπάνιο ηχητικό ντοκουμέντο, ο Γιάννης Χρήστου, με τη χαρακτηριστική  προφορά του, απαντά σε ερώτηση σχετικά με τον τρόπο που αντιμετωπιζόταν η μουσική του από μερίδα του ακροατηρίου: «Οι δύσκολοι αντιδρούν δύσκολα πάντοτε...».

 

 


Μανώλης Γεωργακάκης


Jason Becker: Not Dead YetJason Becker: Not Dead Yet
Σκηνοθεσία: Jesse Vile
Χώρα: Ηνωμένο Βασίλειο

Στα μέσα του Ιουλίου του έτους 1969 γεννήθηκε ο Jason Eli Becker. Από μικρός έδειξε την αγάπη του για την rock μουσική και την κιθάρα. Έχοντας ως πρώτα ακούσματα τους Bob Dylan και Eric Clapton, μέσω του πατέρα του, ξεκίνησε να την γρατζουνάει και να δείχνει το ταλέντο του αφού κατάφερνε να τα ακούει και να τα παίζει «καρφί» όπως ήταν τα αυθεντικά! Ένα νέο αστέρι μόλις είχε γεννηθεί. Ο Mike Varney, ήταν η αφορμή να εμφανιστεί δισκογραφικά. Ακολουθούν οι Cacophony, η τουρνέ τους στην Ιαπωνία, το προσωπικό του άλμπουμ και η πρόσληψη από τον David Lee Roth. Δυστυχώς κάπου εδώ αρχίζουν όλα...

Η μπάντα και αρχίζει τις ηχογραφήσεις αλλά  μέσα στην πρώτη βδομάδα, ο Jason άρχισε να κουτσαίνει. Η διάγνωση μιλα για την νόσο  ALS (πλευρική αμυοτροφική σκλήρυνση) και οι γιατροί του έδιναν διάρκεια ζωής από 3 έως 5 χρόνια. Ο ίδιος δεν το έβαλε κάτω και συνεχίζει να είναι εδώ μαζί μας ζωντανός και μάλιστα παρόλο την ολική παράλυσή του, με μοναδικό του όπλο τα μάτια του που μπορεί και κουνάει και την δίψα του για την ζωή αλλά και την αστείρευτη του αγάπη για τις «ερωμένες» της ζωής του. Την μουσική και την ηλεκτρική κιθάρα. Στην ταινία μεταξύ άλλων εμφανίζονται μερικοί από τους μεγαλύτερους κιθαρίστες όπως οι Joe Satriani, Steve Vai, Marty Friedman και Steve Lukather. Πρόκειται για ένα πολύ καλά «στημένο» ντοκιμαντέρ  στο οποίο παρακολουθούμε εκτός των άλλων πως για πρώτη φορά στην παγκόσμια ιστορία κυκλοφορεί ένα άλμπουμ από άνθρωπο που πάσχει απο την νόσο ALS. Αξίζει για πάμπολλους λόγους να δείτε το συγκεκριμένο αφιέρωμα στον Jason, έναν άνθρωπο  που μέσα απ' τα χαλάσματα της ζωής άφησε να ξεπροβάλουν μόνο το χιούμορ και το θάρρος. Ο κυριότερος είναι το να παρακολουθήσετε πως ένας άνθρωπος βρίσκει την δύναμη να ανταπεξέλθει όταν όλα του έρχονται ανάποδα.  Στο τέλος, αφού γελάσετε και κλάψετε από συγκίνηση και δέος, να φωνάξετε μαζί του ... «Not dead yet!».

Χαρακτηριστική ατάκα: Στην ερώτηση «Πώς μπορεί ο κόσμος να σε υποστηρίξει;» ο Becker απαντά: «Buy my crap!».

 

 


Χάρης Στουραΐτης (αναγνώστης)


Spitfire: Back To ZeroSpitfire: Back To Zero
Σκηνοθεσία: Βαγγέλης Ρήγας
Χώρα: Ελλάδα

Μια μέρα μετά την συγκλονιστική ταινία για τον Jason Becker οι μουσικόφιλοι απόλαυσαν άλλο ένα ντοκιμαντέρ με αρκετές συγκινήσεις έχοντας κεντρικό θέμα τους Spitfire, ένα από τα καλύτερα Ελληνικά heavy metal συγκροτήματα και το μοναδικό που υπέγραψε με πολυεθνική δισκογραφική εταιρία. Ένα group του οποίου ο αρχικός τραγουδιστής Ντίνος Κωστάκης είχε την ατυχία να τραυματιστεί σοβαρά και να απομακρυνθεί οριστικά από το τραγούδι θέτοντας εαυτόν όμως στη μουσική ιστορία σαν ένα αστείρευτο ταλέντο με σύντομο τέλος. Ένα σχήμα που είχε όλα τα φόντα να μεγαλουργήσει αλλά οι λάθος κινήσεις που έγιναν στο παρελθόν το οδήγησαν να έχει μόνο το όνομα αλλά όχι την αίγλη και την χάρη.

H κάμερα ακολουθεί το συγκρότημα σε πολλές στιγμές των τελευταίων χρόνων στα οποία έχουν δραστηριοποιηθεί ξανά. Ανά διαστήματα γίνεται αναδρομή στην ιστορία της μπάντας από τα 80s μέχρι σήμερα με γεγονότα που είναι σημαντικά για την μουσική εξέλιξη της. Μιλούν για το σχήμα άνθρωποι που έζησαν την τότε κατάσταση της heavy metal μουσικής άλλα και νεότεροι που έχουν γνωρίσει αργότερα το συγκρότημα. Φυσικά δεν λείπει η αναφορά στο "First Attack", ενός άλμπουμ ορόσημο για τα ελληνικά δεδομένα. Κομβικό σημείο στην ροή της ταινίας αποτελεί η συνάντηση μετά από 15 χρόνια των Γιάννη Κουτουβού (ο τότε μάνατζερ), Ηλία Λογγινίδη και Ντίνου Κωστάκη εκεί που ο τελευταίος έχει καταλύσει καθηλωμένος. Πρόκειται για μια οπτική εμπειρία ζωής με τους διαλόγους-κόντρες των δύο πρώτων να  αποκαλύπτουν πολλές αλήθειες για την μουσική βιομηχανίας από την σκοπιά και του καλλιτέχνη και της δισκογραφικής εταιρίας. Οι στιγμές μέγιστης ανθρωπιάς του Κωστάκη  κάνουν και την πλέον δυνατή καρδιά να ριγήσει από συγκίνηση. Δυστυχώς παρόλο που έχει γίνει πολύ καλή δουλειά από την σκηνοθετική ομάδα, η ταινία έχει κάποιες ελλείψεις. Θα ήθελα να δω περισσότερα και πιο λεπτομερή γεγονότα από το παρελθόν της μπάντας με αφήγηση από τους ίδιους και όχι μια τυπική αναφορά στοιχείων. Για παράδειγμα ενώ αναφέρονται στα credits όλοι όσοι πέρασαν από τις εκάστοτε συνθέσεις δεν υπάρχουν δηλώσεις από αρκετούς από αυτούς. Τέλος εντύπωση μου έκανε ότι αναφέρονται στο group και το "First Attack" πολλοί νεότεροι ηλικιακά που δεν έζησαν αυτή την εποχή. Θα ήθελα εξιστορήσεις ανθρώπων που είχαν πιάσει το vibe του τότε.

Χαρακτηριστική ατάκα (και συγκλονιστικότερη στιγμή): Ο Ντίνος Κωστάκης καθηλωμένος στο καροτσάκι βλέποντας τον εαυτό του στην τηλεόραση σε παλιά συναυλία αναφωνεί με υψωμένη γροθιά: «So Many Nights!» (στίχοι του κομματιού "Whispers" που έπαιζε εκείνη την στιγμή στον δέκτη). ΑΞΕΧΑΣΤΟ.

 

 


Θοδωρής Μηνιάτης


Neil Young JourneysNeil Young Journeys
Σκηνοθεσία: Jonathan Demme
Χώρα: Η.Π.Α.

Ο σκηνοθέτης της "Σιωπής Των Αμνών" (1991) βρίσκεται για τρίτη φορά δίπλα στο Neil Young, μετά τα "Neil Young: Heart Of Gold" (2006) και "Neil Young Trunk Show" (2009). Ο Young επιστρέφει στα παιδικά του χρόνια και πίσω από το τιμόνι μιας Ford Crown Victoria του 1956 μας διηγείται ορισμένες από τις παλαιότερες αναμνήσεις του. Απρόσμενα προσιτός, θυμάται ότι σαν πιτσιρικάς, ήταν ικανός να κάνει τα πάντα για μια δεκάρα. Μεγαλωμένος μέσα στην πανέμορφη καναδική φύση (στην περιφέρεια του Ontario), εξοικειώθηκε από νωρίς με το ψάρεμα και το κυνήγι και -μεταξύ άλλων- μας περιγράφει χωρίς ίχνος ντροπής, πως κάποια στιγμή ανατίναξε μια χελώνα, χώνοντάς της ένα δυναμητάκι στον κώλο!  Το φιλμ κυλάει χαλαρά με μη γραμμικό τρόπο και το μεγαλύτερο μέρος του καταλαμβάνεται από υλικό που προέρχεται από δυο ζωντανές εμφανίσεις του 65χρονου γίγαντα στο ιστορικό Massey Hall του Toronto.

Εκεί τα πράγματα σοβαρεύουν, καθώς ο Young μεταμορφώνεται στον performer που, δικαιωματικά, έχει κατακτήσει το status ενός εκ των κορυφαίων στην ιστορία του rock. Ολομόναχος στη σκηνή, εξακολουθεί να μοιάζει με πεινασμένο λύκο και αναβλύζει καθαρή ενέργεια, καθώς πάλλεται συνεπαρμένος από τους ήχους της κιθάρας (συνδεδεμένη με τέσσερις ενισχυτές) που αναπαραγει τα μαγικά του "Le Noise". Η φωνή του παραμένει άθικτη και οι ήχοι που ξεπηδούν από τα ηχεία είναι καθηλωτικοί. Τα πλάνα έρχονται από τις πιο ενδιαφέρουσες γωνίες (με αποκορύφωμα τις λήψεις από το μικρόφωνο) και σε κάνουν να νοιώθεις την ανάσα του. Ωστόσο, το tracklist είναι «δύσκολο» για όσους δεν είναι εξοικειωμένοι με το "Le Noise", χωρίς να λείπουν και ορισμένα από τα κλασικά (π.χ.: "Ohio", "After The Gold Rush", "Hey Hey, My My", "Down By The River" κλπ.). Κατά τη διάρκεια της προβολής, μια κοπέλα μπροστά μου πρέπει να βαρέθηκε από τα πολλά «νέα» κομμάτια και την κοπάνησε εμφανώς αηδιασμένη όταν μια σταγόνα σάλιου εκτοξέυτηκε από το στόμα του Young, «λεκιάζοντας» την κάμερα που ήταν τοποθετημένη στο μικρόφωνο. O Demme επέμεινε στο πλάνο μέχρι το τέλος του κομματιού κι εγώ ανατρίχιασα. Μέγας είσαι Neil μου και θαυμαστά τα έργα σου.

Χαρακτηριστική ατάκα: «Για αυτό δεν πρέπει να στεναχωριέσαι όταν χάνεις φίλους. Παραμένουν για πάντα ζωντανοί στο μυαλό και την καρδιά σου.»

 

 


Παντελής Μαραγκός


MarleyMarley
Σκηνοθεσία: Kevin Macdonald
Χώρα: Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής/Ηνωμένο Βασίλειο

Το ντοκυμαντέρ για τον θρύλο της reggae Bob Marley ξεκίνησε από τα χέρια του Martin Scorsese, πέρασε σε εκείνα του Jonathan Demme για να κατάλήξει στον Kevin -"Last King Of Scotland"- Macdonald. Ένα ντοκιμαντέρ το οποίο δεν απευθύνεται σε αυτούς που μισούν την reggae, αλλά ούτε σε εκείνους που την γουστάρουν. Κυρίως είναι για εκείνους που απλά αγαπούν την μουσική γενικότερα και αρέσκονται στο να βλέπουν πίσω από αυτήν, τα ερεθίσματα που την δημιουργούν αλλά και τις μικρές προσωπικές ιστορίες που τελικά καταλήγουν να την κάνουν πανανθρώπινη και διαχρονική... όπως την αγαπούσε και ο ίδιος ο Marley, καθώς αυτή κυριαρχούσε σε κάθε του ενέργεια, σε κάθε του σκέψη, σε κάθε του ανάσα. Ποιός ήταν, από πού ήρθε, τι τον καθόρισε σαν άτομο, ο Jah, ο ρασταφαριανισμός, οι πολιτικές εξελίξεις της Jamaica και παράλληλα ολόκληρου του κόσμου, η οικογένειά του, η Αμερική, η ασθένεια που τον νίκησε.

Ο Macdonald, με εμπειρία πολλών ετών στο χώρο αλλά και με τη βοήθεια φίλων, γνωστών, συνεργατών (μια εντυπωσιακή παρέλαση ονομάτων αλλά και ατόμων του παρασκηνίου) αλλα και της ίδιας της οικογένειας Marley, απαντά, ή μάλλον καλύτερα παραθέτει ένα εντυπωσιακά μακροσκελές και ουσιαστικό μέχρι το μεδούλι του οπτικοακουστικό υλικό με συνεντεύξεις, ζωντανές εμφανίσεις και μαρτυρίες που δεν είχαν δεί ποτέ το φώς της δημοσιότητας! «Παραμερίζει» σε έναν αρκετά μεγάλο -και μη αναμενόμενο- βαθμό την έκταση του μουσικού υλικού που έχει και επικεντρώνεται στην παράθεση καίριων ντοκουμέντων για να αναδείξει όσο το δυνατόν πιο αποτελεσματικά και ολοκληρωμένα τον άνθρωπο Marley και μέσω αυτού, το έργο το οποίο άφησε σαν κληρονομιά στον κόσμο. Χωρίς να αγιοποιεί και να πέφτει στην αναμενόμενη λούμπα, αλλά αντιθέτως παραθέτοντας αποστασιοποιημένα και ειλικρινά ολόκληρη την ζωή του Marley μέσα από το πλούσιο αυτό υλικό, ο Macdonald σκηνοθετεί δυναμικά και με σωστή αντίληψη ροής της ντοκιμαντερίστικης «γλώσσας», κάνοντας τις δυόμιση ώρες του φιλμ να περάσουν νεράκι. Σίγουρα ένα σημείο αναφοράς για όποια επόμενη ταινία θα αφορά σε μουσικό, το "Marley" είναι ο ορισμός του πώς θα πρέπει να γυρίζει κανείς ένα μουσικό ντοκιμαντέρ και σίγουρα από τις καλύτερες ταινίες που προβλήθηκαν στις φετινές Νύχτες Πρεμιέρας...

Χαρακτηριστική ατάκα: «My richness is life...»

 

 


Βασίλης Σπανός


Επιμέλεια: Αντώνης Μουστάκας

 

  • SHARE
  • TWEET