Dream Theater Part IV - The great debate

Από τον Χρήστο Καραδημήτρη, 17/05/2011 @ 12:53
Όπως υποσχεθήκαμε στο προηγούμενο μέρος του αφιερώματος μας, παραθέτουμε το κείμενο που ξεχώρισε από αυτά που λάβαμε το προηγούμενο διάστημα και στα οποία δίναμε χώρο στους αναγνώστες μας να εκφέρουν την άποψη τους γύρω από διάφορα ζητήματα των Dream Theater. Καλή ανάγνωση.

Η αποχώρηση του Mike Portnoy από το πνευματικό παιδί του, την μπάντα που δημιούργησε μαζί με τους συμφοιτητές του ως κολλεγιόπαιδο και με την οποία ταυτίστηκε ως μουσικός, ήταν ένα από τα πιο απροσδόκητα γεγονότα που έχουν συμβεί εδώ και καιρό στη συγκεκριμένη σκηνή. Πολλοί θα μπορούσαν να υποστηρίξουν, με κλιμακούμενες δόσεις υπερβολής, ανάλογα με την κρίση του καθενός, ότι Dream Theater χωρίς τον Portnoy είναι όπως Pain of Salvation χωρίς Gildenlow, Opeth χωρίς Akerferdt, ή, για να το πάμε σε μεγαλύτερες μπάντες, Iron Maiden χωρίς Harris ή Metallica χωρίς έναν εκ των Hetfield / Ulrich. Αδιαμφισβήτητος ηγέτης της μπάντας, ο Iron Mike αναγνωριζόταν από όλους ως ο ιθύνων νους, σχετικά με οτιδήποτε εκτός του συνθετικού κομματιού, στο οποίο ήταν βέβαια ένα ακόμα από τα σημαντικά γρανάζια της μηχανής.

Οι λόγοι και οι συνέπειες μιας αποχώρησης τέτοιας σημασίας εκτείνονται σε πολλά, διαφορετικά επίπεδα. Δεν παρατάει κάποιος έτσι ξαφνικά το πλοίο του οποίου υπήρξε καπετάνιος για 25 χρόνια. Πόσο μάλλον ένας χαρακτήρας σαν τον Portnoy που, αν μη τι άλλο, είναι γνωστός για το πείσμα του. Άλλωστε, είχε αντιμετωπίσει την ίδια κατάσταση επί Falling Into Infinity, τότε όμως είχε βγει αλώβητος. Ούτε η εμπειρία που είχε αποκομίσει αντιμετωπίζοντας το ενδεχόμενο φυγής ή διάλυσης τότε μπόρεσε να τον βοηθήσει αυτή τη φορά.

Ο ίδιος παραθέτει τους λόγους που τον οδήγησαν σε αυτή την απόφαση στην ανακοίνωσή του, ωστόσο, δεδομένων όλων των παραπάνω, είναι εύλογο να αναπτυχθούν θεωρίες συνωμοσίας σχετικά με το παρασκήνιο της αποχώρησης. Επομένως, πέραν των διάφορων άλλων λόγων που ο ίδιος αναφέρει, όπως τις σχέσεις του με τα άλλα μέλη, την ψυχοσωματική κόπωση κλπ., κάποιοι εύλογα αναρωτιούνται μήπως έβαλε η Roadrunner το χεράκι της σπρώχνοντας τον Portnoy προς την έξοδο. Θεωρώ πως μια τέτοια υπόθεση δεν ανταποκρίνεται πλήρως στην πραγματικότητα. Δεν πιστεύω πως υπήρχε περίπτωση η δισκογραφική να είχε ασκήσει τέτοια επιρροή στα υπόλοιπα μέλη της μπάντας, που συνδέονται με τον Mike με φιλία τόσων χρόνων, ώστε να ενδώσουν αφήνοντας τον μόνο του στα κρύα του λουτρού. Έτσι, δε νομίζω ότι υπήρξε κάποιο παιχνίδι στο παρασκήνιο, πίσω από την πλάτη του Portnoy, ο οποίος φυσικά ήταν ο συνδετικός κρίκος Dream Theater – Roadrunner από την πλευρά της μπάντας. Από την άλλη, αν και η επιρροή που έχει το metal πάνω του τελευταία δεν συνηγορεί σ' αυτό, ίσως ο Portnoy ήθελε να κάνει κάτι πραγματικά διαφορετικό και οι υπόλοιποι ήταν απλά σύμφωνοι με το να ακολουθήσουν το μοτίβο των κυκλοφοριών τους με τη Roadrunner. Πράγματι, ως προς αυτό το θέμα, μου φαίνεται κάπως απίθανο να αποφάσιζαν κάποια σημαντική αλλαγή στον ήχο τους έχοντας φτάσει στην κορυφή με την συνταγή των κυκλοφοριών τους στη συγκεκριμένη εταιρεία. Άπαξ και διακινδυνεύσουν την απώλεια ενός μεγάλου αριθμού ακροατών, διακινδυνεύουν την πτώση τους από εκεί. Ίσως να σκέφτηκαν ότι θα κάνουν έναν δίσκο μια από τα ίδια, έχοντας πλέον βολευτεί εμπορικά, και ο Portnoy να διαφωνούσε κάθετα με αυτό και να μην μπορούσε να τους μεταπείσει. Σε περίπτωση που υπήρχαν τέτοιες σκέψεις από τους υπόλοιπους τέσσερις, ωστόσο, νομίζω πως περισσότερο οι ίδιοι ευθύνονται παρά η δισκογραφική. Όπως σωστά ειπώθηκε κιόλας, τόσο καιρό είχαν περάσει το δικό τους σε βάρος της Elektra, γιατί η Roadrunner να είναι πρόβλημα;



Αφήνοντας τις εικασίες, περνάμε σε έναν αντικειμενικά καθοριστικό παράγοντα για την κόπωση του Portnoy, που δεν είναι άλλος από τα αναρίθμητες παράλληλες ενασχολήσεις του, τα side projects και η αναπόφευχτη τρομερή ποιότητα των δουλειών του. Ο ίδιος δηλώνει ότι παίζοντας με τους Hail! ή τους Transatlantic περνούσε πολύ καλύτερα και είχε καλύτερες διαπροσωπικές σχέσεις. Μάλιστα, η σύνδεσή του με έναν συγκεκριμένο μουσικό, τον απίστευτα ταλαντούχο Neal Morse, ξεφεύγει από τα στενά όρια της συνεργασίας και προάγεται σε ταύτιση, καθώς έχουν συνεργαστεί πλέον σε καμιά δεκαριά δίσκους, όσα studio albums δηλαδή είχαν κυκλοφορήσει και οι Dream Theater με τον Portnoy στα drums. Ο Portnoy σε συνεντεύξεις του εκθειάζει συνεχώς τον Μorse με πραγματικά μεγάλα λόγια όπως «he's up there with the biggest songwriters of all time, like Beethoven and John Lennon». Γνωρίζοντας κανείς την ΤΡΕΛΑ που έχει ο Portnoy με τους Beatles, γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι το να παραλληλίζει τον Μorse με τον Lennon για παράδειγμα σημαίνει πάρα, πάρα πολλά. Για τον Mike, ο Morse είναι Ο μουσικός της εποχής μας και προφανώς θεωρεί κάτι παραπάνω από τιμή του να είναι φίλος του και να συνεργάζονται. Έχοντας την τύχη να τους παρακολουθήσω μαζί επί σκηνής με τους Transatlantic, είναι ολοφάνερο ότι ανάμεσά τους υπάρχει τρομερή χημεία που πηγάζει από την βαθύτατη εκτίμηση του ενός για τον άλλο. Άλλωστε αλληλοσυμπληρώνονται και σαν προσωπικότητες. Ο Morse είναι η ήρεμη δύναμη, ένας πραγματικά πολύ χαλαρός και καλοσυνάτος τύπος, ενώ ο Portnoy θέλει να κυριαρχεί, να έχει τον έλεγχο, είναι ευαίσθητος και ευέξαπτος. Η τρομερή τους σύνδεση αποτυπώνεται και στη μουσική που παράγουν παρέα. Σκεπτόμενοι ότι πρόσφατα οι Transatlantic επαναδραστηριοποιήθηκαν βγάζοντας με jams μερικών μόλις εβδομάδων έναν δίσκο επιπέδου του «The Whirlwind», έπειτα βγήκαν σε «Εvening With» περιοδεία, παίζοντας μάλιστα σε ένα φεστιβάλ όπως το High Voltage και ολοκλήρωσαν με μία μεγαλειώδη DVD κυκλοφορία, εύκολα καταλαβαίνουμε τι ακριβώς εννοεί ο Portnoy όταν μιλάει για τις συνθήκες δουλειάς του εκτός των Dream Theater. Πρόσφατα είδα γραμμένη την πολύ εύστοχη άποψη, ότι τέτοιες στιγμές ο Portnoy μάλλον είχε να τις ζήσει από το Scenes From A Memory, εδώ και καμιά δεκαετία δηλαδή! Σε σχέση με αυτό λοιπόν και μόνο, γίνονται απόλυτα κατανοητές οι σκέψεις του.

Μ' αυτά και μ' αυτά λοιπόν, βρέθηκε ή, καλύτερα, έθεσε εαυτόν εκτός μπάντας ο Portnoy, εφόσον θεώρησε ότι αυτή είναι η ενδεδειγμένη κίνηση και για τις δύο πλευρές ώστε και οι υπόλοιποι τέσσερις, με τον αντικαταστάτη του, να ηχογραφήσουν τον ενδέκατο δίσκο και ο ίδιος να ηρεμήσει και να αναγεννηθεί καλλιτεχνικά. Προς το παρόν, δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι για το ποιος θα βγει κερδισμένος τόσο βραχυπρόθεσμα όσο και μακροπρόθεσμα. Νομίζω ότι είναι προφανές ότι οι εναπομείναντες Dream Theater στοιχηματίζουν τα πάντα στον επόμενο δίσκο τους, ο οποίος έχει γραφτεί και ηχογραφείται αυτή την εποχή. Και ίσως να μην είναι τόσο η ποιότητά του, σε σχέση ας πούμε με το "Images And Words" ή το Scenes From A Memory, που θα καθορίσει το νέο status της μπάντας στην μετά-Portnoy εποχή, αλλά η αποδοχή του από την πλειοψηφία του κοινού. Άλλωστε μην ξεχνάμε ότι η εμπορική γιγάντωσή τους ήρθε με τους δύο τελευταίους δίσκους που σίγουρα δεν τους λες κακούς, για μένα δηλαδή ούτε καν μέτριους συνολικά, αλλά απέχουν αρκετά ακόμα και από το "Τrain of Thought" ή, κατά την γνώμη μου, το "Six Degrees Of Inner Turbulence" σε ποσότητες έμπνευσης. Ίσως είναι πιο σημαντικό τώρα για τους ίδιους, γιατί εμείς το απευχόμαστε, να κυκλοφορήσουν έναν δίσκο ανάλογο του "BC&SL" από το να τολμήσουν κάτι ριζοσπαστικό για τους ίδιους όπως έκαναν στο "SDOIT". Το μόνο σίγουρο είναι ότι, με όλα όσα έγιναν, ο καινούργιος δίσκος θα κριθεί αυστηρά, ίσως μάλιστα υπερβολικά αυστηρά, όπως είχε κριθεί το "Falling Into Infinity". Για αυτό το θέμα όμως θα επιχειρηματολογήσω παρακάτω.



Όσο για το ποιος έχει δίκιο σε όλη αυτή την υπόθεση, είναι ένα ερώτημα που μου θυμίζει περίπλοκες καταστάσεις ηθικής. Ζυγίζοντας τα δεδομένα που έχουμε διαθέσιμα, καθώς ίσως να μην τα γνωρίζουμε όλα ακόμα, δεν υπάρχει προφανής απάντηση για το αν έπραξε ορθά ο Portnoy αφού από τη μία ίσως να διακινδυνεύει την υστεροφημία του, πράγμα βέβαια για το οποίο προσωπικά αμφιβάλλω γιατί είναι μουσικός που δεν εφησυχάζει και αναμφίβολα θα συμμετέχει σε πολλές και ενδιαφέρουσες δουλειές στο μέλλον, ενώ από την άλλη έδωσε αφορμές σε κάποιον να τον πουν εγωιστή με όσα υποστήριξε κατά την αποχώρησή του. Εδώ εμπλέκεται και η υποκειμενικότητα αφού είναι δύσκολο να κρίνει κάποιος τον Portnoy χωρίς προκαταλήψεις όταν παρουσιάζει την κατάσταση σαν να ήταν αυτός το 90% της μπάντας. Το σίγουρο είναι ότι σε πολλά επίπεδα ήταν το 100%, όπως στην διοργάνωση των περιοδειών για παράδειγμα. Γενικά για τις χαμαλοδουλειές και τη διαχείριση (management που λέμε) έτρεχε αποκλειστικά ο Portnoy. Ωστόσο, υπάρχει ο αντίλογος που λέει ότι ο Portnoy ΗΘΕΛΕ να έχει τον έλεγχο των πάντων, ότι δεν του το επέβαλε κανείς ποτέ. Και ακόμα, στο μουσικό μέρος, υπάρχουν πράγματα που μπορεί να καταλογίσει κανείς στον Mike. Όμως κατά γενική ομολογία ήταν τέτοια η προσωπικότητά του που δεν έβρισκε ησυχία αν δεν είχε πλήρη έλεγχο και επίγνωση όλων όσων συνέβαιναν και βέβαια πίστευε ότι με το να τρέχει αυτός διασφάλιζε την ηρεμία στις τάξεις του συγκροτήματος. Οπότε κάποιος μπορεί να θεωρήσει ότι τον έπιασε η έπαρση και θεώρησε τον εαυτό του πιο σημαντικό από τη μπάντα, με αποτέλεσμα να αποχωρήσει. Εδώ που τα λέμε δεν ακούγεται και πολύ αλτρουιστικό το να ζητάς από τους υπόλοιπους να πάρετε ένα διάλειμμα δύο-τριών ή και πέντε ετών («hiatus» ζήτησε) επειδή σε έχει κάψει η ψυχοσωματική κούραση τη στιγμή που είναι επιλογή ΣΟΥ η ενασχόληση με ένα εκατομμύριο άλλα projects και η κατοχή του απόλυτου ελέγχου στην κύρια μπάντα σου. Όσο κι αν θαυμάζω και σέβομαι τον Portnoy, αναφορικά με αυτό το θέμα, δίνω δίκιο στους υπόλοιπους, ειδικά από τη στιγμή που η μπάντα βρίσκεται στο απόγειό της εμπορικά (άρα δεν βγάζει γι' αυτούς νόημα το να εγκαταλείψει το παιχνίδι, έστω και προσωρινά, χάνεται η ορμή – μην ξεχνάμε ότι εμείς ως ακροατές θα κρίναμε αυτή την επιλογή με βάση τη δημιουργικότητα, όπως έγινε π.χ. με τους Isis, οι οποίοι διαλύθηκαν).

Παρ' όλ' αυτά, υπάρχουν δύο πράγματα που μάλλον δυσαρεστούν σε σχέση με την στάση των υπόλοιπων. Πρώτο και σημαντικότερο, το γεγονός ότι στην παράκληση του Mike να επανενωθούν, αφότου αυτός σταμάτησε να δουλεύει με τους Avenged Sevenfold και προσπάθησε να έρθει σ' επαφή μαζί τους για να επανενωθούν, του απάντησαν μέσω δικηγόρων. Φυσικά, κάτι τέτοιο δεν ήταν εφικτό από τη στιγμή που δεδομένα είχαν ολοκληρωθεί οι ακροάσεις και είχε επιλεγεί ο Mangini ως καινούργιος drummer (οι ακροάσεις γίνανε τον Οκτώβριο και ο Portnoy ειδοποίησε τον Δεκέμβριο) αλλά όταν σου απευθύνεται ο επί τόσα χρόνια συνεργάτης και σε προσωπικό επίπεδο φίλος σου, οφείλεις να του μιλήσεις αυτοπροσώπως, έστω και για να του πεις «όχι». Αυτό ήταν φάουλ από την πλευρά της μπάντας. Δεύτερο - και εδώ θα ρισκάρω μία σκέψη - το ότι μάλλον απέρριψαν με τη μία το αίτημά του να δουλέψουν περιστασιακά μέσα στο 2011 (όπως λέει ότι προσφέρθηκε να κάνει ο Mike στην ανακοίνωσή του), με προφανή σκοπό το να βγει ο δίσκος οπωσδήποτε μέσα σε αυτό το έτος και να βγουν σε περιοδεία αμέσως. Ίσως δεν θα ήταν τόσο κακό για αυτούς να μπουν σε φάση «Take The Time», για έναν χρόνο παραπάνω όμως κι όχι για τρία ή πέντε χρόνια, ώστε και να έχουν επιπλέον χρόνο και άνεση να δουλέψουν σε καινούργιο υλικό και να κρατήσουν ένα ήσυχο κλίμα στις τάξεις της μπάντας, αν και σίγουρα θα πλανιόταν στον αέρα η σκέψη ότι ο Portnoy σκέφτηκε την αποχώρηση βαραίνοντας κάπως την ατμόσφαιρα.



Προφανώς η αποχώρηση του Portnoy σηματοδοτεί αλλαγές σε πολύ περισσότερα επίπεδα, πέρα από το drumming. Αν και το καθαρά οπαδικό συναίσθημα ίσως επιβάλλει να νιώσει κάποιος σαν να έχασε οριστικά το παιχνίδι πλέον η μπάντα (δηλαδή, έπρεπε να ακολουθήσει διάλυση με συνοπτικές διαδικασίες), αν δούμε κυνικά την κατάσταση, το κοντινό μέλλον, όταν θα αρχίσoυν και να γίνονται πιο εμφανείς οι αλλαγές, προμηνύεται εξαιρετικά ενδιαφέρον. Ας ξεκινήσουμε από τα «κατά». Πέρα από το προφανές, ότι δηλαδή έφυγε η «ψυχή του συγκροτήματος» (κατά το «ψυχή της ομάδας»), η μπάντα χάνει τρομερά σε επικοινωνιακό επίπεδο. Πλέον δεν υπάρχει κανείς να βγει μπροστά και να εμποδίσει την Roadrunner να παρεμβεί σε μία κατά τα άλλα ενδιαφέρουσα κίνηση, όπως την δημοσιοποίηση - έστω και μικρού - μέρους των ακροάσεων για τον νέο drummer. Επίσης, ο Portnoy ήταν αυτός που περισσότερο από όλους αλληλεπιδρούσε με τους οπαδούς, μια και είναι ο ίδιος οπαδός πολλών συγκροτημάτων. Σε αυτό το επίπεδο οι υπόλοιποι προσπαθούν να καλύψουν το χαμένο έδαφος, αυξάνοντας τις online δραστηριότητές τους. Ωστόσο, πιστεύω ότι ελάχιστοι θεωρούν πως ο Petrucci ή ο Rudess για παράδειγμα έχει τη δυναμική του Portnoy σε αυτά τα θέματα. Ας μην ξεχνάμε άλλωστε ότι πίσω στην εποχή του "Falling Into Infinity" ο Portnoy ήταν αυτός που εκδήλωσε τη διαφωνία της μπάντας με τις προθέσεις της δισκογραφικής τους. Από την άλλη, για να τελειώσουμε με τα αρνητικά, ίσως χαθούν λεπτομέρειες που κάνουν τη διαφορά στη συνείδηση του μέσου τελειομανή, καθ' ομοίωση του γνωστού τελειομανούς Portnoy, οπαδού των Theater, όπως η διαφοροποίηση των setlists, το επίπεδο ποιότητας μελλοντικών live κυκλοφοριών και άλλα.

Στον αντίποδα, δεν βλέπω τον λόγο για τον οποίο θα μπορούσαν να λείψουν σε κάποιον τα φωνητικά του Portnoy στους τελευταίους δίσκους ή οι εντελώς-metal μείξεις αυτών, με τα drums και τις κιθάρες στα ύψη να θάβουν ολοκληρωτικά τον Myung και μερικά εξαιρετικά πλην «υποστηρικτικά» μέρη απ' τα πλήκτρα. Γενικότερα, η metal αισθητική που απέπνεε ο Portnoy λόγω των ακουσμάτων του και έφτασε να χαρακτηρίζει μεγάλο μέρος του ήχου των Roadrunner κυκλοφοριών με μάλλον ανέμπνευστο τρόπο αφού ο Mike και ο Petrucci ήταν στην παραγωγή (βλ. κάτι Dark Eternal Night ή στίχους In The Presence of Enemies), δύσκολα θα λείψει σε κάποιον που αγάπησε τη μπάντα για το λυρισμό που χαρακτήριζε δίσκους όπως το "Images And Words" ή το "Αwake". Επιπλέον, ο ίδιος ο Portnoy έχει παραδεχθεί πολλάκις την εμμονή του με τα λεγόμενα «epics», τα μεγάλα σε διάρκεια δηλαδή, επικά κομμάτια. Πολλές φορές ίσως τα κομμάτια της μπάντας έμοιαζαν ξεχειλωμένα, όπως ας πούμε το "Nightmare To Remember". Ίσως μετά την φυγή του να φανούν πιο συνετοί οι υπόλοιποι σχετικά με αυτό το θέμα, που είναι πιο σημαντικό απ' όσο φαίνεται καθώς η ιδέα δεκαπεντάλεπτων κομματιών, επί παραδείγματι, που τείνουν να γίνουν κλισέ (!), ξενίζει πολλούς από τους ακροατές, παλιούς και νέους, και τους απωθεί. Όχι βέβαια ότι είναι κακό να έχεις κομμάτια όπως το έπος "Octavarium" αλλά από την άλλη όσο περισσότερο ακολουθείς αυτή τη φόρμα τόσο κολλάς τη ρετσινιά του φλύαρου.

Βέβαια, ανέκαθεν, αγαπημένο σπορ των οπαδών ανάμεσα στις κυκλοφορίες της μπάντας ήταν να προσπαθήσουν να μαντέψουν την κατεύθυνση του επόμενου δίσκου. Η συνήθης κατάληξη ήταν να πηγαίνουν αδιάβαστοι οι περισσότεροι, όπως εκείνοι που προέβλεπαν συνέχεια του ύφους του "Scenes From A Memory" και άκουσαν το "SDOIT" ή εκείνοι που περίμεναν συνέχεια των πειραματισμών του "Misunderstood" ή του "Disappear" και άκουσαν το "Τrain of Thought" ή, τέλος, εκείνοι που τους περίμεναν να πατήσουν πάνω στην επιτυχία του metal που παίξανε στο "ToT" και άκουσαν το "Octavarium". Οπότε μάλλον άστοχο θα είναι να προβλέψει κανείς τι κατεύθυνση μπορεί να ακολουθήσει η τετράδα με τον Mangini, αν και η λογική λέει ότι δεν θα αποκλίνει πολύ από τις φόρμες που ακολούθησαν στους δίσκους τους στη Roadrunner ως προς τον ήχο. Δύσκολα θα διακινδυνεύσουν κάτι πρωτοποριακό οι Dream Theater πλέον, έχοντας γίνει τόσο μεγάλο όνομα. Δύσκολα θα επιχειρήσουν κάτι που ίσως να τους κοστίσει πολύ σε δημοτικότητα μια και οι Theater έχουν τόσο κοινό πλέον, που ανάμεσά τους βρίσκονται πολλοί «αναλώσιμοι» οπαδοί, που απλά πηγαίνουν όπου φυσά ο άνεμος (λέγε με Τύπος).  Άλλωστε το «πρωτοποριακό» πλέον είναι σχετικό, μια και υπάρχουν αναρίθμητες μπάντες εκεί έξω που έχουν ωθήσει τη λεγόμενη «προοδευτική» μουσική σε νέα όρια.

Τα μέχρι στιγμής δεδομένα πάντως είναι ενθαρρυντικά, αφού ο LaBrie δουλεύει μόνος του στα φωνητικά στον Καναδά με δικό του παραγωγό ενώ για πρώτη φορά από το "SFAM" (!) είχαν demos πριν μπουν στο studio (από τον Petrucci). Επίσης είναι επιβεβαιωμένο διά στόματος Rudess, έστω και ανεπίσημα, ότι ο Myung θα συνεισφέρει στίχους ενώ η επαυξημένη μουσική του συνεισφορά είναι σίγουρη. Εν κατακλείδι, η υποψία που είχα, προσωπικά, από την πρώτη στιγμή, ότι η αποχώρηση του Portnoy, μουσικά τουλάχιστον, περισσότερο πιθανό είναι να κάνει καλό στην μπάντα σε μουσικό επίπεδο παρά κακό, ίσως επιβεβαιωθεί. Εκ του αποτελέσματος όμως θα κριθούν όλα.



Ένα ερωτηματικό είναι το αν θα δώσει το κάτι παραπάνω ο Rudess, ειδικά τώρα που οι περιστάσεις το απαιτούν. Στον καιρό παρουσίας του στη μπάντα πολλοί θεωρούν ότι δεν έχει δώσει πράγματα ανάλογα του τεράστιου, κατά γενική παραδοχή, ταλέντου του. Η άποψή μου είναι ότι έχει προσφέρει σημαντικά μεν, αλλά πράγματα αφενός διαφορετικά απ' όσα περίμενε η μεγαλύτερη μερίδα των οπαδών του συγκροτήματος, που μάλλον έψαχνε στο πρόσωπό του τον αντικαταστάτη του Kevin Moore που ποτέ δεν βρήκε στο πρόσωπο του αδικημένου Sherinian, αφετέρου ίσως λίγα σε σχέση με το μέγεθος του ταλέντου του. Και επίσης πιστεύω ότι τον περιορίζει η μπάντα όταν επιλέγει να δώσει βαρύτητα στο metal, με κομμάτια όπως το Constant Motion. Ο Portnoy πάντως τον χαρακτήριζε ως «the biggest talent to have ever touched the keyboard» ή «prodigy» και όποιος έχει έρθει σε επαφή με το παίξιμο του Jordan εκτός Theater γνωρίζει καλά γιατί χρησιμοποιούσε ο Portnoy αυτούς τους χαρακτηρισμούς.

Η γνώμη μου είναι ότι η συνεισφορά του Rudess ως τώρα συνολικά είναι ικανοποιητική. Σίγουρα πάντως δεν τον θεωρώ βασικό υπαίτιο για τον εγκλωβισμό του συγκροτήματος σε κάποια στερεότυπα, όπως οι συνθέσεις-λαβύρινθοι ή τα ατελείωτα solos, από τη στιγμή που την παραγωγή είχαν αναλάβει οι Petrucci και Portnoy, κρατώντας τη μπαγκέτα της μουσικής κατεύθυνσης, εδώ και χρόνια. Και εξηγούμαι, εξετάζοντας τη συνεισφορά του ανά δίσκο:

- Σχετικά με το "Scenes From A Memory", εδώ τίθεται το θέμα του «ποιον να πιστέψω τώρα;».  Ο Sherinian απ' την πλευρά του υποστηρίζει ότι το μεγαλύτερο μέρος της μουσικής που εμπεριέχεται στον δίσκο γράφτηκε με αυτόν στα πλήκτρα. Όμως, το μόνο που έχει φτάσει ως ηχητικό αποτέλεσμα στα αυτιά των οπαδών είναι η ακατέργαστη συλλογή ιδεών ως ένα κομμάτι με τίτλο "Metropolis pt.2" που μπορεί να βρει κανείς στα demos του "Falling Into Infinity" (περιόδου '96 –'97), με τον Derek φυσικά στα πλήκτρα. Εκεί μπορεί να βρει κανείς βασικές ιδέες για μερικά κομμάτια του δίσκου όπως το Overture 1928, το Strange Déjà Vu, το Dance of Eternity, το One Last Time κτλ. Προσωπικά, χωρίς να θέλω να υποβαθμίσω τον συμπαθή Sherinian επ' ουδενί και ακούγοντας το Making Οf του "Scenes From A Memory" (επίσης επίσημο bootleg που κυκλοφόρησε η δισκογραφική του Portnoy, Ytse Jam Records) ΚΑΙ γνωρίζοντας το ύφος του Rudess αρκετά καλά αφού τον παρακολουθώ και εκτός Dream Theater, στο τελικό αποτέλεσμα τα αυτιά μού λένε ότι ο Rudess έχει συμβάλλει καθοριστικά στο τελικό αποτέλεσμα, ειδικά στις «μπαλάντες» όπως το "The Spirit Carries On" ή στο "Finally Free", και μάλιστα με τρόπο που παρόμοιό του είδαμε, κατά την ταπεινή μου γνώμη, μόνο σε στιγμές του "Six Degrees Of Inner Turbulence".

- Στο "Six Degrees Of Inner Turbulence", το οποίο και θεωρώ τον καλύτερο δίσκο τους  (κι ένα απ' τα καλύτερα albums του συγκεκριμένου ήχου) για την δεκαετία που μας άφησε,  έχει συνθέσει μεγάλο μέρος της μουσικής, με το "Overture" του ομώνυμου κομματιού (αν το θεωρήσει κάποιος ένα κομμάτι, η ίδια η μπάντα πάντως το αντιμετωπίζει συχνά στις συναυλίες της ως ένα και μάλιστα ως τέτοιο ηχογραφήθηκε, ο διαχωρισμός των μερών έγινε μετά την ηχογράφηση) να δεσπόζει. Αρκετά θέματα για τα υπόλοιπα μέρη του κομματιού βρίσκονται εκεί. Και η επιρροή του στη μουσική του πρώτου δίσκου είναι κάτι παραπάνω από εμφανής, κυρίως στα πειραματικά "Misunderstood" και Disappear.

- Στο "Train of Thought" περνάει σε δεύτερη μοίρα, περιοριζόμενος στα solos, με κύρια συνεισφορά του το "Vacant" που προλογίζει το καταπληκτικό "Stream of Consciousness", στο οποίο τα μέρη του Rudess στα πλήκτρα είναι απλά για σεμινάριο.

- Στο "Octavarium", το οποίο τείνει να γίνει πιο υποτιμημένο κι απ' το Falling Into Infinity, επανέρχεται σε πρωταγωνιστικό ρόλο, λόγω των πολλών ενορχηστρώσεων, στις οποίες συνεισφέρει σε μεγάλο βαθμό λόγω της κλασσικής παιδείας του. Μέσα σ' όλα τα (καταπληκτικά κατά διαστήματα, όπως στο "These Walls") πλήκτρα των κομματιών, προσφέρει και το highlight, αλά-"Shine On You Crazy Diamond" intro του "Octavarium". Δυστυχώς, η εξαιρετική δουλειά που έχει κάνει ο Rudess στον δίσκο και με τα πλήκτρα και με την ορχήστρα που ηχογράφησε τα συμφωνικά μέρη, μάλλον πέρασε απαρατήρητη, αφού ο δίσκος θεωρήθηκε μέτριος από τους περισσότερους οπαδούς των Theater. Για μένα, αυτό οφείλεται καθαρά σε δύο πράγματα, πρώτον στο ότι πολλοί από τους εν λόγω οπαδούς μάλλον έχουν περισσότερη σχέση με το metal παρά με το progressive rock του ‘70, ειδικά μετά από έναν δίσκο όπως το "Train of Thought", που δημιούργησε ολόκληρο ρεύμα οπαδών στην Ελλάδα για παράδειγμα (παραδόξως, στην περιοδεία του "Octavarium" ή του "SDOIT" βρέθηκαν στην Ελλάδα για συναυλίες ενώ σ' αυτήν του "Train of Thought" όχι!) και δεύτερον λόγω των  πανύψηλων απαιτήσεων που είχαν οι περισσότεροι από το συγκρότημα. Στην τελική όμως όλα είναι θέμα γούστου. Και σε κάθε περίπτωση, "Never Enough"...

- Στο "Systematic Chaos", είναι ομολογουμένως κάπως γραμμικός, παίζοντας στο τεχνοκρατικό πνεύμα του άλμπουμ. Σ' ένα απ' τα highlights του δίσκου, το "Repentance", για μένα τα πλήκτρα του είναι καταπληκτικά, δίνοντας άλλον αέρα στο κομμάτι χωρίς να κάνουν μπαμ (το ίδιο συμβαίνει με τα drums στο ‘Wither" απ' το "BC&SL" ας πούμε).

- Στο "Black Clouds & Silver Linings", από το οποίο υπάρχουν και τα κανάλια απομονωμένα, έχει κάνει καταπληκτική δουλειά. Η μπάντα εμφανίζεται να εμμένει κάπως στην πιο metal κατεύθυνσή της, κι έτσι ο Rudess χάνεται αρκετές φορές στη μείξη περιοριζόμενος στο να ακολουθεί τον Petrucci. Στις πιο prog στιγμές, ή στο "Wither" για παράδειγμα, λάμπει. Στα δε καλύτερα κομμάτια του άλμπουμ, τα "Best Of Times" και "Count of Tuscany" (ειδικά στο δεύτερο), τα μέρη του είναι απλά απίστευτα.



Ταυτόχρονα, του καταλογίζω στα υπέρ το ότι η προσέγγισή του παικτικά είναι αρκετά ενδιαφέρουσα , με την έννοια ότι συνεχώς πειραματίζεται με καινούργιους ήχους, καινούργια όργανα (π.χ. Continuum, Lap Steel guitar, iPhone (!) και εσχάτως Harpejji, Eigenharp) προσπαθώντας να μην μένει στάσιμος.

Όμως το σύνολο των οπαδών μάλλον έχει μείνει ανικανοποίητο απ' τη συνθετική του συνεισφορά, μάλλον για δύο λόγους, από τους οποίους ένας μου φαίνεται λογικός κι ένας όχι.

1. Υπάρχουν οπαδοί που περιμένουν να ακούσουν μέρη ανάλογα του Moore σε συναισθηματισμό και απογοητεύονται και οπαδοί που, δεδομένου ότι απαξίωσαν και απαξιώνουν ως τις μέρες μας το "Falling Into Infinity" και τη δουλειά του Sherinian (εγώ πάντως αναθεώρησα) είχαν ακόμη πιο επαυξημένες προσδοκίες από τον Jordan και επίσης απογοητεύτηκαν. Οι Dream Theater δυστυχώς ή ευτυχώς έχουν αφήσει το προφίλ που είχαν στα 90s και δη στις αρχές τους πίσω τους πάνω από μια δεκαετία τώρα. Επομένως, όποιος θέλει να ακούσει την μπάντα με κάποιον πληκτρά σαν τον Moore, υπάρχουν τα "Images and Words" και "Awake" (ή και το ντεμπούτο). Γιατί να μην προτιμήσεις το «real thing»; Το συγκεκριμένο επιχείρημα για να κρίνει κάποιος τον Rudess μου φαίνεται ολίγον τι «εκτός χρόνου».

2. Υπάρχουν και οι οπαδοί που περίμεναν τον Rudess, όχι απαραίτητα να ακούγεται στους DT όπως στους Liquid Tension Experiment ή σε άλλα projects του αλλά τουλάχιστον να επιχειρήσει να βάλει όσο μέρος του ταλέντου του έβαλε ή βάζει εκεί, στο γράψιμο με τους DT. Αυτό ομολογουμένως μάλλον δεν έγινε ποτέ. Άλλωστε ο Portnoy δηλώνει, κληθείς να σχολιάσει τον Jordan στο documentary του "Chaos In Motion" (στο περίπου, δεν θυμάμαι ακριβώς την έκφρασή του): «δεν πιστεύω ότι παίρνουμε ούτε το 1% των δυνατοτήτων του στους Dream Theater». Οι προσωπικοί του δίσκοι είναι ένα καλό δείγμα γραφής (ειδικά όταν παίζει πιάνο έχει τρομερές ιδέες), ωστόσο ίσως θα έπρεπε να συνειδητοποιήσει και ο ίδιος το τι μπορεί να προσφέρει στο συγκρότημα, μια και είναι σε θέση να απογειώσει τον ήχο του.

Συνολικά λοιπόν, ναι, θα έλεγα ότι ο Rudess είναι ίσως αυτός που στην μετά-Portnoy εποχή, αφού λογικά θα σηκώσει περισσότερο συνθετικό βάρος, μπορεί να βοηθήσει στην δισκογραφική αναγέννηση του συγκροτήματος, αν καταφέρει να προσφέρει περισσότερες κορυφαίες στιγμές ανά δίσκο. Εξάλλου, ούτε υπήρχε ούτε υπάρχει κάποιος που να τον περιορίζει, εκτός ίσως από τον πολύ χώρο που είχε κερδίσει το metal τελευταία.



Ανοίγοντας μια μεγάλη παρένθεση, σίγουρα πάντα θα υπάρχει το ερώτημα σχετικά με το πού θα μπορούσε να είχε πάει η μπάντα, ηχητικά, με τον Derek Sherinian στα πλήκτρα. Το "Falling Into Infinity" περιείχε αναμφίβολα δείγματα της κατεύθυνσης που μάλλον θα ακολουθούσαν οι DT με την προσθήκη του αγαπητού Derek και που, λογικά, θα είχε κάποιες ομοιότητες με την κατεύθυνση της μπάντας που έστησε ο Sherinian με τον Virgil Donati αργότερα, τους Planet X, αν λάβουμε υπόψη ότι στο "FII" υπήρχαν ήδη κάποια στοιχεία fusion, που οι Planet X έκαναν ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά του ήχου τους. Παράλληλα, δεν πρέπει να ξεχνάμε την ανάμειξη του Sherinian στο γράψιμο και την ηχογράφηση της τελικής εκδοχής του αριστουργήματος "A Change of Seasons".

Από εκεί και πέρα, πολλά έχουν ειπωθεί και έχουν γραφτεί για τον Sherinian και το "FII" από τους οπαδούς της μπάντας. Αν και με τα χρόνια ο δίσκος μάλλον έχει καθιερωθεί στη συνείδηση αρκετών ως ένας δίσκος με εύρος χαρακτηρισμών από «καλός» έως «διαμαντάκι», υπάρχουν ακόμα πολλοί που αν μπορούσαν θα τον εξαφάνιζαν από τη δισκογραφία τους και για τους συγκεκριμένους, έχει να κάνει και με αυτά που έφερε ο Sherinian ως πληκτράς. Θεωρώ μάλλον αυτονόητο το γελοίον του να αναδεικνύεται, ιστορικά, ο Sherinian σε αποδιοπομπαίο τράγο σχετικά με την ποιότητα του δίσκου όταν υπήρξαν χίλιοι δυο άλλοι λόγοι για τους οποίους το FII δεν βγήκε όπως ακριβώς θα ήθελε η μπάντα, σε πρώτη φάση, και όπως ήθελαν οι οπαδοί, σε δεύτερη. Όλοι γνωρίζουν πλέον για το πώς ακριβώς το γράψιμο του δίσκου αλλοιώθηκε από εξωτερικούς παράγοντες (βλ. Desmond Child και σία), για τα προβλήματα που είχε ο LaBrie τότε με τη φωνή του, τις διαμάχες του Portnoy με την παραγωγή και λοιπά, οπότε δεν κρίνεται σκόπιμο να αναπαραχθούν εδώ αυτές οι πληροφορίες.  Ο Sherinian λοιπόν είναι «καθαρός» σε σχέση με την οποιαδήποτε υποτιθέμενη έκπτωση ποιότητας.

Αντίθετα, ο Sherinian μάλλον ανεβάζει την ποιότητα του άλμπουμ, και μάλιστα κατακόρυφα, σε κομμάτια όπως το "Lines In The Sand" ή το "Trial of Tears". Αυτό που εικάζω είναι ότι, όπως και στην περίπτωση του Rudess, οι οπαδοί περίμεναν τον αντικαταστάτη του Moore να είναι ... ίδιος ο Moore, συνθετικά, και προφανώς απογοητεύτηκαν, αφού ο Sherinian έχει τελείως διαφορετικό στυλ, αφού έχει και διαφορετικές επιρροές. Αν συνυπολογίσουμε και την εμμονή του Portnoy με τον Rudess, τον οποίο είχε προσεγγίσει μετά τη φυγή του Moore ώστε να γίνει μέλος της μπάντας και επαναπροσέγγισε λίγο πριν απολυθεί ο Sherinian, η ετυμηγορία μάλλον είναι πως ο Sherinian αδικήθηκε, απλά πληρώνοντας τα σπασμένα της περιόδου 1995 – 1997. Εκ των υστέρων, όπως έχει παραδεχτεί κι ο ίδιος ο Sherinian σε συνεντεύξεις, η απόλυσή του ήταν ευεργετική για τον ίδιο, ωστόσο για την μπάντα θα παραμένει αυτό το «αν».



Κλείνοντας την παρένθεση για τον Sherinian και επιστρέφοντας στο κεφάλαιο των συνεισφορών, φυσικά σκόπιμο είναι να αξιολογήσουμε και την επιλογή του Mike Mangini. Παικτικά ο Mangini δεν χρειάζεται συστάσεις, η ταχύτητα και η τεχνική του, όπως και η μουσική κατάρτισή του, αφού είναι καθηγητής στο Berklee, είναι σε υψηλότατο επίπεδο. Οι ικανότητές του είναι επαρκείς και με το παραπάνω για να καλύψει τη θέση. Από την άλλη, η επίγνωση της κληρονομιάς που άφησε ο Portnoy πίσω από το kit και ο σεβασμός προς αυτή είναι άλλο ένα συν. Ο Mangini το ΗΘΕΛΕ, βλέποντας κανείς τις αντιδράσεις του στις ακροάσεις το καταλαβαίνει εύκολα. Τα υπόλοιπα μέλη φάνηκαν να νιώθουν ότι υπάρχει χημεία, προφανώς, αφού τον επέλεξαν τελικά. Ακόμα και σε φαινομενικά ασήμαντες λεπτομέρειες ο Mangini έμοιαζε η πιο συμφέρουσα επιλογή: Αμερικανός, πολύ κοντά στη βάση της μπάντας (Βοστώνη – Νέα Υόρκη), στα 48 του, άνθρωπος του Berklee. Το προφίλ του ταιριάζει με αυτό των υπόλοιπων κι έτσι μοιάζει ευκολότερο να γίνει αποδεκτός από τους οπαδούς, πολύ περισσότερο από κάποιον σαν τον (παικταρά πάντως) Thomas Lang. Η θέληση του να προσφέρει και να γίνει πραγματικά μέρος του οράματος των Theater είναι έκδηλη.

Από ‘κει και πέρα, αρχίζουν τα ερωτηματικά. Οι αξιόλογες δισκογραφικές δουλειές του με μπάντες είναι ελάχιστες, με κάποια albums των Annihilator και τη συνεργασία με τον Steve Vai να ξεχωρίζουν. Σίγουρα είναι λιγότερο εντυπωσιακό βιογραφικό τέλος πάντων από του Minnemann για παράδειγμα, αν λάβουμε υπόψη το τι ζητάει η μπάντα. Έτσι λοιπόν προκύπτει το ερώτημα σε σχέση με το κατά πόσο θα ανταποκριθεί σε δημιουργικό επίπεδο σε μία πολύ απαιτητική μπάντα. Με άλλα λόγια, κατά πόσο θα μπορέσει να δώσει το δικό του χαρακτηριστικό χρώμα στα καινούργια κομμάτια, όπως έκανε ο Portnoy, χωρίς να επιδιώξει να ακούγεται σαν τον Portnoy και χωρίς να φαίνεται το παίξιμό του αταίριαστο ή να κουράζει. Έχει τις γνώσεις να δουλέψει πάνω σε αυτούς τους τομείς και βέβαια θα έχει την καθοδήγηση των υπόλοιπων μελών.

Ως προς τους άλλους drummers, ο Mangini φαίνεται μία ασφαλής επιλογή καθώς η λογική λέει ότι δεν θα επηρεάσει σημαντικά το ύφος της μουσικής που θα γράψουν στο μέλλον. Φυσικά, θα αναρωτηθεί κανείς τι διαφορετικό θα μπορούσε να είχε εισάγει καθένας από τους άλλους υποψήφιους στο συγκρότημα. Προσωπικά θα ήθελα να σταθώ σε δύο ονόματα, τον Donati και τον Minnemann για διαφορετικούς λόγους, τον Donati γιατί τον θεωρώ μάλλον τον καλύτερο από τους εφτά και τον Minnemann γιατί μου φάνηκε η πιο ενδιαφέρουσα περίπτωση, προσπαθώντας να τον φανταστώ στη μπάντα. O εξωγήινος Donati, παικτικά, είναι μέγεθος συγκρίσιμο μόνο με τον Rudess από τους τέσσερις (καλοί και άγιοι οι Myung και Petrucci, παιχταράδες, αλλά αυτό το πραγματικά εξωγήινο χαρακτηριστικό δεν το έχουν κατά τη γνώμη μου). Γι' αυτό θεωρώ πως δύσκολα θα ταίριαζε στην μπάντα, με την έννοια ότι με την ισχυρή, μουσικά, προσωπικότητά του θα τραβούσε τη μουσική κατεύθυνση σε άλλα μονοπάτια, πιο jazz-fusion και αυτό είμαι σίγουρος ότι θα χάλαγε πάρα πολλούς. Αν και θα ήμουν πραγματικά περίεργος να δω τον Donati σε μια μπάντα σαν τους Theater, πιστεύω ότι είναι καλύτερα που δεν επελέγη αυτός τελικά αφού είναι τρομακτικά μεγάλος παίκτης για να χωρέσει σε αυτή τη μπάντα. Το πώς χωράει ο Rudess για μένα είναι αξιοθαύμαστο. Δεν επιχειρώ να μειώσω τους υπόλοιπους, κάθε άλλο, απλά θέλω να πω ότι με το ύφος και τα πλαίσια που έχουν, ο Donati απλά δεν θα μπορούσε να συμβιβαστεί, γιατί θα του φαίνονταν πολύ στενά (ο Rudess το κάνει πάντως). Αντίθετα, για παράδειγμα, ένα εξωτερικό project για παράδειγμα με τον Donati, τον Rudess και δύο άλλους βιρτουόζους, και εφικτό θα ήταν και τεράστιο ενδιαφέρον θα είχε.

Από την άλλη, ο Minnemann, με τεράστιο ταλέντο επίσης, έχοντας παίξει σχεδόν τα πάντα (κυκλοφορεί μέχρι και βίντεο όπου jamάρει με samples από τυχαίους ήχους όπως ρεψίματα!) δεν ξέρω προς τα πού ακριβώς θα τραβούσε τους υπόλοιπους. Σίγουρα πάντως δεν φαίνεται ο μουσικός που μπορείς να ελέγξεις και να βάλεις στο καλούπι σου τόσο εύκολα, αν κοιτάξει κανείς τον ατελείωτο κατάλογο των κυκλοφοριών του. Άλλωστε ο λόγος που δεν μπήκε στην μπάντα μάλλον αυτός ήταν, ότι δεν ήθελε να θέσει εαυτόν 1000% στη διάθεση του συγκροτήματος παρατώντας τις περισσότερες από τις άλλες του ασχολίες. Η ικανότητά του να κινηθεί σε οποιοδήποτε στυλ ανάλογα με την έμπνευσή του, η εργατικότητα και η δημιουργικότητά του, θα υπόσχονταν ένα πολύ ενδιαφέρον αποτέλεσμα. Όμως κατά τ' άλλα ισχύει ό,τι και για τον Donati, δηλαδή ότι ο Minnemann ίσως παραείναι ισχυρή προσωπικότητα ώστε να λειτουργεί στο 1% για χάρη των Dream Theater. Πράγμα που κάνει ως κάποιο βαθμό ο Rudess όπως έγραψα παραπάνω. Επιπλέον, είναι κατά τι μικρότερος σε ηλικία (με τον Rudess έχουν σχεδόν δεκαπέντε χρόνια διαφορά!) και γενικά σαν εικόνα και στυλ δεν πιστεύω ότι θα γινόταν το ίδιο εύκολα αποδεκτός από διάφορους οπαδούς της. Γενικότερα, αν και σε διάφορα μέρη στο internet είδαμε πολλούς να τάσσονται υπέρ του Marco, πιστεύω ότι τελικά θα υπήρχαν πολλοί που θα γκρίνιαζαν για διάφορους λόγους αν τελικά τον διάλεγαν. Μεταξύ μας, υπάρχουν πολλοί εκεί έξω που εντυπωσιάζονται πολύ περισσότερο από ένα ρεκόρ Guinness σε single stroke χτυπήματα παρά από το τι έχει να επιδείξει κάποιος ως μουσικός κι όχι ζογκλέρ, χωρίς φυσικά να εννοώ ότι ο Mangini ξέρει να κάνει μόνο ζογκλερικά. Όπως είπα όμως, είναι μακράν η πιο "safe" επιλογή που θα μπορούσαν να κάνουν και φάνηκε να το ξέρουν καλά αυτό οι Theater.

Τι μένει λοιπόν; Να ευχηθούμε να συνεχίζουν να μας χαρίζουν ποιοτικούς δίσκους συντηρώντας τον μύθο τους, γιατί μετά από 25 χρόνια καριέρας, είναι λογικό να μην μπορούν πλέον να αλλάξουν όλα τα δεδομένα (αντίστοιχα σκεφτείτε τους Rush που βγάζουν ποιοτικότατους δίσκους όπως το "Snakes and Arrows") και, κυρίως, να συνεχίσουν να ζωγραφίζουν στο σανίδι. Ει δυνατόν να τους δούμε σύντομα και σε "Evening With" περιοδεία. Για τον Portnoy we " ‘ll always remember the best of times " αν και δεν έχω καμία αμφιβολία ότι θα συνεχίσει να προσφέρει αριστουργήματα με τα άλλα projects του και ότι κάποια μέρα θα ξαναπαίξει μαζί με τους παλιοφιλούς του, όπως τότε, σ' ένα από τα προβάδικα του Berklee.  Μπορεί πολλοί να μην γουστάρουν τον Portnoy επειδή μιλάει πολύ, αλλά σχεδόν ό,τι αγγίζει γίνεται χρυσός και έχει ένα στυλ παιξίματος αναγνωρίσιμο όσο λίγων. Σε πρώτη φάση λοιπόν, οι επόμενοι μήνες προμηνύονται άκρως ενδιαφέροντες, και για τις δύο πλευρές.

Γιώργος Κεντριτάς

* Ο νικητής του διαγωνισμού κερδίζει, όπως είχαμε αναφέρει, το συλλεκτικό box set της κυκλοφορίας του "Black Clouds & Silver Linings", μια προσφορά του δισκοπωλείου Musical, Ρήγα Φεραίου 127, Πάτρα.
  • SHARE
  • TWEET